O Μακάριος επιχειρεί να εξοπλίσει την Κύπρο με σοβιετικά όπλα

O Μακάριος επιχειρεί να εξοπλίσει την Κύπρο με σοβιετικά όπλα

14' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εξαλλοι έγιναν οι Αμερικανοί, στις αρχές του 1965, όταν ο Μακάριος, ο οποίος είχε δει την Πάφο να βομβαρδίζεται, χωρίς αντίσταση από τις ΗΠΑ και το NATO, τον Αύγουστο του 1964, αποφασίζει να προμηθευτεί αμυντικούς σοβιετικούς πυραύλους εδάφους-αέρος για να βελτιώσει την αντιαεροπορική άμυνα της Κύπρου. O Νάσερ μεσολαβεί και Ελληνες στρατιωτικοί, οι οποίοι έχουν εκπαιδευθεί σε αντίστοιχους αμερικανικούς πυραύλους, δήθεν παραιτούνται, κατατάσσονται στην κυπριακή εθνοφρουρά σε εθελοντική βάση και μεταβαίνουν στην Αίγυπτο για να εκπαιδευτούν από τους Σοβιετικούς συμβούλους στους πυραύλους SAM.

O Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Λαμπουίς σπεύδει στο Καστρί, όπου κάνει εντονότατο προφορικό διάβημα στον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. «H κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει σοκαριστεί από το γεγονός ότι ο πιστός σύμμαχος του NATO, η Ελλάδα, χωρίς να πληροφορήσει τις ΗΠΑ ή το NATO, επέτρεψε σε πολίτες της να εκπαιδευτούν σε σοβιετικά όπλα», αναφέρει πως του είπε, σε τηλεγράφημα προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με ημερομηνία 16 Μαρτίου 1965.

O Γ. Παπανδρέου απαντά πως «θα ήταν παράλογο να πει στον Μακάριο και την κυβέρνηση της Κύπρου να αφοπλιστούν και μόνο να «προσεύχονται» να μην γίνει τουρκική επίθεση… Αν οι ΗΠΑ ήθελαν να απευθύνουν προειδοποίηση προς τις κυβερνήσεις της Τουρκίας και της Ελλάδας εναντίον κάθε στρατιωτικής επέμβασης στην Κύπρο, τότε αυτός (σ.σ. ο Γ. Παπανδρέου) θα μπορούσε να διαβεβαιώσει τις ΗΠΑ, ότι δεν θα υπάρξει περαιτέρω ανωμαλία στην Κύπρο. Θα μετέβαινε ο ίδιος εκεί για να εγκαθιδρύσει έλεγχο της ελληνικής κυβέρνησης επί της κατάστασης».

Ομως οι Αμερικανοί δεν έχουν καμιά διάθεση να δώσουν τέτοιες εγγυήσεις. H διαρκής απειλή τουρκικής εισβολής αποτελεί αναγκαίο στοιχείο εξαναγκασμού του Μακάριου για να συναινέσει σε διχοτομική λύση «ΝΑΤΟποίησης» της Κύπρου.

Αλλωστε το ίδιο πρωί, στην Ουάσιγκτον, ο υφυπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ έχει καλέσει τον «τραυλίζοντα», όπως επιτιμητικά αναφέρει τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ της ίδιας ημέρας, Ελληνα πρεσβευτή Μάτσα και του έχει δηλώσει: «H προβακατόρικη φύση αυτού του οπλισμού είναι το πραγματικό θέμα» και όχι η απειλή τουρκικής εισβολής, «μαζί με το αποτέλεσμα που είχε αυτός ο οπλισμός στη θέση του Αρχιεπισκόπου Μακάριου, κάνοντάς τον να υιοθετήσει σκληρότερη, πιο ανελαστική γραμμή».

Τελικά, παρά την αντίσταση του Μακάριου και του Γ. Παπανδρέου, οι σοβιετικοί πύραυλοι θα αποσυρθούν. H Κύπρος θα παραμείνει ανοχύρωτη, στο έλεος της τουρκικής αεροπορίας.

Τριάντα χρόνια αργότερα, η Κύπρος θα ξαναζήσει μια κωμικοτραγική επανέκδοση αυτής της ιστορίας, με την αποτυχημένη προσπάθεια εγκατάστασης στη Μεγαλόνησο των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-300. Και πάλι η Ουάσιγκτον δεν θα το επιτρέψει…

Τα έγγραφα

Το 1965 είναι η χρονιά της πρώτης απόπειρας της Κυπριακής Δημοκρατίας να εγκαταστήσει στο έδαφός της οπλικά συστήματα σοβιετικής τεχνολογίας. H αντίδραση των ΗΠΑ στην πολιτική αυτή απόφαση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που υποδήλωνε τη θέλησή του για αδέσμευτη πολιτική, ήταν έντονη. Τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ της χρονιάς εκείνης αποτυπώνουν ένα ελάχιστο τμήμα των παρασκηνιακών πιέσεων που είχαν ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί, τελικά, στα μέσα της χρονιάς, το όλο εγχείρημα.

Σε συνάντηση στην Ουάσιγκτον ανάμεσα στον υφυπουργό Εξωτερικών Μπολ και τον Ελληνα πρέσβη Μάτσα, ο τελευταίος δέχεται έντονες επικρίσεις. «O Μάτσας κράτησε σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης αμυντική στάση και, τραυλίζοντας, προσπάθησε να δικαιολογήσει την κατάσταση» αναφέρεται σε τηλεγράφημα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς την πρεσβεία στην Αθήνα με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1965. «Υποστήριξε πρώτον ότι η Ελλάδα δεν έδρασε ενάντια στα συμφέροντα του NATO και δεύτερον ότι η ελληνική κυβέρνηση ούτε είχε ενθαρρύνει αλλά ούτε και μπορούσε να έχει αποτρέψει την εισαγωγή πολεμικού υλικού στην Κύπρο, εφόσον αυτό θα χρησιμοποιούνταν για την υπεράσπιση του κυπριακού εδάφους έναντι τουρκικής απειλής». O Μπολ δεν επείσθη και διατύπωσε την απαίτηση να εξεταστούν άμεσα οι ακόλουθες εναλλακτικές λύσεις: «Πρώτον, να αποφευχθεί η εγκατάσταση των συστημάτων ή αν αυτά εγκατασταθούν, να τεθούν υπό τον έλεγχο της UNFICYP (της δύναμης του OHE στην Κύπρο). Δεύτερον, να σταματήσει η περαιτέρω παραλαβή πολεμικού υλικού, όπως όπλων των 100 mm». Οταν ο Μάτσας διαμαρτυρήθηκε ότι η δύναμη του OHE δεν ήταν εξουσιοδοτημένη για κάτι τέτοιο, ο Μπολ απάντησε: «Δεν κυριολεκτώ. O OHE δεν θα ελέγχει τα όπλα, απλώς θα τα εξουδετερώσει». Οι ΗΠΑ διετύπωσαν την ανησυχία ότι οι Ελληνες, κατά την εκπαίδευσή τους, μπορεί να αποκάλυπταν στους Σοβιετικούς μυστικά για τον τρόπο λειτουργίας του νατοϊκού αντιαεροπορικού συστήματος πυραύλων «Νίκη».

Οι σοβιετικοί πύραυλοι

Την επομένη, σε αναλόγου περιεχομένου συζήτηση στην Αθήνα, ο Αμερικανός πρέσβης Λαμπουίς δηλώνει στον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου ότι οι ΗΠΑ έχουν «συγκλονιστεί» με το γεγονός ότι ένας πιστός σύμμαχος, η Ελλάδα, «επέτρεψε σε πολίτες της να εκπαιδευθούν σε σοβιετικά όπλα». «Τότε, ο πρωθυπουργός είπε ότι οι πύραυλοι εδάφους-αέρος δεν αποτελούν απειλή για την Τουρκία διότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο εναντίον αεροσκαφών και μόνο σε περίπτωση αεροπορικής επιδρομής της Τουρκίας έναντι της Κύπρου.

Ο Παπανδρέου τόνισε ότι τον περασμένο Αύγουστο οι Τούρκοι βομβάρδισαν το νησί με ατιμωρησία και ότι η κυπριακή κυβέρνηση είχε έννομο συμφέρον να προμηθευτεί αμυντικά όπλα» αναφέρεται στο τηλεγράφημα της 16ης Μαρτίου. O Παπανδρέου αντέστρεψε το αμερικανικό επιχείρημα υποστηρίζοντας πως το γεγονός ότι Ελληνες στρατιώτες είχαν εκπαιδευθεί στον χειρισμό σοβιετικών όπλων, αποτελούσε μια ευκαιρία για το NATO να πληροφορηθεί πώς λειτουργούν τα συστήματα αυτά. «Το τίμημα είναι πολύ υψηλό και θα προτιμούσαμε να μη γνωρίζουμε τα μυστικά αυτά από το να βλέπουμε τους Σοβιετικούς να εκπαιδεύουν Ελληνες στρατιώτες και σοβιετικούς πυραύλους να εγκαθίστανται στην Κύπρο» ήταν η απάντηση του Λαμπουίς. Ετσι, η Κύπρος έμεινε χωρίς αντιαεροπορική προστασία.

Τρεις μήνες αργότερα, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρασκ εξέφρασε την απορία στον Κύπριο ομόλογό του Σπύρο Κυπριανού «πώς είναι δυνατόν η Κύπρος να επιδιώκει την Ενωση με μια χώρα του NATO, την Ελλάδα, και ταυτόχρονα να διαθέτει σοβιετικούς πυραύλους». Ηταν όμως η Ενωση με την Ελλάδα πράγματι ο σκοπός του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου;

Σε συζήτηση με τον Αμερικανό επιτετραμμένο στην Αθήνα Νόρμπερτ Ανσουτς, ο Ανδρέας Παπανδρέου, που είχε ήδη κάνει έντονα αισθητή την παρουσία του στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα, εξέφρασε τις αμφιβολίες του. «O Μακάριος και η κυπριακή κυβέρνηση δεν προτίθενται να προχωρήσουν στην παραμικρή παραχώρηση για να επιτύχουν την Ενωση» εκτιμά ο Ανδρέας, τονίζοντας ότι μεγάλο μέρος της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας συμμερίζεται την άποψη αυτή. «O Ανδρέας είπε επίσης ότι τείνει και αυτός να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, όμως δεν είναι ακόμη απόλυτα σίγουρος, δεδομένου ότι ο Μακάριος είναι ένας πολύ έξυπνος πολιτικός» τηλεγραφεί ο Ανσουτς την 1η Ιουνίου. O Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε επίσης ότι «η κυβέρνηση της Κύπρου καλύπτει τις πραγματικές προθέσεις της πίσω από μία έντονη ρητορική υπέρ της Ενωσης».

Από το τηλεγράφημα αυτό φαίνονται οι έντονοι προβληματισμοί που, από τότε, προκαλούσε στους Αμερικανούς ο Ανδρέας Παπανδρέου. «O Ανδρέας τόνισε ότι είναι πολύ σημαντικό να μην αποκαλυφθεί στον Μακάριο η ουσία των συνομιλιών μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης» γράφει ο Ανσουτς. «Ομως η θέση του ίδιου του Ανδρέα παραμένει σκοτεινή. Οπως γνωρίζετε, είναι γενικά παραδεκτό ότι ο Ανδρέας έχει στενές σχέσεις με τον Μακάριο, ενώ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην απόρριψη του σχεδίου Ατσεσον πέρυσι το καλοκαίρι».

Μυστικές συνομιλίες

Η διεξαγωγή των μυστικών συνομιλιών Αθήνας – Αγκυρας, στις οποίες αναφέρθηκε ο Ανδρέας, είναι ένα θέμα που απασχολεί τους διπλωματικούς και πολιτικούς κύκλους όλη τη χρονιά. O λόγος για τον οποίο οι Κύπριοι δεν έπρεπε να πληροφορηθούν το περιεχόμενο των συνομιλιών που τους αφορούσαν εξηγείται σε τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας της Λευκωσίας προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ με ημερομηνία 30 Μαΐου. «O κύριος στόχος του Μακαρίου είναι είτε να λάβει μέρος σε συζητήσεις για το μέλλον της Κύπρου είτε να δυναμιτίσει οποιεσδήποτε διμερείς συμφωνίες θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντά του». Τελικά, δεν χρειάστηκε η παρέμβαση του Μακαρίου για να οδηγηθούν σε αδιέξοδο οι συνομιλίες του Ελληνα πρέσβη Σγουρδέου με τον Τούρκο ΥΠΕΞ Ισίκ στο Λονδίνο. Οι δύο πλευρές το «κατάφεραν» μόνες τους. H Τουρκία, ως αντάλλαγμα για την Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ζητούσε να της εκχωρηθεί ελληνικό έδαφος ισοδύναμο με το 18-20% της επιφάνειας της Κύπρου. O Ισίκ πρότεινε την προσάρτηση στην Τουρκία της περιοχής του νομού Εβρου που εκτείνεται από το Διδυμότειχο ώς τα βουλγαρικά σύνορα. Ακούγοντας τις θέσεις αυτές, η ελληνική πλευρά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν συζητά το ενδεχόμενο της Ενωσης σε σοβαρή βάση. Οι Αμερικανοί, όμως, τι πιστεύουν; Με τηλεγράφημα της 16ης Ιουνίου, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δίνει εντολή στην πρεσβεία της Αθήνας να επισημάνει στους Ελληνες ότι «οι τουρκικές εδαφικές διεκδικήσεις είναι εξαιρετικά περιορισμένες και εξισσοροπούνται με το παραπάνω χάρη στα επιπλέον εδάφη που θα κερδίσει η Ελλάδα ενσωματώνοντας την Κύπρο».

Κατά της Ενώσεως

Επίσης, είναι εμφανές από τα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα ότι οι Αμερικανοί τάχθηκαν κατά της Ενωσης, παρά τις δηλώσεις περί του αντιθέτου («η Ενωση είναι η μόνη λύση που φαίνεται να εξασφαλίζει διαρκή σταθερότητα στην περιοχή», πρέσβης Λαμπουίς προς Στέιτ Ντιπάρτμεντ, 25-2-1965). Διαφωτιστική προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η αμερικανική προσπάθεια να υποβαθμιστεί η έκθεση του μεσολαβητή του OHE Γκάλο Πλάζα, η οποία δημοσιεύθηκε στις αρχές Απριλίου. H έκθεση υποστήριζε ότι οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου δεν αποτελούν βιώσιμο καθεστώς, απέκλειε τη λύση της διχοτόμησης και έβλεπε δύο μόνο βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις: την απόλυτη ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας ή την Ενωση με την Ελλάδα. Μετά την έκδοση της έκθεσής του, η τουρκική κυβέρνηση «απήλλαξε» τον Πλάζα από τα καθήκοντα της μεσολάβησης. Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήρε η Ουάσιγκτον, που προσπάθησε να πετύχει την απόρριψη από τη Γενική Συνέλευση του OHE ψηφίσματος με το οποίο η έκθεση Πλάζα υιοθετείτο ως βάση λύσης.

Συναντώμενος με τον νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στις 24 Νοεμβρίου, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αγκυρα Χαρτ είναι καθησυχαστικός. «Οπως γνωρίζετε, η κυβέρνηση των ΗΠΑ υποστηρίζει την Τουρκία στο ζήτημα του ψηφίσματος και είμαι βέβαιος ότι οι αντιπροσωπείες των χωρών μας στη Νέα Υόρκη συνεργάζονται στενά για να επιτύχουν αυτόν τον σκοπό». Σε προηγούμενα τηλεγραφήματά του, ο Χαρτ είχε καταστήσει σαφές πόσο «απαράδεκτη» είναι για τους Τούρκους η λύση της Ενωσης της Κύπρου με την Ελλάδα και η αντιμετώπιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως μειονότητας. Τελικά το ψήφισμα εγκρίνεται πανηγυρικά, ενώ μετέπειτα αμερικανικά τηλεγραφήματα αναφέρουν ως «μεγάλη έκπληξη» το μέγεθος της τουρκικής διπλωματικής ήττας. Κατά τον Χαρτ, το τμήμα του ψηφίσματος που έθιξε περισσότερο τα συμφέροντα της Τουρκίας είναι αυτό που καλεί τις ξένες δυνάμεις να απόσχουν από οποιαδήποτε επέμβαση στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Αυτό υποβαθμίζει το θεμελιώδες επιχείρημα της τουρκικής κυβέρνησης ότι το δικαίωμά της να επέμβει κατοχυρώνεται από τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Παρότι ο Ντεμιρέλ και ο Τσαγκλαγιαγκίλ (ο νέος υπουργός Εξωτερικών) τόνισαν ότι η Τουρκία δεν θεωρεί το ψήφισμα δεσμευτικό, παραμένει το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ψηφισάντων θεωρεί αυτήν την πτυχή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου άκυρη», τονίζει ο Αμερικανός πρεσβευτής στις 20 Δεκεμβρίου.

Η ιδέα της Ενωσης είχε για τις ΗΠΑ το πλεονέκτημα ότι η Κύπρος θα έπαυε να είναι ανεξάρτητο κράτος κι έτσι θα προσχωρούσε αυτομάτως από το κίνημα των Αδεσμεύτων στο NATO. Αν όμως η Ουάσιγκτον υποστήριζε τη λύση αυτή μέχρι τέλους, κινδύνευε να δει έναν άλλο, πολύ σημαντικότερο σύμμαχο να αλληθωρίζει προς τους αδέσμευτους. Είχε εξάλλου προηγηθεί, στις αρχές του χρόνου, η τουρκοσοβιετική προσέγγιση. «Στην Τουρκία υπάρχει μια τάση που ευνοεί τον αριστερισμό και τη χάραξη μιας πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής», είπε ο Τσαγκλαγιαγκίλ στον Αμερικανό ομόλογό του Ρασκ, τον οποίο επισκέφθηκε την 1η Δεκεμβρίου στην Ουάσιγκτον. «H τουρκική κυβέρνηση έχει αποφασίσει να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να διατηρήσει και να εμβαθύνει τις τουρκοαμερικανικές σχέσεις. Είμαι βέβαιος πως οι ΗΠΑ θα κάνουν ό,τι μπορούν για να διασφαλίσουν ότι οι τάσεις αυτές (προς τα αριστερά) δεν θα επηρεάσουν τις σχέσεις μας», προσέθεσε με νόημα ο Τούρκος υπουργός.

Εσωτερική κρίση

Ενόσω λοιπόν η Ουάσιγκτον προσεγγίζει όλο και περισσότερο την Αγκυρα, η Ελλάδα εμφανίζεται ανίκανη να αναλάβει δυναμικές πρωτοβουλίες, παραδομένη καθώς είναι στη δίνη της εσωτερικής κρίσης. «O Ισίκ (που δεν είχε ακόμη αντικατασταθεί από τον Τσαγκλαγιαγκίλ) άνοιξε τη συζήτηση παρατηρώντας ότι η κυβερνητική κρίση στην Ελλάδα έχει παραλύσει κάθε προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού», αναφέρεται σε μνημόνιο που περιγράφει τη συνάντηση Αμερικανών και Τούρκων αξιωματούχων στην Ουάσιγκτον στις 24 Σεπτεμβρίου. «O υφυπουργός Μπολ συμφώνησε».

Παρότι όμως οι θεμελιώδεις συσχετισμοί ανατρέπονται σε βάρος της ελληνικής πλευράς, οι Ελληνοκύπριοι, έχοντας ίσως παρασυρθεί από την υπεροχή τους αντί της τουρκοκυπριακής κοινότητας, εξακολουθούν να αρνούνται μια λύση την οποία τα μετέπειτα χρόνια θα ζητούν εναγωνίως: τη λύση της ομοσπονδίας. Τηλεγράφημα της αμερικανικής πρεσβείας της Αγκυρας προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 18 Ιανουαρίου 1966 περιγράφει τις διαπραγματευτικές θέσεις της Τουρκίας: «O υπουργός Τσαγκλαγιαγκίλ μου δήλωσε ότι κάθε λύση, περιλαμβανομένων της διπλής ένωσης, της ομοσπονδίας, της καντονοποίησης ή της δημιουργίας τουρκικής βάσης, θα αποτελούσε βάση λύσης. Εγώ απάντησα ότι οι ΗΠΑ δεν ευνοούν καμία συγκεκριμένη λύση, αλλά απλώς επιθυμούν κάποια που θα είναι μόνιμη».

Στο μεταξύ, οι τεταμένες σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας, που είχαν φθάσει στο ναδίρ τους με την άρνηση του Μακάριου να συγχαρεί τον πρωθυπουργό των «αποστατών» Στεφανόπουλο για την ανάληψη των καθηκόντων του και με τη δήλωση του τελευταίου στη Βουλή ότι «σκοτεινές δυνάμεις» (βλ. Μακάριος) καταδίκασαν σε αποτυχία το σχέδιο Ατσεσον, αρχίζουν φαινομενικά να αποκαθίστανται με την επίσκεψη του Κύπριου ηγέτη στην Αθήνα. Παρ’ όλ’ αυτά, αργότερα μέσα στη χρονιά, ο Στεφανόπουλος, συνομιλώντας με τον πρέσβη Τάλμποτ, θα καταστήσει σαφή τη δυσφορία της κυβέρνησής του προς το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου. «O Στεφανόπουλος μας είπε ότι τα μέλη της κυβέρνησής του ανησυχούν σοβαρά για το γεγονός ότι οι Ελληνες στρατιώτες στο νησί είναι ουσιαστικά όμηροι του Μακάριου. O Μακάριος δεν δείχνει να ενδιαφέρεται αν οι πράξεις του θα οδηγήσουν σε ελληνοτουρκικό πόλεμο για την Κύπρο», είπε ο πρωθυπουργός σύμφωνα με τον Τάλμποτ.

Εναλλακτικές λύσεις

Προς τα τέλη της χρονιάς, οι Αμερικανοί δείχνουν να συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο πως ο χρόνος εξαντλείται. «Αν πραγματικά μας ενδιαφέρει να βρούμε εναλλακτικές λύσεις προς την κατεύθυνση της ειρήνης, έχει φθάσει η ώρα να αναλλάβουμε το ρίσκο της ενεργού ανάμιξης», τηλεγραφεί ο Αμερικανός πρέσβης στην Αγκυρα, Χαρτ, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 16 Σεπτεμβρίου.

Στις αρχές του 1967 ανακύπτει το θέμα μιας νέας παρτίδας όπλων, τα οποία ο Μακάριος προσπαθούσε να φέρει στην Κύπρο. Στις 3 Φεβρουαρίου, τηλεγράφημα προερχόμενο από την αμερικανική πρεσβεία στην Αγκυρα προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρουσιάζει το θέμα των τσεχικών όπλων από την τουρκική σκοπιά. O υπουργός Εξωτερικών Τσακλαγιανκίλ καθιστά σαφές στον Αμερικανό πρέσβη ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί τετελεσμένα γεγονότα. «H τουρκική κυβέρνηση κατέστησε σαφές ότι αν τα όπλα δεν τεθούν υπό τον έλεγχο του OHE, θα αποστείλει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αντίστοιχο αριθμό όπλων στην Κύπρο, ώστε να αποκατατασταθεί η ισορροπία. O Τσακλαγιανγκίλ δήλωσε ότι η τουρκική κυβέρνηση έχει πλήρη συναίσθηση πως κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε ένοπλη σύγκρουση στην Κύπρο, υπογράμμισε όμως ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος δεν θα επαναληφθεί, αν δεν υπάρξει ικανοποιητική λύση στο θέμα των τσέχικων όπλων.. ..O Τούρκος ΥΠΕΞ τόνισε ακόμη ότι ο πρέσβης της Τουρκίας στην Αθήνα έχει ενημερώσει την ελληνική κυβέρνηση πως επιθυμεί την παράδοση των όπλων υπό τον έλεγχο του OHE, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι ήταν πεπεισμένος πως ο Μακάριος θα αποδεχόταν τις αμερικανικές πιέσεις για την επίλυση του θέματος χωρίς να αντιδράσει.

Στο μεταξύ, στην Αθήνα, η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου φαίνεται διατεθειμένη να προχωρήσει στον ελληνοτουρκικό διάλογο για την εξεύρεση λύσης στο κυπριακό, λαμβάνοντας ως βάση τις επαφές που είχε ξεκινήσει ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Τούμπας με τον Τούρκο ομόλογό του, στις Βρυξέλλες, τον Ιούνιο του 1966. H κυβέρνηση συγκαλεί το Συμβούλιο του Στέμματος, στο οποίο παρίσταται και ο Μακάριος. Σε τηλεγράφημά του, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα Φίλιπς Τάλμποτ αναφέρεται στην ενημέρωση που είχε από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών για όσα διημείφθησαν στη διάρκεια του Συμβουλίου. «Σύμφωνα με τον Τούμπα, ο Μακάριος αντέδρασε δριμύτατα στην ιδέα της επανάληψης του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Οταν ο Τούμπας τον ρώτησε αν μπορούσε να προσφέρει μια εναλλακτική λύση, ο Μακάριος του απάντησε ότι έχει λόγο να πιστεύει πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναλάβουν την κατάλληλη στιγμή ρόλο μεσολαβητή προκειμένου να αρχίσουν συνομιλίες μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με τη συμμετοχή της Κύπρου και υπό την αιγίδα της Ουάσιγκτον….

Στο ίδιο τηλεγράφημα γίνεται εκτεταμένη αναφορά στην ενημέρωση του Τάλμποτ για το Συμβούλιο του Στέμματος και από τον πρώην πρωθυπουργό Στεφανόπουλο, ο οποίος φαίνεται να συμφωνεί με τις θέσεις του Τούμπα κι εκφράζει την ανησυχία του για την ανυποχώρητη στάση που τηρεί ο Μακάριος, ο οποίος θεωρεί αδιέξοδες τις συνομιλίες με την τουρκική πλευρά. «Πάντως, εκείνο που κατέστη σαφές από το Συμβούλιο, είπε ο Στεφανόπουλος, ήταν ότι τόσο ο Παπανδρέου όσο και ο Κανελλόπουλος δεσμεύθηκαν να μην αποδεχθούν καμία λύση την οποία δεν θα αποδέχεται ο Μακάριος».

Πιο αισιόδοξη εικόνα για τα πεπραγμένα του Συμβουλίου δίνει ο πρωθυπουργός Παρασκευόπουλος, ο οποίος συναντάται στις 16 Φεβρουαρίου με τον Τάλμποτ. H επτάωρη συνομιλία για το Κυπριακό καταγράφεται σε τηλεγράφημα που αποστέλλεται από την αμερικανική πρεσβεία προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ την ίδια ημέρα: «Περιγράφοντάς μου τη συνεδρίαση, ο πρωθυπουργός είπε ότι οι Ελληνες πολιτικοί αρχηγοί ξεκίνησαν με μεγάλες διαφωνίες μεταξύ τους. Μετά οκτώ ώρες έντονων συνομολιών, κατέληξαν τελικώς σε συμφωνία. O Μακάριος αντέδρασε έντονα στις θέσεις των πολιτικών αρχηγών, τελικώς όμως συμφώνησε έστω και με επιφυλάξεις»… Στο επίκεντρο των συμφωνηθέντων ήταν η έναρξη διαλόγου με βάση την πρόταση της ένωσης με αντάλλαγμα τη δημιουργία νατοϊκής βάσης στο νησί και όχι τουρκικής, όπως ζητούσαν οι Τούρκοι. «O Παρασκευόπουλος ισχυρίστηκε ότι μια τουρκική στρατιωτική βάση στην Κύπρο αποτελούσε εγγύηση για περαιτέρω προβλήματα. Αντίθετα, μια νατοϊκή βάση με τουρκική παρουσία και με τη συμμετοχή ελληνικών, βρετανικών και αμερικανικών δυνάμεων θα αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση ασφάλειας για όλους. O ίδιος εξέφρασε την ελπίδα ότι η τουρκική πλευρά θα αποδεχόταν την πρόταση για τη δημιουργία νατοίκής βάσης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή