ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μέχρι πριν από μία εβδομάδα, πίστευα ότι όλα κυλούσαν ομαλά. Είχαμε να ανησυχούμε για τα απαραίτητα: αν βρέθηκε η Ηλία, αν ο Μαντούβαλος τα ‘χωνε σε δικαστές, τι λέει ο Σημίτης στη σελίδα 333, παράγραφος 3, πώς πάνε οι τιμοληψίες Παπαθανασίου-Πρωτόπαπα στα σούπερ μάρκετ της γειτονιάς τους, ποιον υπουργό θα βγάλει στη «σέντρα» ο Μάκης, πώς πάει η νέα «κολεξιόν» του Γαβαλά, ποιες «κατίνες» πιάστηκαν μαλλί με μαλλί στην Τατιάνα, την ώρα που το έτερον ήμισυ έψαχνε «αποδείξεις» για ποντίκια στους υπονόμους (αλλά πού να πάνε κι αυτά τα έρμα;)

Κι έπειτα ξύπνησα στα πρόθυρα επαναστατικής κατάστασης. Τα τηλεοπτικά ουράνια άνοιξαν και δέχθηκαν στοργικά στις αγκάλες τους τούς θυμωμένους φτωχοδιαβόλους των Παρισίων. Οι άγγελοι και τα εξαπτέρυγά τους, μπερδεμένοι αν τα αντικείμενα της στοργής τους ήταν μαύροι ή άσπροι, Αφρικανοί ή Αραβες, μουσουλμάνοι ή χριστιανοί, τους υιοθέτησαν συλλήβδην ως «Αθλίους» και «Αγιάννηδες» (αποφεύγοντας επιμελώς άλλες επικίνδυνες λεπτομέρειες που θα πρόδιδαν την πολύ πολύ μακρινή τους σχέση με τον Ουγκώ). Ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί -γαλλοτραφέντες- διανοούμενοι στριμωγμένοι στα λίγα τετραγωνικά του τηλεοπτικού τους παραθύρου, για τα λίγα λεπτά της τηλεοπτικής τους δημοσιότητας. Και οι άνκορμεν και οι αναλυτές και οι εκδότες, σαν να ‘χαν φρεσκοξεσκονίσει ξεχασμένα εγχειρίδια του μαρξισμού, παλιωμένα τετράδια του Μάη, τη Διεθνή (τραγουδισμένη από γραπτό), συγκατένευσαν όλοι ότι υπάρχει πρόβλημα αποκλεισμού στο Παρίσι. Ν’ ακούς και να τσιμπιέσαι για να βεβαιωθείς αν άκουσες καλά! Και για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι τα ίδια θα έλεγαν, με την ίδια ειλικρίνεια, αν μερικές εκατοντάδες Αλβανοί έφηβοι – μεγαλωμένοι, ίσως και γεννημένοι στην Ελλάδα- έκαιγαν αυτοκίνητα στα Πατήσια, προσβεβλημένοι από την ατέλειωτη σειρά ανεκδότων με τα οποία για χρόνια διακωμωδούμε την αθλιότητά τους (και παρατηρούμε καχύποπτα την προκοπή τους), οι τηλεοπτικοί «Κομμουνάροι» έκαναν και μια βαθιά βουτιά στο ελλαδικό μεταναστευτικό πρόβλημα. Ο κ. Εκδότης παρατήρησε με αυστηρότητα ότι πολλοί αλλοδαποί παρέχουν μαύρη, ανασφάλιστη εργασία (ο ίδιος, δεν έχει καμιά σχέση με μαύρη, ανασφάλιστη, αλλά και απλήρωτη εργασία -όχι αλλοδαπών, Ελλήνων και δη δημοσιογράφων- α, πα πα!). Η άνκορ-γούμαν επιχειρεί την εις Αδου Κάθοδον, με μια μεταφορά στο Γκαζοχώρι -ο ρεπόρτερ παρουσιάζει το τέλειο γκέτο των Ελλήνων μουσουλμάνων στην καρδιά της Αθήνας- η άνκορ-γούμαν παθαίνει ένα πολιτισμικό σοκ. Δεν ήξερε ότι το Γκαζοχώρι βρίσκεται πίσω από τις glam πίστες της Πειραιώς. Δεν ξαναπατάει. Στον αέρα ξυπνάει πάλι ο προλετάριος μέσα της και κάνει πάσα στον αναλυτή, ο οποίος με εξαιρετική άνεση πραγματοποιεί το μέγα διανοητικό άλμα: από το πνιγηρό λιβάνισμα της ΟΝΕ και της ευρω-αγοράς, στη στιβαρή καταγγελία της φιλελεύθερης ευρωκρατίας που ενισχύει πολιτικές αποκλεισμού και είναι ανάλγητη απέναντι στους μετανάστες. Θε μου! Λιποθυμώ! Το φάντασμα της κομμούνας πλανιέται πάνω από την ελληνική τηλεόραση! Την έχει στοιχειώσει!

Ολ’ αυτά θα ήταν απλώς διασκεδαστικά ως ψυχαγωγικό ενημερωτικό καρτούν. Κι από μια άποψη είναι μια τεράστια πρόοδος για την ελληνική τηλεόραση να συζητάει στον πυρήνα της πολιτικής, τον «κοινωνικό πόλεμο» που διεξάγεται καθημερινά, άλλοτε αδιόρατα, άλλοτε εκρηκτικά, ακόμη και στην εποχή της «ταξικής ειρήνης». Αλλά τις περισσότερες φορές, οι μισές αλήθειες, πέρα από τις καλές προθέσεις, είναι ολόκερα, βαρβάτα ψέματα. Οι Αγιάννηδες προϋποθέτουν και τους Ιαβέρηδες. Η συμπάθεια στους πρώτους δεν αρκεί για να αποκρύψει τον φλογερό έρωτα στους δεύτερους. Η έκρηξη της φτώχειας στον πάτο της κοινωνίας προϋποθέτει την πλημμυρίδα πλούτου στην κορυφή της. Το ξέσπασμα των ανυποψίαστων «μετα-κομμουνάρων» εφήβων του Παρισιού δεν έχει φυλετικά χαρακτηριστικά, δεν είναι μια τζιχάντ αφιερωμένη στον Αλλάχ. Είναι η θυμωμένη αντίδραση στην πρόκληση του κοινωνικού ρατσισμού, στην αστυνομική βαναυσότητα, στην εργασιακή απορρύθμιση, στον εκπαιδευτικό αποκλεισμό, στην οικιστική περιχαράκωση, σ’ όλα εκείνα τα στοιχεία που στις υποβαθμισμένες γειτονιές του Παρισιού -αλλά και της Νέας Υόρκης, του Βερολίνου ή της Μόσχας- δημιουργούν την ανθρώπινη δεξαμενή διαθέσιμου, φθηνού και με περιορισμένες απαιτήσεις εργατικού δυναμικού. Οι έφηβοι του Κλισί προφανώς δεν έχουν ιδέα από Μάη του ’68 και καμιά σχέση με τα παιδιά των Γάλλων αστών που προκάλεσαν βαθύ ρήγμα στη βιτρίνα της ευημερίας, η οποία έκρυβε τα διανοητικά «γκέτο». Αλλά επέδειξαν -όχι με λόγια και ευφάνταστα συνθήματα- μιαν ανάλογη ευστοχία με τη «συγκομιδή» των περίπου 10.000 καμένων απ’ τις μολότοφ αυτοκινήτων. Το αυτοκίνητο -ειδικά το αυτοκίνητο που κατέχει ο μέσος Γάλλος- δεν είναι πια ένα σύμβολο ευημερίας. Είναι το σύμβολο ενός οικονομικού πολιτισμού που επενδύει στην ταχύτητα -αναπτυξιακή, εργασιακή, καταναλωτική, τεχνολογική- μια ταχύτητα που για τους Ιαβέρηδες είναι αυτονόητη σαν τον αέρα που αναπνέουν. Αλλά για τους Αγιάννηδες και τους επιγόνους τους (αυτόχθονες και μετανάστες, Γάλλους και Ελληνες και Αλβανούς) είναι ένα άπιαστο μέγεθος, το οποίο απλώς τους υποχρεώνει να βλέπουν να μεγαλώνει το χάσμα που τους χωρίζει από την οροφή της κοινωνίας. Αυτό, βεβαίως, μέχρις ότου η απόσταση πάτου και κορυφής γίνει τόση, ώστε όλο το οικοδόμημα να καταρρεύσει συθέμελα. Τα καλύτερά μας χρόνια δεν ήρθαν ακόμη, θα ‘γραφε ο Ουγκώ. Κοινότοπη εκτίμηση ιστορικής αισιοδοξίας, θα μου πείτε. Και εκ του ασφαλούς, αφού δεν είδα το δικό μου αυτοκίνητο να γίνεται παρανάλωμα. Σωστό και αυτό, αλλά είναι ασφαλισμένο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή