Ποιοτικά υποβαθμισμένο ή νοθευμένο εμφανίζεται, στο μεγαλύτερο ποσοστό, το ανώνυμο «χύμα» ελαιόλαδο που πωλείται στα γνωστά μεταλλικά δοχεία. Υστερα από ανάλυση δειγμάτων στο πλαίσιο έρευνας που πραγματοποίησε, από 11 έως 22 Σεπτεμβρίου 2002, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Κομοτηνή και Αλεξανδρούπολη, το 71% από τα φερόμενα ως αγνά και εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα βρέθηκαν ακατάλληλα.
Από ολόκληρο το δείγμα των ελαιολάδων, μόλις το 29% βρέθηκε να ανταποκρίνεται στον χαρακτηρισμό εξαιρετικά παρθένα (12%) ή παρθένα (17%). Πιο αναλυτικά, το 43% των δειγμάτων κρίθηκαν «εκτός προδιαγραφών», το 16% ήταν νοθευμένα, ενώ το 12% χαρακτηρίστηκαν μειονεκτικά, δηλαδή μη βρώσιμα.
Για τη μεγάλη πλειονότητα, ωστόσο, των καταναλωτών «χύμα» ελαιολάδου (εννιά στους δέκα), ο κύριος λόγος αγοράς του είναι η κοινή αντίληψη ότι πρόκειται για λάδι… καλής ποιότητας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι τρεις στους τέσσερις καταναλωτές δεν αγοράζουν το λάδι απ’ ευθείας από τον παραγωγό ή το ελαιοτριβείο, αλλά το προμηθεύονται από κάποιον συγγενή, φίλο, συνάδελφο, πλανόδιο κ.λπ. Πάντως μόλις ένας στους τέσσερις δηλώνει ότι αγοράζει εξαιρετικό παρθένο ή παρθένο ελαιόλαδο, ενώ ένας στους τρεις δηλώνει ότι δεν ξέρει τι αγοράζει…
Οπως αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια χθεσινής συνέντευξης Τύπου, από τη συνολική εσωτερική κατανάλωση ελαιολάδου, που φθάνει τους 133.000 τόννους, μόλις οι 38.000 τόννοι αντιστοιχούν σε επώνυμο και τυποποιημένο ελαιόλαδο. H διακίνηση του μη ελεγμένου και αμφιβόλου ποιότητας χύμα ελαιολάδου, τόνισαν οι εκπρόσωποι του ΣΕΒΙΤΕΛ, έχει επιπτώσεις όχι μόνο στον καταναλωτή, αλλά και στους ελαιοπαραγωγούς, που χάνουν μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός τους εξαιτίας του παραεμπορίου, καθώς και στις εξαγωγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μερίδιο της Ιταλίας στο παγκόσμιο εμπόριο τυποποιημένου προϊόντος είναι 70%, της Ισπανίας 15%, ενώ της χώρας μας μόλις 3%…