Πόσες κυβερνήσεις θα ρίξει ακόμη η κρίση;

Πόσες κυβερνήσεις θα ρίξει ακόμη η κρίση;

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τέσσερις κυβερνήσεις έπληξε η κρίση μέχρι τώρα. Η αρχή έγινε το φθινόπωρο του 2009. Ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, υπό το βάρος των δύσκολων μέτρων που απαιτούνταν, και μην καταφέρνοντας να πετύχει τη συναίνεση της αντιπολίτευσης, προκήρυξε εκλογές τις οποίες το κόμμα του έχασε από το ΠΑΣΟΚ του Γ. Παπανδρέου. Ο τελευταίος, αρνούμενος να αποδεχτεί πως χρειάζονταν άμεσα και σκληρά μέτρα για να αποφύγει η χώρα τη χρεοκοπία, επιχειρηματολόγησε προεκλογικά με ανευθυνότητα και με το διαβόητο πλέον «λεφτά υπάρχουν», κέρδισε τις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009.

Η νέα κυβέρνηση δεν μακροημέρευσε. Σε λιγότερο από δύο χρόνια, αποδείχτηκε θύμα των δυσκολιών και των αντιφάσεών της και βούτηξε στο κενό. Το καλοκαίρι του 2011, ο Γ. Παπανδρέου τηλεφωνούσε στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιχειρώντας να απεγκλωβιστεί από τα δυσβάσταχτα καθήκοντα του πρωθυπουργού μιας πτωχευμένης χώρας. Ζητούσε και αυτός με τη σειρά του, μάταια, τη συναίνεση που νωρίτερα είχε αρνηθεί να προσφέρει. Μερικούς μήνες αργότερα, κάτω από την ακραία πίεση των «Αγανακτισμένων», ο Γ. Παπανδρέου προχώρησε στην απονενοημένη κίνηση της εξαγγελίας του δημοψηφίσματος, που συνέβαλε όχι μόνο στην κατάρρευση της κυβέρνησής του αλλά και στην πλήρη πολιτική του απαξίωση. Είναι αλήθεια πως κανείς άλλος Ελληνας πρωθυπουργός, κατά τη Μεταπολίτευση, δεν απαξιώθηκε τόσο πολύ από την κοινή γνώμη όσο εκείνος.

Κάπως έτσι, και μέσα σε συνθήκες δημοσιονομικού πανικού και πολιτικής αναστάτωσης, έλαβε σάρκα και οστά η κυβέρνηση Παπαδήμου στα τέλη του 2011. Εχοντας ως βασικό στόχο τη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων και την εφαρμογή των ζητούμενων μεταρρυθμίσεων, με διευρυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η κυβέρνηση αυτή προσπάθησε ιδιαίτερα να συμμαζέψει την κατάσταση αλλά υπονομεύτηκε, ευθύς εξαρχής, από τον έναν από τους δύο βασικούς της πυλώνες, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ο πρόεδρος της Ν.Δ. ζητούσε επιμόνως εκλογές καθώς είχε ως πρώτιστο μέλημά του να έρθει στην εξουσία το γρηγορότερο, και μάλιστα αυτοδύναμα.

Υπό τέτοιες ασυνήθιστα δύσκολες συνθήκες, για τα δεδομένα της Μεταπολίτευσης, φτάσαμε στις εκλογές του Μαΐου 2012, που σηματοδότησαν το τέλος του κυρίαρχου δικομματισμού. Τόσο η Ν.Δ., όσο και το ΠΑΣΟΚ, κατέρρευσαν εκλογικά ενώ μια νέα πολιτική δύναμη, ο ΣΥΡΙΖΑ, αναδύθηκε. Τελικά, ένα μήνα αργότερα, οι πολωμένες εκλογές του Ιουνίου έδωσαν μια ανάσα στη χώρα και μια νέα κυβέρνηση συνεργασίας τριών κομμάτων με πρωθυπουργό τον Αντ. Σαμαρά ήρθε στο προσκήνιο. Οι οπαδοί της Ευρώπης και της λογικής είχαν κάποιους λόγους να ελπίζουν.

Και αυτή η κυβέρνηση, όμως, από τη γέννησή της συνάντησε σοβαρά εμπόδια και πολέμιους. Πέρα από τη λυσσαλέα αντιπολίτευση υπήρχαν σοβαρά ενδογενή προβλήματα. Πρώην «αντιμνημονιακοί» και αντιμεταρρυθμιστές, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, έπρεπε να μεταμορφωθούν σε αυτό που δεν ήταν και κυρίως δεν ήθελαν να γίνουν. Οι όποιες εξαιρέσεις μέσα στην κυβέρνηση (του οικονομικού κυρίως επιτελείου) δεν έδειχναν πως αρκούσαν για να αλλάξει η φορά των πραγμάτων. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες και αλλαγές αποδόθηκαν κυρίως στις πιέσεις της τρόικας και της Γερμανίας. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση Σαμαρά ισορρόπησε ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις και στην ακινησία. Σημείωσε επιτυχίες, αλλά κινήθηκε χωρίς σαφή προσανατολισμό, κουβαλώντας συχνά κακές νοοτροπίες από το παρελθόν. Η υπόθεση της ΕΡΤ, ένα χρόνο μόλις μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης Σαμαρά, έδωσε το πρώτο χτύπημα. Η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ σηματοδότησε την αρχή του τέλους (και για τη ΔΗΜΑΡ και για την κυβέρνηση). Στη συνέχεια, το άσχημο εκλογικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, ο άστοχος ανασχηματισμός, το αποτυχημένο βήμα εξόδου στις αγορές υπονόμευσαν την αξιοπιστία και τη σταθερότητα της κυβέρνησης. Η αποτυχία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με μιαν έννοια είχε προαναγγελθεί.

Η 25η Ιανουαρίου 2015 σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κύκλου για την πολιτική ζωή της χώρας. Εντούτοις, ποιες είναι οι πιθανότητες η ερχόμενη κυβέρνηση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματα της οικονομίας ώστε να μακροημερεύσει; Ο καθένας μπορεί να δώσει την απάντηση: ελάχιστες, αν όχι ανύπαρκτες.

Οι επόμενοι μήνες θα είναι τόσο δύσκολοι για τη χώρα, που το πιο πιθανό είναι να δούμε ξανά μια κυβέρνηση με πρόσφατη λαϊκή εντολή να λυγίζει υπό το βάρος της αποτυχίας στο οικονομικό πεδίο. Επιπλέον, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις της περιόδου της κρίσης, η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις σημερινές εκλογές δεν θα βρει καμία συναίνεση από το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα όσο και αν την αναζητήσει. Είναι προφανές πως δεν μπορεί να βρει συναίνεση αυτός που την αρνήθηκε, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ακόμη και για τα πλέον αυτονόητα πράγματα.

Η περίοδος της ρευστότητας και της αστάθειας δεν φαίνεται να φτάνει στο τέλος της. Ενδεχομένως, μάλιστα, να ζήσουμε μια νέα έξαρση της πολιτικής κρίσης. Οπως λέει κι ένας φίλος μου, το βέβαιο είναι πως δεν θα πλήξουμε. Πάντως, μου φαίνεται πως, μερικές φορές, η πλήξη είναι ένα ευχάριστο συναίσθημα.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή