Ο Κουέντιν Σκίνερ και η Ιστορία των Ιδεών

Ο Κουέντιν Σκίνερ και η Ιστορία των Ιδεών

5' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΟQuentiSkinner, μέλος της βρετανικής και της ευρωπαϊκής Ακαδημίας, επίτιμο μέλος της αμερικανικής Ακαδημίας των Τεχνών και των Επιστημών, είναι πολύ γνωστός για το έργο του στην ιστορία της πολιτικής σκέψης. Το δίτομο βιβλίο του «Foundations of ModerPolitical Thought» (Cambridge, 1978) για την περίοδο της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης είναι πλέον κλασικό, ενώ τα βιβλία και οι μελέτες του για τον Μακιαβέλι («Machiavelli», Oxford, 1981) και τον Χομπς («Reasoand Rhetoric ithe Philosophy of Hobbes», Cambridge, 1996), αποτελούν, για τα αντίστοιχα θέματα, σημεία αναφοράς. Στην Ελλάδα υπάρχει μεταφρασμένο το κείμενό του «Οι ιταλικές πόλεις-δημοκρατίες» στον τόμο Δημοκρατία, (επιμ.) JohDunn, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, 1997.

Η σημασία του έργου του QuentiSkinner δεν έγκειται μόνο στον πλούτο των ιστορικών πηγών, στις οποίες ανατρέχει ούτε στην ικανότητά του να επισημαίνει και να φέρνει στην επιφάνεια τις πιο λεπτές αποχρώσεις των εννοιών τις οποίες μελετά. Το έργο του αποτελεί παράδειγμα μιας σύνθετης οπτικής με ιστορικό εύρος και φιλοσοφική βαθύτητα, την οποία αναπτύσσει διεξοδικά στα θεωρητικά του κείμενα με τα οποία παρεμβαίνει όχι μόνο στη συζήτηση περί ιστοριογραφίας, αλλά και στο διάλογο που γίνεται στο χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας.

Η πρόθεση του συγγραφέα

Σε ό,τι αφορά την ανάγνωση και κατανόηση κειμένων, είτε αυτά είναι λογοτεχνικά, ιστορικά ή φιλοσοφικά, τρεις, θα έλεγα σχηματικά, ότι είναι οι απόψεις που κυριάρχησαν και κυριαρχούν. Η παλαιότερη, που επιβιώνει ακόμη σε συντηρητικούς, μάλλον κύκλους, επιχειρεί να βρει στα κείμενα την πρόθεση του συγγραφέα. Η άλλη, μαρξιστικού περισσότερο προσανατολισμού, αναζητεί ή και ανάγει το νόημα των κειμένων έξω από αυτά, στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και τις συνθήκες που τα γέννησαν, ενώ η τρίτη, που είναι σήμερα η επικρατέστερη και συνδέεται με τα ονόματα των Barthes και Foucault, αφού ανήγγειλε το θάνατο του συγγραφέα, υπογράμμισε την αυτάρκεια των κειμένων και του λόγου (discourse) για την κατανόησή τους.

Απέναντι σ’ αυτό το τοπίο, και με κίνδυνο να επικριθεί ως αναχρονιστής και συντηρητικός, ο QuentiSkinner, ξαναζωντανεύει το συγγραφέα, χρησιμοποιώντας μάλιστα όρους ιδιαίτερα βεβαρημένους, όπως «τι εννοούσε ο συγγραφέας», «τι ήθελε να κάνει», «ποια ήταν η πρόθεσή του». Δεν είναι ότι ακόμα δεν πληροφορήθηκε ότι ο συγγραφέας πέθανε, όπως ορισμένοι τον κατηγορούν. Ο Skinner γνωρίζει και συνομιλεί απευθείας με όλη αυτή την παράδοση. Η προσέγγισή του, ωστόσο, στηρίζεται στο έργο φιλοσόφων όπως ο Wittgensteiκαι o Austin, αλλά και στο έργο του δασκάλου του, φιλόσοφου και ιστορικού, Roger Collingwood.

Σύμφωνα με την αντίληψη του Skinner, τα κείμενα είναι πράξεις. Αν θέλουμε να καταλάβουμε τι λένε, δεν αρκεί να τα διαβάζουμε και να τα ξαναδιαβάζουμε. Δεν αρκεί να καταλάβουμε τη σημασία των λέξεων όπως τη βρίσκουμε σ’ ένα λεξικό. Χρειάζεται επιπλέον να μάθουμε πώς αυτές οι λέξεις, οι προτάσεις και το κείμενο συνολικά, χρησιμοποιήθηκαν. Οπως ο Wittgensteiταύτιζε το νόημα της γλώσσας με τη χρήση, όπως ο Αustiτόνιζε την επιτελεστική (performative) διάσταση της γλώσσας, έτσι και ο Skinner, αναζητεί να μάθει, με την ιστορική του έρευνα, τι έκανε ένας συγγραφέας συντάσσοντας ένα κείμενο. Αυτό σημαίνει, να δει σε τι ερώτημα απαντούσε, τι είδους παρέμβαση έκανε και σε τι επιχείρημα θα μπορούσε το κείμενό του να ενταχθεί.

Ας πάρουμε ένα απλό παράδειγμα: τον ισχυρισμό του Μακιαβέλι ότι οι μισθοφορικοί στρατοί υπονομεύουν την ελευθερία. Ο ιστορικός δεν έχει καμιά δυσκολία να καταλάβει τι σημαίνουν οι λέξεις στη συγκεκριμένη πρόταση. Θέλει όμως επιπλέον να καταλάβει, γράφει ο Skinner, τι μπορεί να εννοούσε μ’ αυτή ο Μακιαβέλι. Οπότε, αυτό που κάνει, είναι να δει στη γραμματεία της εποχής, εάν π.χ. χρησιμοποιείτο συχνά. Εάν ναι, τότε ο Μακιαβέλι θα μπορούσε να επαναλαμβάνει, να συμφωνεί, ή να υποστηρίζει αυτή την ευρέως διαδεδομένη άποψη. Εάν όχι, θα μπορούσε να αρνείται, να απορρίπτει, να αναθεωρεί μια άλλη, γενικά αποδεκτή, γνώμη. Ή πάλι, θα μπορούσε να προβάλλει μια εντελώς νέα θέση, να επαναφέρει μία παλαιά, να συνάγει απροσδόκητες συνέπειες ενός επιχειρήματος, να παραινεί τον ηγεμόνα ή να προειδοποιεί το κοινό.

Δημόσιος χαρακτήρας

Για να καταλήξει ο ιστορικός σε κάποια ή κάποιες από αυτές τις επιλογές, δεν χρειάζεται να διεισδύσει στον περίκλειστο, ιδιωτικό νου του συγγραφέα για να μάθει τις μύχιες σκέψεις και προθέσεις του. Ούτε χρειάζεται να εγκλωβιστεί σ’ ένα ιδεαλιστικό ερμηνευτικό κύκλο που απαιτεί μια μυστηριακή, γεμάτη πάθος, ταύτιση του ιστορικού με τον συγγραφέα, προκειμένου να ανασυρθεί το γνήσιο και πρωταρχικό νόημα. Οι προθέσεις για τις οποίες ομιλεί ο Skinner είναι δημόσια αναγνώσιμες. Κάθε πράξη, κάθε ενέργημα, ομιλιακό ή όχι, έχει δημόσιο χαρακτήρα και μπορεί να κατανοηθεί.

Ομως, στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσε να προβληθεί η αντίρρηση, κάνουμε μόνο υποθέσεις για το νόημα του κειμένου, δεν είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς εννοούσε ο συγγραφέας! Αυτή η αντίρρηση, γράφει ο Skinner, εκπορεύεται από ένα φάντασμα: το φάντασμα του Descartes. Το φάσμα της απόλυτης βεβαιότητας στοιχειώνει τη σκέψη και απαιτεί να μην θεωρήσουμε τίποτε δικαιολογημένο αν δεν είναι απόλυτα βέβαιο. Ο Skinner δεν αρνείται ότι κάθε υπόθεση που κάνει ο ιστορικός για το νόημα ενός κειμένου ή μιας πράξης είναι διαρκώς υπό αίρεση, εν όψει νέων στοιχείων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υποταχθούμε στην σκεπτικιστική υπερβολή. Αν μέτρο μας είναι η καρτεσιανή βεβαιότητα, θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε το όνειρο από την πραγματικότητα.

Τυχαίο και σκόπιμο

Θα πρέπει επίσης να δεχθούμε ότι δεν έχουν νόημα πολλές κοινές πρακτικές μας, όπως η διεύθυνση μιας ορχήστρας ή ο καταλογισμός ευθυνών, επειδή τάχα, όπως λέει ο Derrida, οι προθέσεις είναι «καταρχήν μη προσπελάσιμες». Ο Skinner υποστηρίζει ότι σε πολλές περιπτώσεις είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τις προθέσεις κάποιου. Καταλαβαίνουμε π.χ. πότε κάποιος κουνάει τα χέρια του για να διώξει μια μύγα και πότε για να μας προειδοποιήσει για ένα κίνδυνο. Ακόμη και τα σκυλιά, γράφει, συχνά καταλαβαίνουν πότε ένα χτύπημα είναι τυχαίο και πότε σκόπιμο. Και, παρά την εξαιρετική σεμνότητα και μετριοπάθεια που τον διακρίνει, σημειώνει κάπως ειρωνικά: «Θα μπορούσε ασφαλώς κι ο Derrida να αρθεί τουλάχιστον στο ίδιο ερμηνευτικό ύψος».

Ο Skinner δεν θεωρεί ότι οι συγγραφείς είναι δέσμιοι της φυλακής του λόγου. Η γλώσσα μπορεί πράγματι να μας περιορίζει, αλλά είναι συγχρόνως ανεξάντλητη πηγή νέων χρήσεων. Γι’ αυτό δεν κάνει απλώς ιστορία εννοιών, αλλά ιστορία των συγκεκριμένων χρήσεων που αυτές οι έννοιες είχαν στο πλαίσιο, πάντα, ενός επιχειρήματος. Γιατί, όμως, κάνουμε ιστορία; Οχι για να ικανοποιήσουμε μια διανοητική μας περιέργεια, ούτε για στενά χρησιμοθηρικούς λόγους. Αλλά για να φέρουμε στο φως αξίες και έννοιες που δεν έχουμε πια, ερωτήματα που δεν θέτουμε πλέον.

Ο ιστορικός των ιδεών, λέει ο Skinner, είναι ένας αρχαιολόγος που φέρνει στην επιφάνεια θαμμένους θησαυρούς. Τους ξεσκονίζει και μας τους προσφέρει για να σκεφθούμε τις επιλογές που κάναμε ανάμεσα σε διαφορετικούς δυνατούς κόσμους, ώστε στη συνέχεια να επανεκτιμήσουμε από κάποια απόσταση τις σημερινές μας πεποιθήσεις και αρχές.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή