H ασυλία των βουλευτών

9' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πιο σημαντικό προνόμιο που διαθέτουν οι βουλευτές είναι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου στη Βουλή και της αδέσμευτης άσκησης των καθηκόντων τους. Το δικαίωμα αυτό προστατεύεται και εξυπηρετείται από τον θεσμό της ασυλίας που αναγνωρίζεται στους βουλευτές για οτιδήποτε λέγουν ή αποφασίζουν κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων τους και με την ιδιότητα την οποία φέρουν. H αναγνώριση και η προστασία του δικαιώματος αυτού θεωρείται μάλιστα ότι συνιστά αναγκαία συνθήκη, προκειμένου να μπορέσει η εθνική αντιπροσωπεία να λειτουργήσει αποτελεσματικά και οι βουλευτές να φέρουν εις πέρας το έργο τους, δηλαδή να αντιπροσωπεύουν κατά συνείδηση και με ελευθερία το έθνος.

Ειδικότερα, η συνταγματική και κοινοβουλευτική παράδοση στη χώρα μας αναγνωρίζει στους βουλευτές, ιδίως από το 1864 και εφεξής δύο προνόμια, τα οποία συναπαρτίζουν τις λεγόμενες «βουλευτικές ασυλίες» – χωρίς το ίδιο το Σύνταγμα να χρησιμοποιεί ποτέ τον όρο αυτόν 1. Αυτές είναι, πρώτον, το ανεύθυνο των βουλευτών για γνώμη ή ψήφο, και δεύτερον, το ακαταδίωκτο των βουλευτών για αξιόποινες πράξεις και για όσο διάστημα διαρκεί η βουλευτική περίοδος. Οσον αφορά το ανεύθυνο των βουλευτών, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 61 ότι «ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων». Αυτή η συνταγματική εγγύηση αποσκοπεί στη διασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ανεξαρτησίας και της ελευθερίας των απόψεων και των επιλογών του βουλευτή έναντι πάντων. H ελευθερία της γνώμης και της ψήφου των βουλευτών ισχύει, επομένως όχι μόνο έναντι της ηγεσίας του κόμματος στο οποίο ανήκουν, αλλά και απέναντι στο τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος που τους ανέδειξε στη Βουλή, αποκλειομένης κατά τούτο και της λεγόμενης «επιτακτικής εντολής».

Η δικαιολογητική βάση γι’ αυτήν την ευρεία συνταγματική εγγύηση υπέρ της ελευθερίας γνώμης και ψήφου των βουλευτών είναι ότι μόνο υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις θα καταστεί σε αυτούς δυνατόν να αντιπροσωπεύουν το έθνος κατά συνείδηση και με απόλυτη ελευθερία έναντι κάθε είδους σκοπιμοτήτων και συμφερόντων, όπως σαφώς ορίζουν τα άρθρα 51 παρ. 2 και 60 παρ. 1 του Συντάγματος.

Οσον αφορά το ακαταδίωκτο ή την ειδική προστασία του προσώπου του βουλευτή, το άρθρο 62 του Συντάγματος ορίζει ότι «όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής».

Η συνταγματική διάταξη επίσης προβλέπει ότι η άδεια της Βουλής θεωρείται ότι δεν παρασχέθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί σχετικά εντός τριμήνου από τη διαβίβαση του εισαγγελικού αιτήματος προς τον πρόεδρο του Σώματος. Για να προσθέσει ότι η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής, ενώ δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα που τυχόν διέπραξε βουλευτής.

Από τη διατύπωση και τη συστηματική ερμηνεία της συνταγματικής ρήτρας για το ακαταδίωκτο και τη δικαστική προστασία των βουλευτών προκύπτει ότι τούτο καλύπτει οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη ή παράλειψη, ακόμα και αν δεν σχετίζεται με τα βουλευτικά τους καθήκοντα. Το μόνο που εξαιρείται από αυτήν την ευρεία εγγύηση ή προνομία είναι τα αυτόφωρα κακουργήματα, όχι όμως τα πλημμελήματα. Πράγμα που σημαίνει ότι μόνο αν ο βουλευτής συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να διαπράττει κακούργημα, συλλαμβάνεται από τα αρμόδια όργανα δίχως να χρειάζεται να ειδοποιηθεί προηγουμένως η Βουλή ή να δοθεί σχετική άδεια. Αν εξαιρεθεί η περίπτωση αυτή (του επ’ αυτοφώρω κακουργήματος), τότε ισχύει πλήρως το ακαταδίωκτο των βουλευτών για κάθε είδος αδικήματος που τυχόν διέπραξαν (κακούργημα, πλημμέλημα, πταίσμα) αποκλειομένης όχι μόνο της σύλληψης και φυλάκισης, αλλά και κάθε ανακριτικής πράξης κατ’ αυτών (κλήση σε απολογία, απαγγελία κατηγορίας). Τούτο ισχύει ακόμα και για αδικήματα που τυχόν διέπραξε ο βουλευτής πριν από την έναρξη της βουλευτικής περιόδου είτε είχε είτε δεν είχε τότε τη βουλευτική ιδιότητα.

Αποτελεί κοινό μυστικό ότι αποτελεί κανόνα στην ελληνική κοινοβουλευτική πρακτική να μην αίρεται η βουλευτική ασυλία και να ισχύει παντάπασιν το ακαταδίωκτο των βουλευτών για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη τυχόν ετέλεσαν, ακόμα και αν είναι εντελώς άσχετη προς τα βουλευτικά και πολιτικά καθήκοντα και την αποστολή τους, ούτε η δίωξη υποκρύπτει κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Απορρίπτονται, συνεπώς, κατά κανόνα, όλες σχεδόν οι αιτήσεις για άρση της ασυλίας των βουλευτών, οι οποίοι όμως έτσι εμφανίζονται στην κοινή γνώμη να απολαμβάνουν ιδιαίτερων προνομίων έναντι των συμπολιτών τους και να τελούν σε προνομιακό καθεστώς ατιμωρησίας για παράνομες πράξεις τους. Ενώ αντίθετα, οι πολίτες βρίσκονται δε δυσχερή θέση όταν επιχειρούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους έναντι των βουλευτών που καλύπτονται από τον αδιαπέραστο χιτώνα της δικαστικής τους ασυλίας. Εχουν έτσι απορριφθεί αιτήσεις για την άρση ασυλίας βουλευτών που κατηγορούνταν για έκδοση ακάλυπτων επιταγών, για παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, για αυθαίρετες οικοδομικές δραστηριότητες, για κατάληψη αιγιαλού κ.λπ.

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από το 1974 έως σήμερα, στη διάρκεια της λειτουργίας της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, έχουν κατατεθεί συνολικά περί τις επτακόσιες (700) αιτήσεις άρσης της ασυλίας βουλευτών και έχει δοθεί σχετική άδεια μόνο σε πέντε (5) περιπτώσεις, τουτέστιν ποσοστό που αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από το 1% (για την ακρίβεια 0,7%) του συνόλου.

Από την ανασκόπηση των περιπτώσεων αυτών προκύπτει ότι η Βουλή είναι κατά κανόνα εξαιρετικά διστακτική έως άκρως επιφυλακτική και δεν προβαίνει εύκολα στην άρση της ασυλίας των μελών της. Οταν δε σπανίως το πράττει τούτο, δεν αποφεύγει τα σφάλματα και τις λανθασμένες κρίσεις. Γεγονός που ενισχύει έτι περαιτέρω τους δισταγμούς και τις επιφυλάξεις, ιδίως μεταξύ των βουλευτών, και δικαιολογεί, κατ’ ορισμένους επαρκώς, τη διατήρηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου για τη βουλευτική ασυλία. Ετσι, κατά την εντελώς πρόσφατη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος το ζήτημα τελικά δεν θίχτηκε, παρά την πρόταση που διατυπώθηκε από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τον εκσυγχρονισμό του θεσμού και τον δραστικό περιορισμό της έκτασης της βουλευτικής ασυλίας. Ειδικότερα, η μειοψηφία πρότεινε την αντιστροφή του ισχύοντος τεκμηρίου υπέρ της ασυλίας του βουλευτή, ούτως ώστε εφεξής:

α. H άδεια να χορηγείται εκτός εάν η Βουλή διαπιστώνει ότι πρόκειται για πολιτικά εγκλήματα ή ζητείται για πολιτικούς λόγους και

β. Να μην απαιτείται άδεια για εγκλήματα που έχουν τελεσθεί πριν από την προκήρυξη των εκλογών, στις οποίες εξελέγη ο βουλευτής.

Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν από την πλειοψηφία, με τη δικαιολογία της δυσκολίας επακριβούς προσδιορισμού της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος, το οποίο «είναι τελικώς μη οριζόμενη έννοια», κατά τον εισηγητή της. Τούτο, ωστόσο, δεν μπορεί να σημαίνει ότι εντάσσονται πάντοτε σε αυτήν ενέργειες όπως οι παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, πράξεις δυσφήμησης προσώπων ή πράξεις επικίνδυνες για τη σωματική ακεραιότητα πολιτών.

Είναι γεγονός ότι αμφισβητείται πλέον εντόνως η σκοπιμότητα διατήρησης ενός καθεστώτος εξαιρετικής προστασίας -ασυλίας- των βουλευτών. Πολλώ δε μάλλον που και ο όρος «ασυλία» δεν ηχεί όμορφα στη σημερινή εποχή της εξατομίκευσης της ευθύνης, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων όλων των πολιτών – των πολιτικών συμπεριλαμβανομένων. Ούτε το «ανεύθυνο» εννοεί αυτό που υποδηλώνει συνήθως ο όρος στην καθομιλουμένη. Εννοεί, αντίθετα, το δικαίωμα ελευθερίας λόγου, σκέψης, έκφρασης, ψήφου και επιλογών του βουλευτή. Για αυτή του μάλιστα την ελευθερία ο βουλευτής δεν ενεργεί ανεύθυνα με την τρέχουσα έννοια του όρου, αλλά υπέχει προσωπική πολιτική και ηθική ευθύνη. Ακριβώς η ηθική της υπευθυνότητας, όπως τη χαρακτήρισε ο Max Weber, αναφέρεται στη διάθεση και την υποχρέωση του πολιτικού, όχι μόνο να προβλέπει, αλλά και ευθαρσώς να αναλαμβάνει τις ευθύνες για τις συνέπειες και τις επιπτώσεις των πράξεων ή και των παραλείψεών του.

Εξάλλου, με την εξομάλυνση των δημοκρατικών διαδικασιών, τον σεβασμό από την πλειοψηφία των δικαιωμάτων των αντιπάλων της, την προώθηση της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, το προνόμιο της δικαστικής ασυλίας έχει ήδη απολέσει αρκετή από την παλαιά αίγλη και σημασία του και βαίνει συρρικνούμενο. Ετσι, στην Ιταλία και τη Γαλλία έχει σχεδόν καταργηθεί, στη Μεγάλη Βρετανία η αρμόδια Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή επί των Προνομίων πρότεινε προ ετών την κατάργησή τους, ενώ και στη Γερμανία η Βουλή παραχωρεί τη σχετική άδεια περίπου αυτόματα και με συνοπτικές διαδικασίες για τη δίωξη βουλευτών που διαπράττουν, λ.χ. παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, οι οποίες καταφανώς συνδέονται με την προσωπική και όχι την πολιτική ιδιότητα του βουλευτή.

Αξίζει ίσως να επισημανθεί εδώ ότι ενώ ως προς τα ασυμβίβαστα των καθηκόντων του βουλευτή σημειώθηκε, κατά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση του άθρου 57, κάποια αισθητή πρόοδος προς την κατεύθυνση μιας σύγχρονης αντίληψης διαφοροποίησης ρόλων και ιδιοτήτων, κάτι το αντίστοιχο δεν επετεύχθη τελικά στο ζήτημα της ασυλίας. Εξακολουθεί έτσι να συντηρείται στην Ελλάδα ένα πολύ εκτεταμένο καθεστώς προστασίας των βουλευτών και τούτο αποτελεί ένδειξη μάλλον ασθενούς και εύθραυστης δημοκρατίας, όχι τόσο στο πραγματικό επίπεδο όσο κυρίως στις αντιλήψεις, τις ιδεολογικές προκαταλήψεις και τη νοοτροπία.

Δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά, επομένως η άποψη που υποστηρίζει την ανάγκη εκσυγχρονισμού του θεσμού της βουλευτικής ασυλίας και περιορισμού των προνομίων των βουλευτών στο απολύτως απαραίτητο επίπεδο και όριο. Και τούτο όχι μόνο διότι διαφορετικά δίνουν ένα κακό παράδειγμα μιας προστατευόμενης elite έναντι των λοιπών μελών της κοινωνίας? αλλά επίσης διότι με τη σταθεροποίηση και τον βαθμιαίο εκδημοκρατισμό της πολιτικής και της κοινοβουλευτικής ζωής στην Ελλάδα τείνει πλέον να εκλείψει ο κίνδυνος της ποινικής δίωξης της μειοψηφίας από την πλειοψηφία, η οποία διαθέτει και τον έλεγχο των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.

Ειδικότερα, η πρότασή μου είναι ότι πρώτον σε μελλοντική αναθεώρηση του Συντάγματος, θα έπρεπε να καταργηθεί το τεκμήριο υπέρ της σιωπηρής απόρριψης του αιτήματος άρσης της βουλευτικής ασυλίας και η Βουλή να καλείται αντιθέτως σε κάθε περίπτωση να αποφασίσει σχετικά, αναλαμβάνοντας και τη σχετική ευθύνη.

Θα πρότεινα επίσης την τροποποίηση της παραγράφου 8 του άρθρου 83 του Κανονισμού της Βουλής, η οποία προβλέπει τη μυστικότητα της ψηφοφορίας, και την αντικατάστασή της από την αρχή της ονομαστικής και φανερής ψήφου για την χορήγηση ή μη της άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά βουλευτών. Στο κάτω κάτω, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας και η ψήφος εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση διενεργείται από τη Βουλή με την ονομαστική ψηφοφορία των μελών της. Γιατί όχι και η απόφαση για την άρση ή μη της ασυλίας των βουλευτών. Ετσι κι αλλιώς η διαφάνεια και η ειλικρίνεια ποτέ δεν βλάπτει, αλλ’ ίσως πάντα ωφελεί. Εν κατακλείδι, είναι αλήθεια ότι η παροχή ή αναγνώριση οιουδήποτε προνομίου ή δικαιώματος ενέχει και τον κίνδυνο της κατάχρησης στην άσκησή του. Κατά συνέπεια, μια αυτοσυγκράτηση και ένας περιορισμός στην άσκηση κάθε δικαιώματος και προνομίου είναι πάντοτε ο καλύτερος και ασφαλέστερος δρόμος.

Εξάλλου, όπως τόνιζε ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά του Νικομάχεια» (1106 b, 34, 1129 b, 30), η Δικαιοσύνη που αποτελεί την κορωνίδα όλων των αρετών δεν είναι παρά «μεσότης» μεταξύ ελλείψεως και υπερβολής. Εν προκειμένω, στο ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας είναι πιστεύω αλήθεια ότι η δικαιοσύνη παραβιάζεται, όχι από την έλλειψη αλλά μάλλον από την υπερβολή στην άσκηση αυτού του προνομίου από μέρους των βουλευτών. Πράγμα που προσβάλλει το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών και τους οδηγεί πολλές φορές στο συμπέρασμα ότι ίσως συμβαίνει εδώ κάτι ανάλογο με εκείνο που παρατήρησε κάποτε ο συγγραφέας George Orwell: μπορεί όλοι να είναι ίσοι, όμως κάποιοι μοιάζει να είναι περισσότερο ίσοι από τους άλλους.

* O κ. Αντ. Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σημείωση:

1. Τούτο δεν ισχύει για τον Κανονισμό της Βουλής, ο οποίος χρησιμοποιεί άπαξ τον όρο στη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου 83.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή