Θύμα του πολέμου και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής

Θύμα του πολέμου και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής

Οι επιπτώσεις του πολέμου, πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες και την ανθρωπιστική καταστροφή, την επιστροφή σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο που θα αναδιατάξει συμμαχίες και ζώνες επιρροής, τις δραματικές οικονομικές και επισιτιστικές επιπτώσεις για τους λαούς της Ευρώπης...

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι επιπτώσεις του πολέμου, πέρα από τις ανθρώπινες απώλειες και την ανθρωπιστική καταστροφή, την επιστροφή σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο που θα αναδιατάξει συμμαχίες και ζώνες επιρροής, τις δραματικές οικονομικές και επισιτιστικές επιπτώσεις για τους λαούς της Ευρώπης, αλλά και ευρύτερα, θα είναι δραματικές και πιθανότατα μη αναστρέψιμες για την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής και τις άμεσες αλλά και μεσο-μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της.

Η επιστήμη ύστερα από πολλές δεκαετίες προσπαθειών κατάφερε να πείσει την πολιτική εκπροσώπηση, σε διεθνές επίπεδο, για την αναγκαιότητα λήψης άμεσων και δραστικών μέτρων τόσο στον τομέα της απανθρακοποίησης, της μείωσης εκπομπών μεθανίου και άλλων αερίων του θερμοκηπίου (Θ.Α.) όσο και στο θέμα της προσαρμογής στις νέες και αναμενόμενες κλιματικές συνθήκες. Απαιτούνται από τη μία μέτρα αντιμετώπισης των αποτελεσμάτων της κλιματικής αλλαγής και από την άλλη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου (αν και σε αυτόν τον τομέα απέχουμε πολύ από το να πειστούν οι πολιτικές ηγεσίες και οι οικονομικές ελίτ που εξακολουθούν να ασπάζονται τα ιδεολογήματα περί του κέρδους ως κύριου μοχλού ανάπτυξης) και, φυσικά, πλήρη απεξάρτηση από τη χρήση ορυκτών καυσίμων, με ραγδαία αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, μέσα στις επόμενες δεκαετίες.

Ο πόλεμος όμως, στη καρδιά της Ευρώπης, ανεξαρτήτως των αιτιών που οδήγησαν σε αυτόν, θέτει επί τάπητος και με τον πιο άμεσο τρόπο και άλλα ζητήματα στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, πέραν των υφισταμένων που αφορούν την ελλιπή συμμετοχή στην παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των Θ.Α. των μεγάλων ρυπαντών της ατμόσφαιρας – Κίνας, ΗΠΑ, Ινδίας, Ρωσίας κ.ά. Ενα από αυτά είναι το πρόβλημα της ενεργειακής αυτονομίας των κρατών, είτε της Ευρωπαϊκής Ενωσης είτε και ευρύτερα.

Ξαφνικά συνειδητοποιούμε την εύθραυστη γεωπολιτική ισορροπία, τις επιπτώσεις της ενεργειακής εξάρτησης και της μονομερούς εισαγωγής ενέργειας από χώρες ή μέσω χωρών που δεν ανήκουν στο ίδιο γεωπολιτικό «στρατόπεδο». Χωρίς ενεργειακή αυτονομία είναι αδύνατη η εθνική ανεξαρτησία. Χωρίς εθνική ανεξαρτησία είναι αδύνατη η επιβίωση μιας χώρας ως ισότιμης κρατικής οντότητας, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας που η ενεργειακή κρίση προκαλεί, μέσω αμφισβήτησης διεθνών και διακρατικών συμφωνιών, αναθεωρητισμού και επιβολής αναδιάταξης συνόρων.

Η ενεργειακή αυτονομία των χωρών της Δύσης θα απαιτήσει εύρεση άλλων παρόχων πέραν της Ρωσίας, και ήδη γίνεται προσπάθεια ακόμη και από τις ΗΠΑ για εισαγωγή υγρών καυσίμων από τρίτες χώρες, ακόμη και από παραδοσιακούς «εχθρούς» της όπως η Βενεζουέλα. Τόσο το είδος των καυσίμων όσο και η νέα διαδικασία μεταφοράς τους στις μητροπόλεις της Δύσης θα αυξήσει σημαντικά την έκκληση αερίων του θερμοκηπίου και, δυστυχώς, θα παραπέμψει στις ελληνικές καλένδες την υποχρέωση δραστικής μείωσης και σε σύντομο χρόνο των ρυπογόνων εστιών.

Χωρίς ενεργειακή αυτονομία είναι αδύνατη η εθνική ανεξαρτησία. Χωρίς εθνική ανεξαρτησία είναι αδύνατη η επιβίωση μιας χώρας ως ισότιμης κρατικής οντότητας, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας.

Η ενεργειακή αυτονομία είναι ζητούμενο και για την περίπτωση της χώρας μας, η οποία θα πρέπει να επιτευχθεί με δραστική αύξηση των μονάδων παραγωγής ενέργειας που βασίζονται σε ΑΠΕ, με σχέδιο όμως και σεβασμό του περιβάλλοντος, για την εκπόνηση του οποίου θα πρέπει να κληθούν να συμμετάσχουν η επιστημονική κοινότητα και η κοινωνία των πολιτών, ένα σχέδιο που δεν θα ανταποκρίνεται μονομερώς στις ανάγκες κερδοφορίας ορισμένων μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.

Εν τω μεταξύ, είναι αναπόφευκτη η παροδική επιστροφή στην εγχώρια παραγωγή ενέργειας με τη χρήση λιγνίτη, που ακόμη υπάρχουν επαρκή κοιτάσματα. Δεν έχει νόημα να έχουμε κλειστές (ή να υπολειτουργούν) εγχώριες λιγνιτοπαραγωγικές μονάδες και να αγοράζουμε ενέργεια, μέρος τουλάχιστον της οποίας παράγεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, από γειτονικές χώρες.

Δυστυχώς, οι προβλέψεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής γίνονται πιο δυσοίωνες εξαιτίας της διεθνούς ανατροπής που προκαλεί ο πόλεμος. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα σταματήσει, πρωτίστως για να πάψουν να υπάρχουν αθώα θύματα, το βέβαιο όμως είναι ότι τα αποτελέσματά του θα τα βιώσουμε για πολλές δεκαετίες και πιθανώς με τρόπους που ακόμη δεν φανταζόμαστε.

* Ο κ. Μανώλης Πλειώνης είναι καθηγητής Τμήματος Φυσικής ΑΠΘ, διευθυντής και πρόεδρος Δ.Σ. του ΕΑΑ, συντονιστής του Δικτύου CLIMPACT, πρόεδρος του ΤΕΣ Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Βιώσιμης Κινητικότητας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή