Διακρινοντας

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δυόμισι δεκαετίες μετά την πρώτη του εμφάνιση και αφού περιπλανήθηκε σε διαφορετικά λογοτεχνικά πλάτη και μήκη, με το μυθιστόρημα «Φίλοι» ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος επανακάμπτει στο παλαιό κλίμα της πρώτης του περιόδου (Κέδρος, σ. 173). Πρωταγωνιστές μια παρέα παιδικών φίλων, που θα μπορούσαν να είναι η μαθητική παρέα των «Διοδίων» (1982) σε μέση ηλικία, και αφού στη ζωή τους μεσολάβησαν γάμοι, παιδιά, χωρισμοί και κηδείες. Το κείμενο αποτελεί τον προσωπικό απολογισμό του αφηγητή: χρόνος που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, νοσταλγική αναπόληση παλαιών γεγονότων, στοχαστικός υπολογισμός κερδών, ζημιών και απωλειών, δειλή ομολογία ενοχών, προσπάθεια επίδειξης ψυχραιμίας. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στο νέο μυθιστόρημα του Ραπτόπουλου είναι η επίδειξη τρυφερότητας και η δημιουργία ανεπιτήδευτης ζεστασιάς ανάλογης με εκείνη που υπήρχε στις σχέσεις ανάμεσα στους νεαρούς φίλους των «Διοδίων». Η ασυνήθιστη υπερβολή, τα αβυσσαλέα πάθη, η μεγαληγορία και η προκλητικότητα των προγενέστερων έργων του πεζογράφου -της «Αυτοκρατορικής μνήμης του αίματος» (1992), του «Εργένη» (1993) ή της «Λούλας» (1997)- βρίσκονται πολύ μακριά. Εδώ αντιθέτως κυριαρχεί η χαμηλή εξομολογητική φωνή και ακόμα το εξής περίεργο. Η προηγούμενη εξωφρενική θεματική δεν προξενούσε θερμότητα, αλλά παρέσυρε τον Ραπτόπουλο σε ατυχή λογοτεχνική ρητορεία. Ο πράος τόνος που επικρατεί αντιθέτως στους «Φίλους» μοιάζει να επιτρέπει στον δημιουργό να εμβαθύνει στην τέχνη των συναισθημάτων – να αποδώσει την ήρεμη αποδοχή των δυσχερειών, τη μετρημένη αίσθηση της αυτάρκειας, τη φιλική συνέργεια και συνενοχή, συνθήκες που αφήνουν τον πρωταγωνιστή να μάθει να απολαμβάνει ό,τι λίγο ή πολύ του έχει προσφερθεί από τη ζωή. Ισχύει, μήπως, στην περίπτωση του Ραπτόπουλου η παλαιά σοφή θέση ότι ο συγγραφέας δεν εκφράζει πάντοτε αυτό που επιθυμεί, αλλά αυτό που, από την πλευρά των τεχνικών του δυνατοτήτων, είναι σε θέση τελικά να εκφράσει;

Τελειώνοντας το προηγούμενο βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα «Ο ήλιος δύω» είχα αναρωτηθεί («Κ» 2.3.1997) κατά πόσο το εντελώς απρόσωπο, υπερβολικά επιμελημένο ύφος του κειμένου αποτελούσε φορέα κάποιου νοήματος ή παρέμενε εντέλει ξένο προς τη θεματική του: προς την ιστορία έξι νεαρών ανδρών και γυναικών οι οποίοι ζουν με τη στέρηση των εθιστικών ουσιών και τη διαρκή αναζήτηση του άλλου. Γράφοντας με την ευκαιρία του σημερινού καινούργιου έργου της Μήτσορα μπορώ να πω ότι αν και εξακολουθώ να μην αντιλαμβάνομαι τη σχέση θέματος – ύφους στο «Ο ήλιος δύω», ξέρω ότι στα οκτώ χρόνια που μεσολάβησαν το βιβλίο άφησε μέσα μου την αίσθηση μιας φεγγοβόλου αντανάκλασης, μιας αναλλοίωτης εκφραστικής στιλπνότητας, πολύτιμη απόδειξη για το τι είναι σε θέση να πετύχει η έντεχνη χρήση του λόγου. (Το κριτήριο της αντοχής του κειμένου στον χρόνο αποτελεί αδιαμφισβήτητο τεκμήριο λογοτεχνικής βαρύτητας.)

Το σημερινό πεζογράφημα της Μαρίας Μήτσορα «Καλός καιρός/μετακίνηση» (Πατάκης, σ. 141) διαθέτει όπως και το προηγούμενο ιδιαίτερη σημασία, χωρίς ωστόσο να κατορθώνει, όπως και εκείνο, να λειτουργήσει στο σύνολό του. Από ένα σημείο και πέρα, η αφηγηματική ένταση κάμπτεται μαζί με τη δυναμική της ερωτικής περιπέτειας του ζευγαριού που πρωταγωνιστεί. Οταν έτσι η πλοκή φθάνει στο ταξίδι του Αλκη και της Ελλης στο καλοκαιρινό νησί, καθώς και στην απροειδοποίητη εξαφάνιση της κοπέλας, η ιστορία έχει συρρικνωθεί σε ένα συνηθισμένο ρομάντζο. Ολόκληρο όμως το πρώτο μέρος του βιβλίου λειτουργεί ποιητικά. «Ηταν αυτοί οι δυνατοί νοτιάδες με τις καθημερινές ατελείωτες βροχές, συχνά κοβόταν το ηλεκτρικό και στα φώτα των περαστικών αυτοκινήτων φαίνονταν αλυσίδες νερού που κρατούσαν δεμένο τον ουρανό με τη γη. Είχε μουσκέψει και το ρολόι της φύσης και τρελαινόταν η βλάστηση, πέταγαν φύλλα οι κληματαριές τον Νοέμβρη, μια ένταση κρατούσε από τον Αύγουστο… Μήπως γιορτές ανεξήγητες για ένα κοίλο σύμπαν που έγινε κυρτό και πολλούς θα τους πετάξει έξω…;». Πάγια μοτίβα του κειμένου: η υπογράμμιση του επινοημένου στοιχείου της εξιστόρησης – ο τίτλος κάθε μικρού κεφαλαίου αρχίζει έτσι με τη λέξη «ζαριά» υποδηλώνοντας μια φαινομενική τυχαιότητα στην επιλογή των στιγμιοτύπων. Ο χώρος εμφανίζεται ως σκηνικό – πρόκειται για το αστικό τοπίο των υπωρειών του Λυκαβηττού με θάμνους, σκαλοπάτια και πολυκατοικίες. Και ακόμα, τα απόκοσμα χρώματα του απογεύματος την ώρα της δύσης κυριαρχούν, στοιχείο ακατανίκητης απήχησης, όπως προκύπτει από το προηγούμενο έργο της, για την πεζογράφο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή