Σαν σήμερα: 5 Δεκεμβρίου 1484 – Ο πάπας Ιννοκέντιος Η’ υπογράφει την παπική βούλα περί μαγείας και Ιεράς Εξέτασης

Σαν σήμερα: 5 Δεκεμβρίου 1484 – Ο πάπας Ιννοκέντιος Η’ υπογράφει την παπική βούλα περί μαγείας και Ιεράς Εξέτασης

4' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η 5η Δεκεμβρίου 1484 αποτελεί κομβική ημερομηνία στα χρονικά της μεσαιωνικής Ευρώπης με την έκδοση της παπικής βούλας «Summis Desiderantes Affectibus» από τον πάπα Ιννοκέντιο Η΄. Αυτό το αινιγματικό διάταγμα, προϊόν της αυξανόμενης εκκλησιαστικής ανησυχίας, έθετε στο στόχαστρό του την απειλή της μαγείας, και συγκεκριμένα σε μέρη της Βόρειας Γερμανίας. Η εν λόγω παπική απόφαση έμελλε να ανοίξει τον δρόμο για το διαβόητο «Malleus Maleficarum», το δημιούργημα των πρωταγωνιστών του «Summis Desiderantes Affectibus», και να οδηγήσει σε ορισμένες από τις πιο σκοτεινές στιγμές της Μεταρρύθμισης.

«Πληροφορηθήκαμε ότι σε ορισμένα μέρη της Βόρειας Γερμανίας, πολλά άτομα και των δύο φύλων, αδιαφορώντας για τη σωτηρία τους και εγκαταλείποντας την καθολική πίστη, παραδίδονται στους άνδρες και τις γυναίκες διαβόλους και με τα ξόρκια και τις επινοήσεις τους και με άλλες βδελυρές δεισιδαιμονίες και κακοδοξίες προσβάλλουν τη Θεία Μεγαλειότητα και προσβάλλουν την Αγία Πίστη», ανέφερε στην απόφασή του ο πάπας Ιννοκέντιος Η’. Η παπική αυτή βούλα ήταν μια απάντηση στην ύπουλη, για την Καθολική Εκκλησία, εξάπλωση των αιρέσεων και της μαγείας, ιδίως στη βόρεια Γερμανία. Χρησίμευσε ως ηχηρό κάλεσμα για δράση, εξουσιοδοτώντας τους ιεροεξεταστές να καταπολεμήσουν αυτή τη νεφελώδη απειλή. Το διάταγμα αυτό, ωστόσο, δεν ήταν μια απλή, μεμονωμένη διακήρυξη· έθεσε τις βάσεις για τις συνεργατικές προσπάθειες του Χάινριχ Κράμερ και του Γιάκομπ Σπρένγκερ, των ιεροεξεταστών στους οποίους είχε ανατεθεί η εφαρμογή του.

Ο Κράμερ ήταν Γερμανός ιεροεξεταστής, μέλος του Τάγματος των Δομινικανών, πλήρως αφιερωμένος στην καταπολέμηση των αιρέσεων και της μαγείας, επιδεικνύοντας ζήλο για τη διατήρηση της καθολικής πίστης. Ο Σπρένγκερ ήταν ένας σεβαστός θεολόγος, επίσης εντός του Τάγματος των Δομινικανών, γνωστός για τις επιστημονικές του συνεισφορές και τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο της Κολονίας. Και οι δύο μοναχοί συμμετείχαν ενεργά στα θρησκευτικά και πνευματικά ρεύματα της εποχής τους. Ο πάπας παραχωρούσε στους Κράμερ και Σπρένγκερ ανακριτική εξουσία και τους εξουσιοδοτούσε να κάνουν ό,τι ήταν αναγκαίο για να εξαλείψουν την απειλή της μαγείας. Πάντως, παρότι οι ιεροεξετάσεις, οι εκκλησιαστικές έρευνες που αποσκοπούσαν στην καταπολέμηση των αιρέσεων δηλαδή, δεν ήταν κάτι καινούργιο, το «Summis Desiderantes Affectibus» σηματοδοτούσε μια εστιασμένη απάντηση στο μεταβαλλόμενο θρησκευτικό τοπίο της εποχής της Μεταρρύθμισης.

Για να καταλάβει κανείς τη σημασία αυτής της παπικής βούλας και τη μετέπειτα στρατηγική της Καθολικής Εκκλησίας, είναι σημαντικό να απαντηθούν συνδυαστικά δύο ερωτήματα: ποια ήταν η ιδιαιτερότητα της εποχής της Μεταρρύθμισης και γιατί η Εκκλησία εστίαζε στην περιοχή της βόρειας Γερμανίας συγκεκριμένα;

Τα τέλη του 15ου αιώνα χαρακτηρίστηκαν από την εμφάνιση της Μεταρρύθμισης, ενός μετασχηματιστικού κινήματος που αμφισβήτησε την εξουσία και τα δόγματα της Καθολικής Εκκλησίας. Προσωπικότητες όπως ο Μαρτίνος Λούθηρος αμφισβήτησαν τις παραδοσιακές διδασκαλίες, προκαλώντας θρησκευτικές διαφωνίες και μεταρρυθμιστικό ζήλο. Η Βόρεια Γερμανία, που αναφέρεται συγκεκριμένα στο «Summis Desiderantes Affectibus», βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της θρησκευτικής αναταραχής. Η περιοχή είχε επίσης γνωρίσει τις  μεταρρυθμιστικές αυτές ιδέες και ορισμένοι κάτοικοι εγκατέλειπαν την καθολική τους πίστη. Η Εκκλησία αντιλαμβανόταν αυτή τη μεταστροφή ως άμεση πρόκληση για την εξουσία της, γεγονός που οδήγησε σε φόβους για την επικράτηση αιρέσεων και την εξάπλωση της μαγείας.

Επίσης, η έκδοση της παπικής αυτής βούλας σχετιζόταν και με τα προβλήματα δικαιοδοσίας που αντιμετώπιζαν οι ιεροεξεταστές. Πριν από το παπικό διάταγμα, ελλείψει μιας συγκεκριμένης κεντρικής Αρχής που να καθοδηγεί τις ανακριτικές δραστηριότητες, μπορεί να υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι επίσκοποι διεκδικούσαν τη δικαιοδοτική τους εξουσία, γεγονός που ενδεχομένως να οδηγούσε σε τριβές με τους ιεροεξεταστές. Το «Summis Desiderantes Affectibus» επιδίωξε τη συγκέντρωση και την ενίσχυση της ιεροεξεταστικής εξουσίας, εξουσιοδοτώντας ρητά τους ιεροεξεταστές να δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένες περιοχές, ιδίως στη Βόρεια Γερμανία, για την καταπολέμηση των θεωρούμενων αιρέσεων και της μαγείας. Η παπική παρέμβαση ήταν, εν μέρει, μια απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν οι ιεροεξεταστές για την εξασφάλιση της συνεργασίας και την επιβολή της ισχύος τους απέναντι σε αντιλαμβανόμενες απειλές για την καθολική πίστη.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, οι Κράμερ και Σπρένγκερ ξεκίνησαν την αποστολή τους για τη διαφύλαξη της καθολικής πίστης, μια αποστολή που θα οδηγούσε τελικά στη δημοσίευση του «Malleus Maleficarum». Μεταφραζόμενο ως  «Το σφυρί των μαγισσών», πρόκειται για μια πραγματεία περί μαγείας και δαιμονολογίας που γράφτηκε το 1487 από τους Κράμερ και Σπρένγκερ, εν είδει οδηγού για τους ιεροεξεταστές. Το έργο παρουσιάζει μια σκοτεινή και μισογυνική άποψη για τη μαγεία, υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς σε αυτή, λόγω της θεωρούμενης ηθικής και διανοητικής τους κατωτερότητας: «Κάθε μαγεία προέρχεται από τη σαρκική λαγνεία, η οποία στις γυναίκες είναι ακόρεστη. Γι’ αυτό, για να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους, συναναστρέφονται ακόμη και με τους διαβόλους. Περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες βρίσκονται να είναι μάγισσες», έγραφαν. Το «Malleus Maleficarum» παρείχε λεπτομερείς οδηγίες για τον εντοπισμό, τη δίωξη και την τιμωρία όσων κατηγορούνταν για μαγεία, και σήμανε την εντατικοποίηση του κυνηγιού μαγισσών κατά την ύστερη μεσαιωνική περίοδο, που στοίχισε τη ζωή δεκάδων χιλιάδων, κυρίως γυναικών.

Φυσικά, οι Κράμερ και Σπρένγκερ συμμετείχαν ενεργά στις διώξεις των υποτιθέμενων μαγισσών. Ωστόσο, οι φιλότιμες προσπάθειές τους αντιμετώπισαν τελικά επικρίσεις. Το 1490, μόλις τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση του «Malleus Maleficarum», το Δομινικανό Τάγμα αποστασιοποιήθηκε από το δίδυμο. Η Εκκλησία, αναγνωρίζοντας τους πιθανούς κινδύνους του ανεξέλεγκτου ζηλωτισμού, προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τη συνεργασία. Παρά την αρχική τους σύνδεση με την παπική βούλα και το «Malleus Maleficarum», οι υπερβολικές τους μέθοδοι και ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας της πραγματείας τους οδήγησαν σε ένα σημείο καμπής, με την επαναξιολόγηση των μεθόδων των ιεροεξεταστών από το ίδιο το θεσμικό όργανο που αρχικά ενέκρινε τις ενέργειές τους.

Οι Κράμερ και Σπρένγκερ συνέχισαν να γράφουν και να διδάσκουν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Παρά την αποστασιοποίηση της Εκκλησίας από τους συγγραφείς του «Malleus Maleficarum», η σκοτεινή κληρονομιά των δύο μοναχών όχι μόνο δεν εξαλείφθηκε, αλλά οδήγησε στον θάνατο περίπου 50.000 ανθρώπων, στην συντριπτική τους πλειονότητα γυναικών, το διάστημα μεταξύ 1450 και 1750, μέχρι την κορύφωση του κυνηγιού μαγισσών στην Ευρώπη.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή