Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά

Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά

2' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πώς μετράνε οι φαντάροι τις μέρες μέχρι την απόλυσή τους; Τριάντα και σήμερα, είκοσι εννιά και σήμερα… και πάει λέγοντας. Ούτε ο ήλιος ούτε η ελληνική θάλασσα και η προοπτική ενός καλοκαιριού που ανοίγεται μπροστά τους αρκούν για να τα κάνουν να ξεχάσουν αυτό που ζουν. Μετρούν μία μία τις μέρες μέχρι την ώρα που θα πατήσουν σε ξένο έδαφος και θα γίνουν ένας ή μία από τις 10.000 αποφοίτους που θα αναζητήσουν μια άλλη ποιότητα ζωής και εργασίας μακριά από τη χώρα τους. Και τα επιχειρήματά μου υπέρ της παραμονής στην πατρίδα αποδυναμώνονται κάθε μέρα και περισσότερο. Η ίδια η καθημερινότητα σε νικά καθώς αποδεικνύει ότι, παρά την κρίση, οι νοοτροπίες παραμένουν ίδιες και χειρότερες. Οι παλιοί όχι μόνο δεν παραμερίζουμε για να δώσουμε λίγο τόπο στα νιάτα, αλλά κοιτάμε όπως όπως να επαναλάβουμε τον κακό εαυτό μας παντού. Να αρπάξουμε τις δουλειές που έμειναν, τα λιγοστά «μαύρα» που απέμειναν, να είμαστε λίγο ακόμη στα πράγματα. Η κρίση δεν μας κάνει καλύτερους παρά μόνο εάν έχουμε από πριν αποθέματα αισθημάτων, παιδείας και πολιτισμού. Αλλά πόσοι από τον στενό περίγυρο μπορούν να τα συνδυάσουν;

Το παιδί μετράει τις μέρες σαν να έχει μια νοητή τσατσάρα και να την ξεδοντιάζει κάθε μέρα μέχρι να φτάσει η μέρα της αναχώρησης. Πώς να εξηγήσεις ότι χρειάζεται υπομονή, γιατί η νοοτροπία θέλει δεκαετίες για να αλλάξει; Για παράδειγμα, πώς να εξηγήσεις στη μικρή ότι η φιλοζωία που αυξήθηκε ραγδαία στη χώρα μας, γεωμετρικά θα ’λεγε κανείς, μαζί με τον πολλαπλασιασμό των petshops και των σκυλιών ράτσας στο κατάστρωμα των πλοίων, συνυπάρχει με την πλήρη αδιαφορία των Αρχών και των πολιτών για την παραμέληση του ζωντανού που είναι κάποιου άλλου και όχι στην κατοχή μας; Πώς να δικαιολογήσεις, στην επιστροφή από την Τζια, τα σπαρμένα πτώματα κατοικιδίων ζώων στη λεωφόρο Λαυρίου; Ποιος ξέρει, μπορεί οι οδηγοί, φιλόζωοι στα σπίτια τους, να ήταν οι ίδιοι που ανέπτυξαν ταχύτητα στον ελεύθερο δρόμο χωρίς να προβλέψουν το σαστισμένο ζωάκι και χωρίς φυσικά να μπουν στον κόπο να μαζέψουν το άψυχο σώμα. Πώς να πείσεις ένα νέο παιδί να μείνει όταν βλέπει αλώβητους τους θυλάκους της παραοικονομίας. «Τόσο καλός ο γιατρός που χειρούργησε τον πατέρα, αλλά για την αμοιβή τη δική του, του βοηθού και του αναισθησιολόγου, δεν έδωσε απόδειξη». Αλλά και ο υδραυλικός, ο ηλεκτρολόγος, και οι άξιοι τεχνίτες, που επισκεύασαν το σπίτι στο χωριό, «ούτε συζήτηση ακόμη και για την απόδειξη των υλικών που είχαν προπληρωθεί». Για την εργασία, δεν το συζητάμε. Tα παιδιά –κάποια παιδιά– φεύγουν όχι μόνο γιατί δεν έχουμε να τους προτείνουμε ένα αξιόπιστο μοντέλο ζωής και εργασίας, αλλά γιατί διαπιστώνουν κάθε μέρα και περισσότερο πως δεν έχουμε αλλάξει και δεν πρόκειται να αλλάξουμε σύντομα. «Ζούσαμε για χρόνια σαν εφοπλιστές», έλεγε χθες ένας φίλος, πρώην τραπεζικός διευθυντής. Το δυστύχημα είναι ότι ακόμη πιστεύουμε ότι η ζωή μάς χρωστάει να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή