«Η πίκρα σήμερα δεν έχει σύνορα»

«Η πίκρα σήμερα δεν έχει σύνορα»

2' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν απίστευτα μικρή η λέξη «πάνδημη» και απίστευτα μεγάλη η θλίψη τόσων πολλών την περασμένη Κυριακή…

Και ο καθένας –κάθε φορά που προκύπτει– εκδηλώνει τη θλίψη του (και την οργή που προκαλεί πάντα η θλίψη) με διάφορους τρόπους. Αν ζούσαμε σε άλλες εποχές, ίσως να μη μαθαίναμε ποτέ πόσοι κατέβασαν ποιητικά βιβλία από τα ράφια των βιβλιοθηκών τους και πόσοι αναζήτησαν παρηγορία μέσα στους στίχους και στις λέξεις των ποιητών. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατάφεραν αυτή η κίνηση να μην είναι μια μοναχική ενέργεια – και είναι [και] αυτό μία από τις πολύ θετικές συμβολές αυτής της σύγχρονης μορφής επικοινωνίας. Σταχυολόγησα μερικούς από τους στίχους (είτε ποιητών είτε τραγουδοποιών), προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πρώτα απ’ όλα, ότι εκείνες οι άλλες αναρτήσεις, εναντίον των οποίων παρενέβη ήδη η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, είναι η μικρή άθλια πλειοψηφία.

Το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη «Παιδικό» διάλεξε για αποχαιρετισμό στον Βαγγέλη Γιακουμάκη η πανεπιστημιακός Χριστίνα Ντουνιά. «Τώρα η βραδιά/ γλυκιά που φτάνει,/ θα μου γλυκάνει/ και την καρδιά./ Τ’ αστέρια εκεί/ θα δω, θα νιώσω/ οι άνθρωποι πόσο/ είναι κακοί…».

Στίχους του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι επέλεξε ο συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού «Εντευκτήριον», Γιώργoς Κορδομενίδης: «Ωσπου μια μέρα/ -την πιο διάφανη απ’ όλες-/ μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας/ ληστεύουν το φεγγάρι μας/ γιατί ξέρουνε το φόβο μας/ που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας./ Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα/ πλέον δεν μπορούμε να πούμε τίποτα».

Τις «Ωδές στον Πρίγκηπα» του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου διάλεξε ο μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων Ερρίκος Σοφράς: «Θα γδέρνουν, Πρίγκηπα. Αυτοί θα γδέρνουν πάντοτε/ τα μαλακά μωρά και τριαντάφυλλα στο γαλανό βυθό τους/ σε υγρούς στηθόδεσμους σαλεύοντας τα λάβρα χείλη/ μαζεύουνε την πεθαμένη γύρη και τους κάλυκες/ μιας όψιμης γιορτής. Ολα γι’ αυτούς. / Για μας το ατέλειωτο πνευματικό σκοτάδι». Αλλοι διάλεξαν στίχους, πολλούς και διαφορετικούς, του Γιώργου Σεφέρη: «…και των ματιών σου οι μαύροι κρίκοι/ και της νυχτιάς η ανάερη φρίκη…/ Σκύψε να μπεις πάλι στη θήκη/ λεπίδι της σιωπής μας, χίμαιρα».

Και πολλοί, πάρα πολλοί, κάλεσαν και τη μουσική για συμπαραστάτη. Οπως το «Κάποτε θα ’ρθουν», τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και έγιναν γνωστοί από τη φωνή του Παύλου Σιδηρόπουλου: …«Υπερασπίσου το παιδί/ γιατί αν γλιτώσει το παιδί/ υπάρχει ελπίδα». Ή «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» του Μάνου Χατζιδάκι, που «κυνηγούν έναν τρελό/ τον επνίγουν με τα χέρια/ και τον καίνε στο γιαλό», μαζί με «Το παιδί από την Κρήτη…» του Μάνου Χατζιδάκι και του Μιχάλη Μπουρμπούλη. Μια μέρα που η πίκρα πολλών ανθρώπων «δεν είχε σύνορα», η ποίηση λειτούργησε, κάπως, σαν ανακούφιση, σαν κάθαρση, σαν παρηγορία…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή