Από τη Μελίνα στην Αμάλ

2' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο τίτλος «Πληθαίνουν οι φωνές για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα» πρέπει να έχει εμφανιστεί αναρίθμητες φορές στις καλλιτεχνικές σελίδες του ελληνικού Τύπου τις τελευταίες δεκαετίες. Από τη Μελίνα Μερκούρη στην Αμάλ Αλαμουντίν, είναι πολλά τα χρόνια που μεσολάβησαν. Η διαδρομή που έχουμε διανύσει ως άνθρωποι και ως χώρα είναι πολύ μεγάλη· προς το χειρότερο και προς το καλύτερο. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας. Ας θυμηθούμε την αρχή της ιστορίας, κάπου στη δεκαετία του ’60: στην πρώτη σκηνή της «Φαίδρας» ο φακός κάνει ένα τράβελινγκ στην εξωτερική όψη του Βρετανικού Μουσείου και ύστερα περνάει στην αίθουσα των Μαρμάρων. Η Μελίνα στέκει και τα κοιτάει. Από σύμπτωση ή από πρόθεση, ο σπόρος ρίζωσε. Ο Ζυλ Ντασσέν κινηματογραφούσε τη Μελίνα Μερκούρη στον χώρο που, χρόνια αργότερα, θα γινόταν η σημαία της πολιτιστικής πολιτικής της. Γοητευτική και μαχητική, επιχειρηματολογούσε υπέρ της επιστροφής. Πότε με λευκή καμπαρντίνα, κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι, πότε μιλώντας με πάθος στη μεγάλη συνδιάσκεψη του Μεξικού, όταν η UNESCO ψήφισε για την επιστροφή (1982).

Τα χρόνια περνούσαν και το ελληνικό αίτημα αντιμετωπιζόταν άλλοτε με συγκρατημένη χλεύη ή φλεγματικό χιούμορ, άλλοτε με αυστηρές συστάσεις από τη βρετανική πλευρά. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές χρειάστηκε να καταγράψουμε στις πολιτιστικές σελίδες την άρνηση του διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου με επιχειρήματα κάποτε λογικά και οργανωμένα, κάποτε απαξιωτικά και υπεροπτικά. Οταν απαντήθηκε και το ερώτημα «και να έρθουν, πού θα τα βάλετε», με την ανέγερση του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, το «κίνημα υπέρ της επιστροφής» αποκτούσε, διεθνώς, όλο και περισσότερους οπαδούς. Πριν από ένα χρόνο ο Guardian (μετά τις σχετικές δηλώσεις του Τζορτζ Κλούνεϊ στο Φεστιβάλ Βερολίνου) έκανε δημοσκόπηση «αν πρέπει η Βρετανία να επιστρέψει τα Ελγίνεια», με το 80% να τάσσεται υπέρ της επιστροφής. Κατά καιρούς επίσημα, βρετανικά, χείλη αναφέρονταν σε «δανεισμό», το κλίμα, αν δεν μεταστρεφόταν κέρδιζε όλο και περισσότερους υποστηρικτές.

Η ελληνική πολιτεία τώρα, ΥΠΠΟ και κυβέρνηση, το ίδιο διάστημα της 30ετίας, χρησιμοποιώντας τα Γλυπτά είτε ως εθνικολαϊκιστικό σύνθημα είτε ως πολιτιστική διεκδίκηση, έκανε βήματα λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά.

Η προχθεσινή άφιξη της ωραίας Αμάλ Αλαμουντίν, με την αίγλη της κ. Κλούνεϊ να επισκιάζει τη δραστηριότητα της μεγαλοδικηγόρου, προκάλεσε εκτός από μεγάλη δημοσιότητα και πολλές σκέψεις. Δεν είναι μόνο το δίλημμα της ελληνικής κυβέρνησης αν τη συμφέρει ή όχι η νομική διεκδίκηση. Είναι και η «φαντασμαγορία» ενός εξαιρετικά προβεβλημένου προσώπου, όπως της κ. Αλαμουντίν, που μετακινεί το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών στη σφαίρα του θεάματος. Ενδεχομένως, αυτό, να μην είναι κατ’ ανάγκην κακό. Οι δεκαετίες που μεσολάβησαν από τη Μελίνα Μερκούρη ισχυροποίησαν μεν τη θέση της εικόνας, αλλά την ίδια στιγμή ανέδειξαν και την εφήμερη επιρροή της, εξαιτίας της κατάχρησής της. Ολα τα ρεπορτάζ επικεντρώθηκαν στις κομψές ενδυματολογικές επιλογές της, στα πέντε πιάτα του γεύματος στο Μικρολίμανο, στο «πάθος που μοιράζεται μαζί μας για την υπόθεση των Μαρμάρων».

Μεγαλώσαμε με το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών και ακόμη δεν έχουμε μια σαφή απάντηση: τα θέλουμε γιατί δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε αλλιώς (η υπόθεση έχει πάρει διαστάσεις – ποιος θα τολμούσε να παγώσει το αίτημα), τα θέλουμε από γινάτι, τα θέλουμε γιατί «εδώ ανήκουν», «η Ακρόπολη τα καλεί» κ.ο.κ., τα θέλουμε ως το εθνικό μας αφήγημα, «για την Ελλάδα, ρε γαμώ το», τα θέλουμε γιατί; Μέσα σε αυτήν την «επιστροφή» χωράνε πλέον όλα. Οπως συμβαίνει και με κάθε μιντιακό μύθο που μας αποσπά από την πραγματικότητα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή