Το Κολέγιο Μουσικής και οι ντουντούκες της τυφλής οργής

Το Κολέγιο Μουσικής και οι ντουντούκες της τυφλής οργής

Το Ωδείο ήδη προσφέρει ανωτάτου επιπέδου καλλιτεχνική εκπαίδευση. Το ίδιο και το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ. Κι όμως, αναζητείται ακόμη πυξίδα για ένα δημόσιο Πανεπιστήμιο των Τεχνών

8' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης συναντούσε στο Μέγαρο Μαξίμου τους εκπροσώπους καλλιτεχνικών οργανισμών και συνδικαλιστικών φορέων, λίγες δεκάδες μέτρα ανατολικότερα, στη συμβολή των οδών Ρηγίλλης και Βασιλέως Γεωργίου Β΄, εκεί που τον περασμένο Δεκέμβριο εγκαινιάστηκε ένας δεύτερος κύκλος ζωής του υπεραιωνόβιου Ωδείου Αθηνών, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη συγκέντρωση διαμαρτυρίας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.

Το πλήθος δεν ήταν ασήμαντο· ο φακός απαθανάτισε φυσικά τους «γνωστούς και διάσημους», τον Γιάννη Στάνκογλου, τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη, τη Μυρτώ Αλικάκη, τον Ζαχαρία Ρόχα, τον Ομηρο Πουλάκη, τον σκηνοθέτη Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο. Κανείς τους όμως δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι είχαν δώσει αγωνιστικό ραντεβού στο αναβαθμισμένο συγκρότημα του Ιωάννη Δεσποτόπουλου, εκεί όπου λειτουργεί για πρώτη φορά από τον περασμένο Οκτώβριο ένα φιλόδοξο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών μουσικής σε συνεργασία με ένα σημαντικό ακαδημαϊκό ίδρυμα του εξωτερικού, το Goldsmiths του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Αυτό σημαίνει ότι σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια από σήμερα οι πρώτοι απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης με αντικείμενο τη μουσική θα είναι γεγονός και στην Αθήνα· εντελώς ανεξάρτητα από το τι θα αποφασίσει να κάνει τελικά το ελληνικό κράτος με τους υπόλοιπους αποφοίτους ωδείων, δραματικών σχολών ή σχολών χορού. Οι εννέα πρωτοετείς του Κολεγίου Μουσικής, όπως ονομάζεται, θα έχουν στα χέρια τους ένα πτυχίο που θα ισχύει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη Μεγάλη Βρετανία.

Από το 1992

Ομως, δεν θα είναι μόνοι τους. Από το 1992 λειτουργεί στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών. Προσοχή: «Θεάτρου» και όχι «Θεατρικών Σπουδών», όπως συναντάμε και στην Αθήνα και απευθύνεται σε μελλοντικούς θεατρολόγους, αλλά όχι σε ηθοποιούς, σκηνοθέτες ή σκηνογράφους.

Δηλαδή όλοι οι δημοσιολογούντες περί τον πολιτισμό, εμείς οι δημοσιογράφοι ή και ο ίδιος ο πρωθυπουργός που υπόσχεται μια Ανώτατη Σχολή Παραστατικών Τεχνών μέχρι το 2025 κάνουμε λάθος; Εχουμε δραματική σχολή σε επίπεδο ΑΕΙ και δεν το γνωρίζουμε; «Ναι», μου απαντάει χωρίς περιστροφές ο Βίκτωρας Αρδίττης, γνωστός σκηνοθέτης και θεατρολόγος. Υπήρξε τακτικός καθηγητής σκηνοθεσίας στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ, υπεύθυνος σπουδών της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και είναι από τους λίγους Ελληνες καλλιτέχνες με τόσο πλούσια εκπαιδευτική εμπειρία. «Ηδη από το 2012 το άτυπο Φόρουμ Σκηνοθετών, ύστερα από πολύμηνη επεξεργασία, είχε διατυπώσει το κατεπείγον αίτημα της δημιουργίας μιας Ανώτατης Σχολής Θεάτρου, όπου θα συναντώνται και θα εκπαιδεύονται τα επαγγέλματα, η τέχνη και η θεωρία του θεάτρου: ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι, φωτιστές, δραματολόγοι, κριτικοί».

Μια τέτοια ανωτάτου επιπέδου σχολή, υποστηρίζει ο κ. Αρδίττης, θα πρέπει να ιδρυθεί στην Αθήνα, να ανήκει στη σφαίρα της δημόσιας εκπαίδευσης, να λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Παιδείας, ξεπερνώντας όλα τα θεσμικά προβλήματα και τις ελλείψεις της σημερινής κατακερματισμένης αδιαβάθμητης καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. «Και, όντως, στη Θεσσαλονίκη, από το 1992 λειτουργεί μια σχολή πολύ κοντά σε αυτά τα οράματα: το πενταετούς φοίτησης Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. Αποφοίτους του θα βρούμε σε όλο το ελληνικό θέατρο, σε κάθε είδους θέση: ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, δραματολόγους, στελέχη θεάτρων και πολιτιστικών οργανισμών. Ας αξιοποιηθεί η πείρα του, αρνητική και θετική, από την κατανομή των σπουδαστών σε “κατευθύνσεις” και από τη φλεγόμενη εσωτερική καλλιτεχνική ζωή του».

«Ταλέντο χωρίς σχολή»

Εχουμε δραματική σχολή σε επίπεδο ΑΕΙ και δεν το γνωρίζουμε; «Ναι», απαντάει στην «Κ» χωρίς περιστροφές ο Βίκτωρας Αρδίττης, γνωστός σκηνοθέτης και θεατρολόγος.

Σε ανύποπτο χρόνο, λίγες μέρες πριν από τον Δεκαπενταύγουστο του 2014, είχε γράψει για το θέμα (και μάλιστα στην πρώτη σελίδα του πολιτιστικού ενθέτου της «Καθημερινής» της Κυριακής) ο επίσης σκηνοθέτης, ο επίσης έμπειρος στη θεατρική εκπαίδευση και πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Στάθης Λιβαθινός. Ο τίτλος του άρθρου περισσότερο από εύγλωττος: «Χωρίς Παιδεία η Ελλάδα δεν έχει μέλλον». Είναι το πρώτο που μου λέει όταν του ζητάω να περιγράψει σήμερα πώς φαντάζεται μια μελλοντική «Ακαδημία Τεχνών». Μου λέει ότι είναι ένα θέμα που τον απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια· θα έχει θέση και στο βιβλίο που ετοιμάζει. Μου θυμίζει μια πραγματική ιστορία στα όρια του μύθου και της παραβολής. Ο Στανισλάβσκι στα νιάτα του έπαιρνε μαθήματα από έναν σπουδαίο Γερμανό δάσκαλο που εκτιμούσε πολύ. Οταν αυτός είδε τους Ρώσους ηθοποιούς να παίζουν, στα τέλη του 19ου αιώνα, είπε μια φράση που ο μετέπειτα ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας κατέγραψε στο σημειωματάριό του: «Αυτοί οι νέοι έχουν τρομερό ταλέντο, αλλά δεν έχουν καθόλου σχολή». Ανέφερε ο Στάθης Λιβαθινός ότι στη Σουηδία μόνο αποφοιτούν κάθε χρόνο 12 ηθοποιοί. «Είναι κοινό μυστικό ότι στην Ελλάδα η θεατρική παιδεία είναι σε έναν μεγάλο βαθμό στα χέρια ιδιωτικών σχολών, κάτι που καθιστά απολύτως αφύλαχτη και εύκολη την πρόσβαση στο θεατρικό επάγγελμα με παραπάνω από 500 άνεργους νέους “ηθοποιούς” κάθε χρόνο, που πλήρωσαν πολύ ακριβά σε ευρώ αυτό τους το δικαίωμα στην ανεργία».

Το Κολέγιο Μουσικής και οι ντουντούκες της τυφλής οργής-1
Στιγμιότυπο από τις διαμαρτυρίες του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών για το Προεδρικό Διάταγμα που αφορούσε το προσοντολόγιο για διορισμούς στο Δημόσιο. Φωτ. INTIME NEWS

Λάθος στο λάθος

Το Ωδείο Αθηνών παρουσιάζει μια μοναδικότητα ως εκπαιδευτικός οργανισμός, καλύπτοντας τρεις βασικούς καλλιτεχνικούς τομείς: μουσική, θέατρο και χορό. Μιλάω με τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και εμπνευστή της νέας εποχής του Ωδείου, Νίκο Τσούχλο, αλλά και τους τέσσερις διευθυντές του οργανισμού: τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, διευθυντή της Δραματικής Σχολής, τη Λίλα Ζαφειροπούλου (Χορός), τον Δημήτρη Μαρίνο, διευθυντή του Κολεγίου Μουσικής και τον Φίλιππο Τσαλαχούρη (Μουσική). Τους ρωτάω, τι πραγματικά αλλάζει για τους δικούς τους σπουδαστές και αποφοίτους με το αμφιλεγόμενο προεδρικό διάταγμα;

«Το εν λόγω προεδρικό διάταγμα στην πραγματικότητα δεν αλλάζει πολλά. Κάνει όμως κάτι πολύ χειρότερο: ανακεφαλαιώνει και επισφραγίζει με απόλυτη σαφήνεια μια απαράδεκτη κατάσταση που υφέρπει στο πεδίο των καλλιτεχνικών σπουδών εδώ και πολλές δεκαετίες». Πιστεύουν ότι ήταν η απόλυτη σαφήνεια των διατυπώσεων του νομοθετήματος που συνέβαλε καθοριστικά στην ακαριαία αναγωγή του σε ισχυρό σύμβολο της θεσμικής απαξίωσης που αισθάνονται σήμερα οι νέοι καλλιτέχνες και οι δάσκαλοί τους. «Η ρύθμιση εξελήφθη από όλους τους καλλιτέχνες ως ευθέως προσβλητική σε συμβολικό επίπεδο, που συχνά είναι και το σημαντικότερο επίπεδο σε έντονες συγκυρίες». Πάντως, οι ιθύνοντες του Ωδείου ισχυρίζονται ότι η μη διαβάθμιση των σπουδών, όπως και η πατέντα των αδιαβάθμητων αλλά δημόσιου χαρακτήρα τίτλων, δεν είναι δυστυχώς το μόνο πρόβλημα των καλλιτεχνικών σπουδών. «Κατ’ αρχάς, ας αφήσουμε οριστικά πίσω μας την αστοχία της εξίσωσης των καλλιτεχνικών σπουδών με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ας δουλέψουμε καλύτερα όλοι σοβαρά πάνω στην ορθή προσαρμογή της ήδη συνταγματικά κατοχυρωμένης έννοιας των ανώτερων σπουδών στα σημερινά δεδομένα και ας θυμηθούμε επιτέλους ότι υπάρχει ένα σαφέστατο ευρωπαϊκό πλαίσιο σχετικών οδηγιών, προϊόν αντίστοιχης εμπειρίας από άλλες χώρες (λ.χ. Συνθήκη της Μπολόνιας). Ενα άλλο μείζον πρόβλημα για το οποίο δυστυχώς δεν γίνεται πολύς λόγος μέσα στην τρέχουσα έξαρση, είναι το πρόβλημα της θεσμικής διασφάλισης της ποιότητας των καλλιτεχνικών σπουδών».

Αλήθεια, θα μπορούσε η τρέχουσα αναστάτωση να είναι και μια ευκαιρία; «Ναι, υπό την προϋπόθεση ότι εφεξής η διαφωνία θα εκφράζεται μέσα από θεσμικές δημοκρατικές οδούς και ότι θα ακολουθήσει ειλικρινής και σοβαρή τεχνική δουλειά όλων των εμπλεκομένων πλευρών σε εποικοδομητικό κλίμα, με διάθεση να ακούσει ο ένας τον άλλον, μακριά από συντεχνιακές ή προεκλογικές λογικές, απέχοντας από ύβρεις και προπηλακισμούς και με τη δέουσα προσοχή στο ευρωπαϊκό παράδειγμα. Είναι ίσως δύσκολο να γίνει, αλλά σίγουρα το χρωστάμε στους σπουδαστές μας».

Με το Goldsmiths

Ρωτάω τον Νίκο Τσούχλο και τους συνεργάτες του αν η σύμπραξη με το Πανεπιστήμιο Goldsmiths του Λονδίνου ήταν μονόδρομος. Η ιστορία που έχουν να αφηγηθούν είναι ένα ακόμη κωμικοτραγικό περιστατικό ελληνικού εξαιρετισμού. «Η παρούσα διοίκηση, έχοντας βαθιά συναίσθηση της ευθύνης απέναντι σε μια διαχρονική εθνική επένδυση 150 ετών κοινωνίας και κράτους, που ενσαρκώνει το σημερινό Ωδείο Αθηνών, και θεωρώντας ότι η αξία της επένδυσης αυτής είναι εντελώς αναντίστοιχη προς τη θεσμική αμηχανία που περιβάλλει την εκπαιδευτική του προσφορά τις τελευταίες δεκαετίες, έκανε διαρκείς προσπάθειες προς πάσα κατεύθυνση, με στόχο την αντιμετώπιση αυτής της αναντιστοιχίας, πάντοτε στο πλαίσιο που παρέχει η κείμενη ελληνική νομοθεσία», μου λένε. Για παράδειγμα, προσπάθησε να εγκαταστήσει διάλογο θεσμικής συνεργασίας στον τομέα της μουσικής με υπάρχοντα πανεπιστημιακά ιδρύματα της Αττικής, προτείνοντας κάθε φορά πρακτικές λύσεις που δεν θα προσέβαλαν το άρθρο 16 του Συντάγματος· το Ωδείο Αθηνών είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου και κατά συνέπεια δεν νομιμοποιείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, να αποτελέσει αυτοτελώς φορέα παροχής ανώτατων σπουδών.

«Οι σχετικές συζητήσεις δυστυχώς δεν ευοδώθηκαν. Ταυτόχρονα, επιχειρηματολόγησε με επιμονή ως προς την αναγκαιότητα δημιουργίας στην πρωτεύουσα ενός δημόσιου φορέα παροχής δωρεάν μουσικών σπουδών, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη και όπως συμβαίνει στην Αθήνα για τον χορό και το θέατρο, στη δημιουργία του οποίου θα όφειλε δίχως αμφιβολία να συμβάλει». Η πρόταση αυτή (που τότε δεν εμπεριείχε το στοιχείο της ανωτατοποίησης, αλλά της οργάνωσης ενός πρότυπου προγράμματος σπουδών με υψηλές προδιαγραφές, πιστωτικές μονάδες κ.λπ. ενόψει της μελλοντικής του διαβάθμισης) κέρδισε κάποια στιγμή την προσοχή του υπουργείου Πολιτισμού, κάτι που οδήγησε μάλιστα στην υπογραφή ενός μνημονίου συνεργασίας με το Ωδείο Αθηνών το 2016. «Δυστυχώς έκτοτε, και μέχρι σήμερα, δεν δόθηκε συνέχεια ούτε σε αυτή την ιδέα. Ετσι, ως ύστατη λύση, από αίσθημα ευθύνης προς τους σπουδαστές αλλά και τους πολλούς διακεκριμένους καλλιτέχνες που διδάσκουν στο Ωδείο Αθηνών, από το 2018 αρχίσαμε να στρεφόμαστε προς το εξωτερικό, εγκαθιστώντας λ.χ. σχέσεις ακαδημαϊκής συνεργασίας στη μουσική με τη Haute Ecole de Musique της Γενεύης και το Πανεπιστήμιο του Leeds και, ύστερα, αξιοποιώντας την κείμενη νομοθεσία περί κολεγίων, για να δημιουργήσουμε, στο πλαίσιο πενταετούς συνεργασίας με ένα από τα πλέον έγκυρα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Μεγάλης Βρετανίας, όχι μια απλή franchise αλλά ένα πρωτότυπο πρόγραμμα προπτυχιακών σπουδών στη μουσική εκτέλεση –BMus (Hons)– πλήρως προσαρμοσμένο τόσο στις ακαδημαϊκές απαιτήσεις των Βρετανών όσο και στη μακρά μουσική παράδοση του Ωδείου Αθηνών. Η συνεργασία αυτή μας προσφέρει πολύτιμη διοικητική εμπειρία όσον αφορά σημαντικά ζητήματα διάρθρωσης, διαχείρισης και διασφάλισης ποιότητας ενός προγράμματος προπτυχιακών σπουδών ανωτάτου επιπέδου και διεθνών προδιαγραφών, που βλέπουμε ως επένδυση και περαιτέρω ενίσχυση της μελλοντικής προσφοράς του Ωδείου Αθηνών στο πεδίο της μουσικής εκπαίδευσης στην Αθήνα. Ο τρόπος αξιοποίησης αυτής της επένδυσης είναι εφεξής ένα κρίσιμο ζητούμενο, διπλά μάλιστα ενδιαφέρον για έναν ιστορικό φορέα που εκ καταβολής παραμένει πάντοτε κοινωφελής και μη κερδοσκοπικός, ακριβώς όπως τον οραματίστηκαν οι ιδρυτές του το 1871».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή