Βουκολικοί έρωτες με σασπένς, ίντριγκες, τραγούδι

Βουκολικοί έρωτες με σασπένς, ίντριγκες, τραγούδι

4' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το πρόχειρο, φθηνό τραπέζι της πρόβας, στημένο δίπλα στα βελούδινα καθίσματα του «Παλλάς», είναι γεμάτο από άδεια φλιτζάνια καφέ και φωτοτυπίες του έργου του Δημητρίου Κορομηλά «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Είναι φανερό: η πρόβα άρχισε νωρίς.

«Μα πού θα πας; Οπου κι αν πας, εγώ θα σ’ ακολουθήσω/ κι ας περπατήσουμε μαζί σε χιόνια και σε πάγους/ να ’χω τους λόγγους συντροφιά, με τα θεριά κουβέντες», λέει η Κρυστάλλω (Ευγενία Δημητροπούλου) στον αγαπημένο της Λιάκο (Πάνος Βλάχος), το φτωχόπαιδο της ιστορίας που αντέχει εδώ και 124 χρόνια. Κι εκείνος, «πιστικός» του Γκέρλα και βαθιά ερωτευμένος, ντροπιασμένος από τα αισθήματά του που τον τύφλωσαν έστω για λίγο και πήγε να σκοτώσει τον Μήτρο, ανταποδίδει: «Ξέρεις εσύ ποιος είμ’ εγώ, που μ’ αγαπάς ακόμα/ που θες μαζί να ζήσομε, μαζί να περπατούμε;».

Οι δυο τους είναι οι νεότεροι πρωταγωνιστές της παράστασης με την οποία η εταιρεία «Αθηναϊκά Θέατρα Α.Ε.» ξεκινάει τη δραστηριότητα της. Στην άλλη γωνία, ο Χρήστος Στέριογλου κάνει διατάσεις στο πονεμένο του πόδι, ενώ στο βάθος τα κορίτσια που υποδύονται τις γυναίκες του χωριού προσπαθούν να ισορροπήσουν τη στάμνα στον ώμο. Ο σκηνοθέτης Πέτρος Ζούλιας ελέγχει όλες τις δράσεις στη σκηνή, ενώ η Λίλυ Πεζανού, δίπλα του, τις λεπτομέρειες του σκηνικού. Αναρωτιέμαι πώς θα σταθεί το 2014 το έργο που υπήρξε η αγαπημένη επιλογή των μπουλουκιών και των θιάσων σε κάθε κρίση. Τα ρεκόρ του «Αγαπητικού της βοσκοπούλας» είναι πολλά: 15.000 παραστάσεις στη θεατρική πορεία του, με πρώτη αυτήν του 1894 στην Οδησσό, τέσσερις κινηματογραφικές μεταφορές – οι περισσότεροι θυμούνται εκείνη με τη μελαχρινή, ακόμη, Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Η «Γκόλφω» του Περεσιάδη που σκηνοθέτησε ο Νίκος Καραθάνος στο Εθνικό και οι εκδοχές της, που μας έδωσε επίσης με επιτυχία ο Σίμος Κακάλας, έδειξαν πως οι περήφανοι φουστανελάδες έχουν πέραση στις σκηνές της Αθήνας. Φέτος μάλιστα ο έρωτας είναι διπλός, αφού στο ίδιο έργο δίνεται χάπι εντ στο ειδύλλιο της Κρυστάλλως με τον Λιάκο, αλλά και της χήρας – μάνας της, της Στάθαινας (Μαρία Πρωτόπαππα), που ξαναβρίσκει τον παλιό της έρωτα τον Μήτρο (Βασίλης Μπισμπίκης) και την ξεχασμένη της θηλυκότητα.

Ρομαντισμός

«Η γενιά μου με ευκολία απέρριπτε για χρόνια αυτό το ρεπερτόριο, όπως και το δημοτικό τραγούδι», παραδέχεται ο Πέτρος Ζούλιας, τονίζοντας πως «σε περιόδους κρίσης το θέμα της ταυτότητας έρχεται στο προσκήνιο.

Σήμερα αυτά τα κείμενα συγκινούν, διότι η αθωότητα και ο ρομαντισμός είναι κόντρα σε μια τεχνοκρατούμενη κοινωνία, όπου όλα κυριαρχούνται από τη λογική και το συμφέρον. Η άδολη καρδιά, ο απόλυτος έρωτας, η πίστη συγκινούν την εποχή μας, που κατά πολλούς μοιάζει αντιερωτική, γεμάτη προδοσίες. Θέλω να στήσω μια παράσταση συγκίνησης, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει στο κείμενο, όπου το δράμα εναλλάσσεται με στιγμές κωμικές, η ορθοδοξία με τη δεισιδαιμονία».

Η συνταγή μοιάζει μελετημένη: «κλαις, γελάς και τραγουδάς». Ενα δημιουργικό συνονθύλευμα Ανατολής και Δύσης. «Το έργο μιλάει για μια εποχή που οι άνθρωποί της εκφράζονται ανοιχτά και καθαρά και παίζεται σε μια εποχή που ζούμε με τις άμυνές μας. Ηρωες που συνομιλούν κάθε λεπτό με τη ζωή και τον θάνατο, με τον Θεό και τον διάβολο, το μίσος και την αγάπη».

Κοιτάζοντας τον χώρο αναρωτιέμαι τι έχει να «πει» ο κόσμος των τσοπάνηδων στο λάιφσταϊλ κοινό, που επίσης προσελκύει το Παλλάς. «Ας το δούμε σαν ένα δικό μας μουσικό θέαμα που έχει σασπένς, ίντριγκες, έρωτες, ανατροπές, τραγούδι», μας συστήνει απενοχοποιημένα ο σκηνοθέτης. «Κάτι σαν το δικό μας… μιούζικαλ».

Φαντασίωση

Ακριβώς αυτή τη στιγμή, η Ρένη Πιττακή βγαίνει στην αίθουσα τριγυρνώντας με την ξύλινη γκλίτσα, ετοιμάζοντας τον ρόλο της Κυρα-Γιάνναινας (μητέρας του φτωχού Λιάκου). Εχει ξαναπαίξει σε έργο του Δημητρίου Κορομηλά, σε μια παράσταση-σταθμό για την «Τύχη της Μαρούλας» και το Θέατρο Τέχνης, στα χρόνια της μεταπολίτευσης. «Κατά πόσον μας συγκινούν αυτά τα κείμενα, είναι προς απόδειξη. Ξαναδιαβάζοντας την ιστορία του κωμειδυλλίου από τον Θόδωρο Χατζηπανταζή, διαπιστώνεις ότι η «Βοσκοπούλα» ήταν η απάντηση του δραματικού ειδυλλίου στο κωμειδύλλιο. Ηταν μια εποχή που παρουσίαζε την ελληνικότητα εξιδανικευμένη. Μια φαντασίωση που συχνά οδηγούσε και στον μεγαλοϊδεατισμό. Εχει σημασία, πάντως, να δει κανείς το κείμενο του συγγραφέα: η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κορομηλάς είναι η δημοτική, ενώ οι υποδείξεις του είναι όλες στην καθαρεύουσα!».

«Πάει στη βρύση για νερό,/ βρίσκει ένα ξένο μοναχό», τραγουδούν τα κορίτσια στη σκηνή, ο χορογράφος επιμένει «να κρατάτε με χάρη τη στάμνα», ενώ μια φωνή «κι άλλο ατύχημα παιδιά!» τους αποσυντονίζει όλους. Το γάργαρο γέλιο ενός κοριτσιού από τον χορό είναι ανακουφιστικό και η ερώτηση «Μήπως να κάνουμε έναν αγιασμό;», το σύνθημα για διάλειμμα.

Ο παλιός και η νέα

Ο Χρήστος Στέριογλου είναι ο μόνος που έχει ξαναπαίξει το έργο, το 1974 στο ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία του Κωστή Μιχαηλίδη. Υποδύεται τον Μπάρμπα Χρόνη, ένα οικείο πρόσωπο. «Τους γνωρίζω καλά αυτούς τους ανθρώπους: τις παρορμητικές τους αντιδράσεις, το ξεχασμένο ήθος, την ειλικρίνεια που κουβαλούν. Τους θυμάμαι από το Διδυμότειχο όπου μεγάλωσα. Είναι συγκινητικοί, όπως και η αθώα ματιά αυτών των κειμένων στην ιλουστρασιόν εποχή μας. Γοητεία ασκεί και ο 15σύλλαβος. Οπως και οι ερωτικές δυνατές ιστορίες με χάπι εντ. Εδώ έχουμε δύο».

Η Ευγενία Δημητροπούλου εκπλήσσει περισσότερο απ’ όλους, ιδίως με την αγάπη που μιλάει γι’ αυτά τα κείμενα, τα οποία μοιάζουν αταίριαστα με τα 30 της χρόνια. «Γεννήθηκα στη Λαμία, μεγάλωσα εκεί, οι γονείς μου ως φιλόλογοι αγαπούσαν την παράδοση κι εγώ επί εννέα χρόνια πήγαινα για χορούς στο Λύκειο Ελληνίδων», με αιφνιδιάζει. Γνωρίζει τους χορούς, κάποιες ντοπιολαλιές και από ’κει εκπορεύεται η συγκίνησή της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT