Για έναν ανθρωπισμό χωρίς αυταπάτες

Για έναν ανθρωπισμό χωρίς αυταπάτες

8' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι η τέχνη σεισμογράφος που συλλαμβάνει τη βοή των πλησιαζόντων γεγονότων; Τα έργα τέχνης καταγράφουν τον καιρό και την κοινωνία τους; Ιχνογραφούν το σχήμα των πραγμάτων που θα ‘ρθουν; Πιστεύω, ναι. Ναι, αν θέλεις να δεις και ν’ ακούσεις. H τέχνη, Υψηλή ή Μαζική, εμπορική ή ελιτίστικη, στέλνει διαρκώς μηνύματα, ξαναλέει παλιά παραμύθια με σύγχρονο περίβλημα, αφουγκράζεται ανησυχίες και ελπίδες και τις προβάλλει στην καθημερινή ζωή αλληγορικά, ελλειπτικά, ή και ωμά, ρεαλιστικά, σαρκαστικά. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι η τέχνη μένει ατάραχη? ατάραχοι μένουν μόνο όσοι δεν θέλουν να δουν.

Τι μας λένε οι καλλιτέχνες σήμερα; Ολο και συχνότερα στα έργα τους πραγματεύονται ό,τι ξεβράζει βιαστικά η πλημμύρα των μίντια? υπενθυμίζουν και ανασκάπτουν ό,τι πέρασε σαν επιφανειακή πληροφορία και έμεινε αχώνευτο, μετέωρο. Πόσοι έχουν προσέξει λ.χ. ότι ο πολυεκατομμυριούχος πρόεδρος της Microsoft αγοράζει σημαντικά φωτογραφικά αρχεία και δικαιώματα αναπαραγωγής έργων τέχνης από μεγάλα μουσεία; Ελάχιστοι. O Μπιλ Γκέιτς όμως έχει καταφέρει να ελέγχει 65 εκατομμύρια εικόνες, μεγάλης ιστορικής αξίας, τις περισσότερες από τις οποίες τις κρατάει δεσμευμένες, για μελλοντική εκμετάλλευση. Αυτήν την πληροφορία ο Χιλιανός καλλιτέχνης Αλφρέντο Χάαρ την ανασύρει από τη σκόνη των ειδήσεων και την τοποθετεί πλάι σε μια άλλη: μόλις άρχισε ο πόλεμος του Αφγανιστάν, το Πεντάγωνο δέσμευσε εμπορικά όλες τις εικόνες της περιοχής από τους ιδιωτικούς δορυφόρους? τα διεθνή μίντια μπορούσαν εφεξής να βλέπουν μόνο ό,τι τους έδινε το Πεντάγωνο. O Χάαρ επαναορίζει το πλαίσιο για τις δύο ξεκομμένες πληροφορίες: ποιοι κατέχουν τις εικόνες, πώς τις διαχειρίζονται, πώς διαμορφώνουν μνήμη και αλήθεια με την επιλεκτική διοχέτευση εικόνων? το έργο τέχνης εδώ είναι μια πολιτική πλαγιοκόπηση του προφανούς/αφανούς, αυτού που περνάει ταχύτατα από τα δελτία ειδήσεων, χωρίς αξιολόγηση, χωρίς να επικάθηται στη μνήμη. Το έργο τέχνης εδώ ονομάζεται Θρήνος για τις Εικόνες.

Αντί ομορφιά, αλήθεια

Η τέχνη σήμερα δεν αναζητεί την ομορφιά ή τη χάρη, αλλά την αλήθεια – την ψίχα, τέλος πάντων. Ταινίες, τραγούδια, εγκαταστάσεις, βίντεο, προσεγγίζουν και πάλι την πολιτική, την ιστορία, τις εθνικές ταυτότητες, τη διαφυλετική κατανόηση, την οικουμενική αντίληψη των προβλημάτων. H πολιτική τέχνη όμως σήμερα δεν θέλει τόσο να αλλάξει τον κόσμο, όπως οι πρωτοπορίες των αρχών του 20ού αιώνα, όσο να καταδείξει και να κατανοήσει, να εμβαθύνει στην ανθρώπινη συνθήκη. O μαχητικός μοντερνισμός παρήλθε, μαζί με τις ουτοπίες των επαναστάσεων, μαζί με τις πανανθρώπινες τραγωδίες του 20ού αιώνα. H πολιτική τέχνη σήμερα είναι τέχνη μετά την Πτώση: πτώση των τειχών και των συνόρων, πτώση των βεβαιοτήτων, πτώση των ασφαλών διαχωρισμών. Τις ουτοπίες των Ρώσων πρωτοπόρων, των σουρεαλιστών, του Μπάουχάουζ, έχουν διαδεχθεί οι δυστοπίες της ποπ κουλτούρας: σκοτεινές και ειρωνικές, kitsch και υπερ-στυλάτες, κυνικές μα και σε αναζήτηση της ελπίδας. H νέα ευαισθησία βρίσκεται στον δυσοίωνο Μπάτμαν και την παρωδία του Mars Attack του Τιμ Μπάρτον, στον γενετικό εφιάλτη του «Gattaca», στην πολιτική προφητεία για την κοινωνία του φόβου, στο «Δώδεκα πίθηκοι» του Γκίλιαμ, στη διάθλαση του πραγματικού στο «Existenz» του Κρόνεμπεργκ, στο νεοπλατωνικό παραμύθι του Matrix – από τις ταινίες που διανέμονται μαζικά, στο εμπορικό κύκλωμα. Μαζί τους, βέβαια, αφελείς κατασκευές-δικαιολογίες του πολέμου και της επιθετικότητας, που ξεκινούν από τα «Die hard» του Μπρους Γουίλις και φτάνουν στα «Ημέρα ανεξαρτησίας» και «Πατριώτης».

Εκτός μαζικού κυκλώματος, διαρκείς ήρωες των σινεφίλ και αγαπημένοι του Φεστιβάλ των Καννών, αναδεικνύονται έκκεντροι δημιουργοί όπως ο Ιρανός μινιμαλιστής Αμπάς Κιαροστάμι, ο Καναδοεβραίος Ατόμ Εγκογιάν, ο Αμερικανός λυρικός Τζιμ Τζάρμους, ο Ιρανός πολιτικός Μαχμαλμπάφ, Κινέζοι και άλλοι Ασιάτες… Δημιουργοί που κοιτούν τον κόσμο από τη φόδρα, εστιασμένοι στα βάσανα των ανθρώπων, στην εσωτερική γλώσσα των συναισθημάτων, στα πρωταρχικά δικαιώματα για ζωή και αξιοπρέπεια, σε ένα στοχασμό για τη ζωή, την ιστορία, την ταυτότητα.

Στη μουσική, οι σταρ των τελευταίων ετών είναι οι λαϊκοί τραγουδιστές του κόσμου: κρεολοί και μιγάδες από την Αφρική, τη Λατ. Αμερική, την Ασία, από ξεχασμένους τόπους, που τραγουδούν σε όλες τις γλώσσες: ο σούπερ σταρ της παγκόσμιας σαλάτας Μανού Τσάο, η πορτογαλόφωνη μαύρη Σεζάρια Εβόρα από το αφρικανικό Πράσινο Ακρωτήρι, οι ηλεκτρονικοί ακτιβιστές AsiaDub Foundation… H κρεολοποίηση της παγκόσμιας σκηνής. Πλάι τους, οι ήρωες του νεανικού κοινού: οι dj, οι ηλεκτρικοί μάγιστροι του μουσικού μετακειμένου, οι μάγειροι του mix της διασκέδασης και της μεταμοντέρνας οικειοποίησης όλης της ποπ βιβλιοθήκης, που πετούν από συναυλία σε συναυλία, από πάρτι σε πάρτι, από το Σικάγο στο Αμστερνταμ, από το Μιλάνο στη Μύκονο και από το Λονδίνο στην Αθήνα.

Η κρεολοποίηση της τέχνης και η οικουμενικότητα των καλλιτεχνικών γλωσσών έχουν κατακτήσει τους λαούς πολύ προτού η παγκοσμιοποίηση κερδίσει μια θέση στους τίτλους του Economist και των Financial Times. H μουσική, ο κινηματογράφος, τα εικαστικά δίνουν κοινό παρονομαστή σε οικουμενική κλίμακα, εκφράζοντας ανάλογες ελπίδες και αγωνίες, στηρίζοντας νέους κώδικες. Εν τέλει: τροφοδοτούν νέες ταυτότητες, νέα συλλογικά υποκείμενα, την ώρα που οι παλιές κοινότητες φαίνονται να απειλούνται, να φθείρονται ή να καταρρέουν.

Τέχνη μετά την Πτώση

Ποιο είναι το γεωπολιτικό περιβάλλον στη δύση του 20ού αιώνα, που τρέφει αυτήν την τέχνη και διαμορφώνει ψυχισμό στα νέα ακροατήρια; Από το 1989 έως σήμερα, οι νοητικοί και ψυχικοί σταθμοί είναι πτώσεις, αλλεπάλληλες πτώσεις – και καινοφανείς συγκρούσεις. Πτώση των τειχών και των συνόρων στην Ευρώπη, κύματα μετανάστευσης, ρευστότητα, επανερμηνεία του διεθνούς δικαίου, πόλεμοι πολιτικώς ορθοί (Κόσοβο, βομβαρδισμός Γιουγκοσλαβίας), εμφάνιση της νέας τρομοκρατίας στις 11/9, Αφγανιστάν, δαιμονοποίηση του Ισλάμ, παγκοσμιοποίηση του φόβου, νέα τελική λύση στην Παλαιστίνη.

Μαζί με τη διασπορά του φόβου και τη ρητορική της ανασφάλειας, έχουμε ριζική αμφισβήτηση της άπληστης ελεύθερης αγοράς, κόπωση της σοσιαλδημοκρατίας και άνοδο των εθνικιστών και ρατσιστών στην Ευρώπη. H τέχνη, στις πιο φωτεινές της εκδηλώσεις, θέτει τα προβλήματα αμέσως και με τολμηρό τρόπο. Δεν ρισκάρει εύκολες απαντήσεις, θέτει όμως τα ακροατήρια ενώπιον της θεμελιώδους ευθύνης: να γνωρίζουν το πρόβλημα, να αναγνωρίζουν την κατάστασή τους. Οι δύο πρόσφατες Μπιενάλε της Βενετίας, η αναδρομική του αμερικανικού αιώνα από το Γουίτνεϊ, η σημερινή Ντοκουμέντα του Κάσελ, απλώνουν το βλέμμα τους σε όλη την ανθρώπινη επικράτεια, ανασκάπτουν, αναρωτιούνται, κλονίζουν σιγουριές και κοινότοπες παραδοχές. Τα έργα τέχνης δεν είναι αδρανή αντικείμενα για θαυμασμό ή κατανάλωση, αλλά ανοιχτά ερωτήματα, συχνά πολύ οδυνηρά μα και ανακουφιστικά, σαν μυστικές τελετουργίες. Διόλου τυχαία, το 1997, ενώ η Γιουγκοσλαβία κειτόταν στο αίμα, το μεγάλο Βραβείο της Μπιενάλε της Βενετίας πήγε στην Γιουγκοσλάβα Αμπράμοβιτς, για την πικρή της ελεγεία, μια τελετή θρήνου, χωρίς υστεροβουλίες και συμπεράσματα. Στην επόμενη Μπιενάλε, η Ιρανή Σιρίν Νεσάτ («μαθήτρια» του Κιαροστάμι) με τη σειρά της κέρδισε το κοινό και το βραβείο με μια άλλη ελεγεία: για το απαγορευμένο τραγούδι των γυναικών και την ολόδροση ποίηση του μυστικού σούφι Τζελαλαντίν Ρουμί. Και οι δύο καλλιτέχνιδες, όπως και ο αδικοχαμένος Κινέζος Τσεν Ζεν, που είδαμε πρόσφατα στην Αθήνα, εκκινούν από το προσωπικό και τοπικό και απλώνονται στο οικουμενικό, βουτούν στην παράδοση και εκτοξεύονται στο μέλλον. Και κάνουν μια τέχνη πάνω στο αίτημα του καιρού: για έναν αναγεννημένο ανθρωπισμό χωρίς αυταπάτες.

Ακόμη πιο μακριά: στο Κάσελ, προχθές, τον πόνο των Νεοϋορκέζων μετά την 11/9 ντοκουμεντάρει φωτογραφικά, σε βαρύ ασπρόμαυρο, ένας Μαροκινός, ισλαμιστής, ο Τουχάμι Εννάντρε. Το τραύμα είναι ανάμνηση, είναι κοινή προίκα των ανθρώπων – έτσι λέει η τέχνη, με επώδυνη αυτοπεποίθηση.

Από έξω προς τα μέσα

Εως πρόσφατα, την τέχνη την απασχολούσε η κίνηση προς τα εμπρός, χωρίς βλέμμα προς τα πίσω? οι άνθρωποι που θέλουν να εγκαταλείψουν τις οικίες τους, να επιδοθούν στην περιπλάνηση, στον νομαδικό βίο, να αφήσουν την οικογένεια και να χαθούν στην πόλη, στον κόσμο… Μετά τις συμβολικές καταστροφές τύπου 11/9, η τάση είναι αντίστροφη: από τον ανοιχτό, απειλητικό κόσμο, από την πόλη, προς τον προστατευμένο πυρήνα της οικογένειας, προς τα γνωστά και οικεία. O ανοιχτός κόσμος παραείναι σύνθετος και βίαιος? όλοι θέλουν να γυρίσουν σπίτι…

Πολλοί και βίαιοι μετασχηματισμοί σε εξαιρετικά σύντομο διάστημα? επιτάχυνση αφόρητη? πίεση για προσαρμογή? διαρκώς νέα και άγνωστα περιβάλλοντα. H άκρατη λατρεία του Νέου, που σημαδεύει το τέλος του 20ού αιώνα, στην αυγή του 21ου μεταλλάσσεται σε αναδίπλωση, σε οπισθοχώρηση προς την ασφάλεια και τις γνωστές παρότι διαλυμένες αξίες. Πολλά από τα έργα της εποχής μας δείχνουν ήδη αυτήν την τάση αναδίπλωσης, ερμητισμού: το περασμένο καλοκαίρι πρωταγωνιστές της Μπιενάλε Βενετίας ήταν έργα-λαβύρινθοι, κλειστοφοβικά δωματιάκια και ψυχαναγκαστικά ελεγχόμενοι χώροι… Κι αυτά προτού υπάρχει καν υποψία για την 11/9 και ό,τι ακολούθησε.

Ελλάδα: φλερτάροντας με την υπανάπτυξη

Τι αφουγκράζεται η ελληνική τέχνη από τις μεταβολές του διεθνούς ρευστού; Πώς συλλαμβάνει τα πλησιάζοντα, πώς τα εκφράζει, πώς εγγράφεται στο παγκοσμιοποιημένο στερέωμα; Ας το πάρουμε από το τέλος: η ελληνική τέχνη δεν εγγράφεται διεθνώς, ακριβώς όπως δεν εγγράφεται πουθενά ολόκληρη η σύγχρονη Ελλάδα – πολιτικά, οικονομικά, επιστημονικά, τεχνολογικά. Ράκη κλέους και τουριστικός προορισμός: αυτή είναι η σημερινή Ελλάδα, στα μάτια των εταίρων της Ευρώπης των «15». Αυτή η εικόνα φωλιάζει και στους νουνεχείς Νεοέλληνες, σε όσους δεν παραδίδονται αμαχητί στην ανία του κλάμπινγκ, στην υπερκατανάλωση χωρίς νόημα, στην ξιπασιά του νεοκυνισμού και της κονομησιάς, στην αναξιοπρέπεια και στον ανύπαρκτο αυτοσεβασμό.

Η αίσθηση του πραγματικού, του όντως συμβαίνοντος, μάς οδηγεί να διαπιστώσουμε ότι η σύγχρονη Ελλάδα δεν υπάρχει πουθενά, έξω από τα σύνορά της. O τελευταίος Ελληνας καλλιτέχνης που συγχρονίστηκε με τον διεθνή προβληματισμό και διακρίθηκε, είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Μετά από αυτόν, κανείς. O εικαστικός Γιάννης Κουνέλης, κορυφαία προσωπικότητα της ευρωπαϊκής τέχνης, είναι πολιτογραφημένος Ιταλός… Ενώ οι πρόσφατες διαδρομές του διεθνούς Μίκη Θεοδωράκη, με τεράστιες κρατικές επιχορηγήσεις, είτε περνούν απαρατήρητες είτε γίνονται αντικείμενο χλευαστικής κριτικής.

Τι μένει; Μένουν μερικοί πεισματάρηδες, που στέλνουν σκληρές εικόνες και υποσχέσεις. Οι ελπίδες για ένα μεγάλο σόου το 2004 από τον Δημ. Παπαϊωάννου? το σκληρό, καθαρό βλέμμα του Κων. Γιάνναρη (του πρώτου που εστίασε στις οριακές περιοχές της μετανάστευσης)? οι νεορωμιοί του κόσμου Θαν. Παπακωνσταντίνου και Mode Plagal? το απροσδόκητο τάμα της Μαρίας Παπαδημητρίου στη Manifesta της Φρανκφούρτης: ένα φτηνό χαλί με μερικές πλαστικές καρέκλες πάνω του, και το κλαρίνο του Γ. Μάγκα να στριφογυρίζει λυρικά? ένα ελάχιστο, ένα τίποτε…

Από αυτό το τίποτε, από το μηδέν, πρέπει να ξεκινήσει η ελληνική τέχνη για να μιλήσει στην ναρκωμένη κοινωνία που τη γεννά. Διαφορετικά, εκτός συνόρων, απλούστατα θα εξακολουθήσει να μην υπάρχει? κι εντός συνόρων θα κανιβαλίζεται, χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς ορμή, με περίσσεια προγονοπληξία, με νοσηρούς μηχανισμούς υπεραναπλήρωσης, με μιμητισμό, χωρίς ταυτότητα. Οσο παραμένουμε αυτάρεσκοι στην επαρχιώτικη χλιδή των δανείων, παρόν και πεπρωμένο μας θα είναι η σκυλο-ποπ, το θεσμικό kitsch, τα ρεσάλτα των νεόπλουτων, η απώλεια της παράδοσης, η απώλεια του παρόντος. H υπανάπτυξη.

Ευτυχώς, πιο χαμηλά δεν πάει άλλο…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή