Αρθρο Κ. Γαβρόγλου στην «Κ»: Πρόχειρη και ιδεολογική η κριτική στην αναβάθμιση των ΤΕΙ

Αρθρο Κ. Γαβρόγλου στην «Κ»: Πρόχειρη και ιδεολογική η κριτική στην αναβάθμιση των ΤΕΙ

5' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην «Κ» της περασμένης Κυριακής δημοσιεύθηκε άρθρο που υπογράφουν 6 καθηγητές ΑΕΙ, οι οποίοι με τεράστια ευκολία μιλούν για «παρακμή στην πράξη… πρόχειρο… αδιαφανές… αποσπασματικό… χωρίς εκθέσεις βιωσιμότητας κ.λπ., κ.λπ.».

Οι συντάκτες κάνουν κριτική στο σχέδιο αναβάθμισης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου η συζήτηση εδώ και πολλές δεκαετίες γίνεται με σχεδόν αποκλειστική αναφορά στις διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές η κυβέρνηση τις ολοκλήρωσε με τον νόμο που ψηφίστηκε τον Αύγουστο. Θα μείνουμε σε αυτές ή θα πάμε παρακάτω; Θα συζητήσουμε για το περιεχόμενο των σπουδών; Θα συζητήσουμε για τις σχέσεις των ΑΕΙ με την κοινωνία (και όχι εμμονικά μόνο με την αγορά εργασίας); Θα συζητήσουμε για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, συζητώντας ταυτοχρόνως για τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, και όχι μόνον για τα πρώτα όπως γινόταν τόσες δεκαετίες; Θα πάρουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες ώστε να καθίσουν τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ στο ίδιο τραπέζι και να διαμορφώσουν το μέλλον τους μέσα και από τις ιδιαιτερότητες των τοπικών συνθηκών;

Ή θα συνεχίζουμε να στρουθοκαμηλίζουμε σαν να μην υπάρχουν τα ΤΕΙ; Θα γκρινιάζουμε και θα καταστροφολογούμε για το μέλλον του τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης, όπως έχουν κάνει τόσοι και τόσοι προηγουμένως ως άλλοθι για να οδηγήσουν τα ΤΕΙ σε μία παραλυτική στασιμότητα; Θα μπει μια τάξη στο χαώδες τοπίο των επαγγελματικών δικαιωμάτων ή θα διαιωνίζεται μια λογική αδιαφορίας και του διαίρει και βασίλευε ανάμεσα στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ που με τόσο συστηματικό τρόπο εφάρμοσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις; Και εν πάση περιπτώσει: εμείς έχουμε ένα συγκεκριμένο σχέδιο, υπάρχει κάποιο άλλο το οποίο έχει διαφύγει της προσοχής μας; Το να κλαψουρίζουμε για τη σημασία της τεχνολογικής εκπαίδευσης χωρίς καμία πρόταση και σε αντίθεση με μια πραγματικότητα που τη διαμόρφωσαν οι πολιτικές τις οποίες οι συντάκτες έχουν αποδεχθεί τόσα χρόνια είναι, τουλάχιστον, αντιακαδημαϊκό.

Είναι αδύνατον να μη γνωρίζουν οι συνάδελφοι καθηγητές –όπως κατηγορούν την κυβέρνηση– ότι κανένα ΤΕΙ δεν μετατρέπεται εν μια νυκτί σε πανεπιστήμιο, αφού, αν ήταν αυτό η επιδίωξη, θα αρκούσε μια απλή διάταξη νόμου που θα μετονόμαζε όλα τα υπάρχοντα ΤΕΙ σε πανεπιστήμια.

Οι συγγραφείς, όμως, γνωρίζουν πολύ καλά ότι το υπουργείο έθεσε ένα πλαίσιο συνεργειών και συγχωνεύσεων αποκλειστικώς με ακαδημαϊκά κριτήρια, αφήνοντας στη διακριτική ευχέρεια των διοικήσεων των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ να διαμορφώσουν τους διαφορετικούς τρόπους συνεργασιών. Γνωρίζουν, επίσης, ότι όπως αξιολογήθηκαν τα πανεπιστήμια, έτσι αξιολογήθηκαν και τα ΤΕΙ.

Τίποτα δεν γίνεται χωρίς εξαντλητικό διάλογο των εμπλεκομένων και δημόσια διαβούλευση. Παράδειγμα είναι η συγχώνευση των ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά που προέκυψε ακριβώς με αυτή τη λογική. Υστερα από εξαντλητικές συζητήσεις, το υπουργείο συνέταξε το σχέδιο νόμου, το έθεσε σε δημόσια διαβούλευση και, όταν ήρθε η ώρα της ψήφισής του στη Βουλή, ψηφίστηκε με ενισχυμένη πλειοψηφία επί της αρχής από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της Νέας Δημοκρατίας και με σημαντική διακομματική συναίνεση σε επιμέρους άρθρα. Αυτή, λοιπόν, είναι η διαδικασία που ακολουθείται σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες πανεπιστήμια και ΤΕΙ έχουν εκδηλώσει μέχρι τώρα ενδιαφέρον για συνεργασίες: Ηπειρος, Ιόνια, Πελοπόννησος, Θεσσαλία, Δυτική Ελλάδα, Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία, Στερεά. Στις επιτροπές που έχουν συσταθεί μεταξύ πανεπιστημίων και ΤΕΙ, τα μέλη τους προέρχονται αποκλειστικά από επιλογή των ίδιων των ιδρυμάτων. Δεν τα επιλέγει ο υπουργός. Και αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζουν οι συντάκτες του άρθρου, αλλά προτιμούν να γράφουν ότι «οι επιτροπές ορίζονται από τον υπουργό με μέλη από τα υπό πανεπιστημιοποίηση ΤΕΙ και τοπικούς παράγοντες». Καλό θα ήταν αν μπορούσαν να αναφέρουν έναν τοπικό παράγοντα. Λίγο δύσκολο, μιας και δεν υπάρχει! Θα ήταν, όμως, άδικο να κατηγορηθούν οι συνάδελφοι για διάδοση ψευδών ειδήσεων. Ως πανεπιστημιακοί, όμως, υποπίπτουν σε ένα χειρότερο σφάλμα: προχειρότητα, έλλειψη αντίστοιχης έρευνας, κατασκευή επιχειρημάτων για ιδεολογικούς λόγους.

Οι κύριοι συνάδελφοι ισχυρίζονται ότι επιχειρούμε να εξαλείψουμε τα «τεχνολογικά ιδρύματα εξαφανίζοντας την τεχνολογική εκπαίδευση». Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει, γιατί αυτή η κυβέρνηση είναι η πρώτη που έθεσε ως στόχο την αναβάθμιση της τεχνολογικής εκπαίδευσης, η οποία ήταν παρατημένη εδώ και δεκαετίες, ακόμη και αρνητικά στοχοποιημένη, αν θυμηθούμε τις καταργήσεις ειδικοτήτων στα ΕΠΑΛ και το αλήστου μνήμης σχέδιο «Αθηνά», το 2013 επί συγκυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ. Ηδη, με σειρά αποφάσεων αναβαθμίστηκαν τα ΕΠΑΛ και δόθηκαν περισσότερα εφόδια με τον θεσμό της αμειβόμενης μαθητείας. Αυτόν τον στόχο της αναβάθμισης υπηρετεί και η αναζήτηση συνεργασιών των ΤΕΙ με τα πανεπιστήμια, ακριβώς γιατί η διεθνής τάση για την τεχνολογική εκπαίδευση είναι η αναβάθμισή της τόσο με την αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών όσο και με την ένταξη νέων γνωστικών αντικειμένων. Στην αναβάθμιση στοχεύει και η δημιουργία στα ΑΕΙ διετών προγραμμάτων σπουδών που θα παρέχουν επαγγελματικά πιστοποιητικά ευρωπαϊκών προσόντων. Είναι, δυστυχώς, πολύ πιο κάτω του ακαδημαϊκού επιπέδου των συντακτών η κατηγορία ότι όλα αυτά σημαίνουν «μικροπολιτικούς και ψηφοθηρικούς σχεδιασμούς».

Το εγχείρημα εξασφαλίζει νέες δυναμικές στην τοπική κοινωνία αλλά και στην ακαδημαϊκή ταυτότητα των ΑΕΙ που θα φανεί στο άμεσο μέλλον. Κάποιοι θεωρούν ότι από τον τόσο εξαντλητικό διάλογο, διαβούλευση, όσμωση, νέες χρηματοδοτήσεις, νέους θεσμούς όπως είναι τα διετή επαγγελματικά προγράμματα, τα πανεπιστημιακά ερευνητικά κέντρα κ.λπ., αυτό που θα προκύψει θα είναι το παλιό πανεπιστήμιο απλώς με την προσθήκη νέων τμημάτων. Πλανώνται πλάνην οικτράν. Τη δυναμική του νέου θα τη δούμε σύντομα, και συνιστούμε λίγη υπομονή και ψυχραιμία σε όσους –όχι τόσο αθώα μάλλον– θέλουν να προκαταλάβουν την αποτυχία του εγχειρήματος.

Αν δεν υπήρχε αυτή ακριβώς η προσμονή από την ακαδημαϊκή κοινότητα, ύστερα από χρόνια καθήλωσης, δεν θα ήταν τέτοιο και τόσο έντονο το ενδιαφέρον όλων να συμβάλουν ενεργά σε αυτό το μεταρρυθμιστικό σχέδιο.

Κάποιοι από τους υπογράφοντες –όπως και αρκετοί άλλοι– το περασμένο καλοκαίρι είχαν υποστηρίξει ότι ο νόμος που τελικά ψηφίστηκε θα εξαφανίσει τα μεταπτυχιακά προγράμματα και μόνον κακό θα φέρει στην ανώτατη εκπαίδευση. Μιας και είναι τόσο φανατικοί θιασώτες των διαδικασιών αξιολόγησης, θα τους πρότεινα να αυτοαξιολογήθούν και να προχωρήσουν σε μία στοιχειώδη δημόσια αυτοκριτική μιας και η κατάσταση με τα μεταπτυχιακά προγράμματα εξελίσσεται στην ακριβώς αντίστροφη κατεύθυνση από αυτήν που προέβλεψαν. Και για να μην κουραστούν, τα στοιχεία που έχουμε στο υπουργείο είναι στη διάθεσή τους. Ας είναι, λοιπόν, λιγάκι πιο προσεκτικοί και με την τωρινή τους κριτική, γιατί, ενώ δεν έχουν κανέναν λόγο, ταυτίζονται με όσους είναι θιασώτες της ακινησίας και του τέλματος στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

* Ο κ. Κώστας Γαβρόγλου είναι υπουργός Παιδείας, Ερευνας και Θρησκευμάτων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή