«Ασκώ τους συγγραφικούς μου μυς»

«Ασκώ τους συγγραφικούς μου μυς»

5' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ραντεβού ήταν στον σταθμό του μετρό στην Ακρόπολη. «Συνήθως κάθομαι σ’ αυτό το τραπέζι γιατί βλέπω κατ’ ευθείαν την Ακρόπολη», μου είπε μόλις συναντηθήκαμε. Ο Λίο Μάρσαλ (Leo Marshall), κοινωνιολόγος, γλωσσολόγος, καθηγητής και μεταφραστής ελληνικής λογοτεχνίας, ζει μεγάλο μέρος του χρόνου στην πατρίδα του πατέρα του, την Αγγλία. Αλλά όταν βρίσκεται στην Αθήνα, έχει φροντίσει να βλέπει την Ακρόπολη και από τη βεράντα του σπιτιού του. Η αφορμή για τη συνάντησή μας ήταν η έκδοση ενός ακόμη ελληνικού λογοτεχνικού βιβλίου, από τη σειρά του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ (University of Birmingham), που μετέφρασε ο Λίο Μάρσαλ: του βιβλίου του Γιάννη Σκαρίμπα «Μαριάμπας». Δεν είναι το μόνο που έχει μεταφράσει στα αγγλικά ο Μάρσαλ. Στον μεταφραστικό του κατάλογο υπάρχουν ακόμα τρία διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δύο βιβλία του Σωτήρη Δημητρίου (για τη μετάφραση του βιβλίου «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου» έχει μάλιστα βραβευτεί) και ένα του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη.

Σπούδασε στο Λονδίνο και στην Οξφόρδη, όχι όμως ελληνικά. Οι σπουδές του ήταν πάνω στην Κοινωνιολογία, τη Γλωσσολογία και λίγο αργότερα στη Φιλοσοφία της γλώσσας. Παρ’ όλα αυτά λέει με παρρησία ότι όταν ήρθε η στιγμή να μεταφράσει τον Παπαδιαμάντη, «η δύναμη της θεωρίας δεν ήταν αρκετά σημαντική γι’ αυτό το εγχείρημα. Οπως και με τον Σκαρίμπα, που είναι ακόμα πιο δύσκολος από τον Παπαδιαμάντη. Το κείμενο του Παπαδιαμάντη, όταν το βλέπεις, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις». Και αμέσως μετά λέει ότι θεωρεί τη λογοτεχνία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ισότιμη με την πρώτη σειρά της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. «Τον θεωρώ ισότιμο με τον Φλομπέρ».

Ο Λίο Μάρσαλ δεν είναι άκριτα γοητευμένος. Δεν κρύβει ότι δεν είναι όλα τα έργα του Παπαδιαμάντη σημαντικά. «Ομως υπάρχουν κάποια που είναι αριστουργήματα». Εξίσου σημαντικό θεωρεί και τον Σκαρίμπα, που τον χαρακτηρίζει κορυφαίο συγγραφέα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο: «Με την αριστοτεχνικά οργανωμένη χρήση της γλώσσας και τη δομή των έργων του, αλλά και το βάθος της σκέψης του είναι στον εικοστό αιώνα όσο σημαντικός είναι π.χ. ο Ρεϊμόν Κενό ή ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ», λέει.

Εχω απέναντί μου έναν άνθρωπο με άποψη, χωρίς φανατισμούς και στερεότυπα, με τον οποίο χαίρεται κανείς να συζητά. Εχει άποψη για την ελληνική πραγματικότητα (ζει άλλωστε με την Αγγλίδα γυναίκα του για μεγάλα διαστήματα, είτε στην Αθήνα είτε στο σπίτι τους στην Ανδρίτσαινα), έχει άποψη για την ελληνική καθημερινότητα, έχει άποψη, φυσικά, για την ελληνική λογοτεχνία. Του λέω πάντως ότι διαλέγει «δύσκολους» συγγραφείς. «Διαλέγω αυτούς που από πλευρά ύφους έχουν πραγματικό ενδιαφέρον. Το ύφος μ’ ενδιαφέρει κυρίως. Οχι ότι δεν μ’ ενδιαφέρει το περιεχόμενο, αλλά αναζητώ το είδος του περιεχομένου που προέρχεται από το ύφος. Γιατί αυτή είναι η λογοτεχνία». Και ομολογεί και κάτι ακόμα: «Μεταφράζοντας, ασκούσα τους συγγραφικούς μου μυς. Πάντα ξεκινώ, αλλά σταματώ. Η ιδέα πάντα ήταν ότι “θα κάνω αυτή τη μετάφραση, θα έχουν δυναμώσει οι μύες μου και μετά θα ξεκινήσω”. Αλλά κάθε φορά χρειάζομαι πιο πολλή άσκηση. Νομίζω όμως ότι ο Σκαρίμπας ήταν η τελευταία άσκηση».

Του λέω ότι σίγουρα έχει επηρεαστεί (κάνοντας μέσα του συγκρίσεις) και από τους συγγραφείς που έχει μεταφράσει. Το αποδέχεται. Αυτό που τον ανακόπτει -λέει- είναι ότι δεν θα έχει πρωτοτυπία. «Ολοι αυτοί έχουν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα και μια ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Ο φόβος μου πάντα είναι ότι αυτό είναι που μου λείπει».

Θα ασχοληθεί με άλλον Ελληνα λογοτέχνη; «Οχι. Τα χρόνια περνάνε, η άσκηση κάποτε τελειώνει και σκοπεύω τώρα ν’ αρχίσω να γράφω λογοτεχνία. Αλλωστε ο Σκαρίμπας ήταν ο πιο δύσκολος και το βιβλίο που με κούρασε περισσότερο. Κάθε φορά, βέβαια, νόμιζα ότι άγγιξα την κορυφή της δυσκολίας. Μέχρι το επόμενο…».

«Στην Ελλάδα του Ανδρέα»

Μέχρι να πέσει στα χέρια του ο Παπαδιαμάντης, ο Λίο Μάρσαλ διάβαζε, στα ελληνικά πάντα, τους «κοινούς γνωστούς» και δεν κρύβει ότι δεν είχε ενθουσιαστεί. «Δεν την έπαιρνα πολύ στα σοβαρά την τρέχουσα ελληνική λογοτεχνία». Ηρθε στην Ελλάδα στις 18 Οκτωβρίου 1981 -«την ημέρα που έγινε πρωθυπουργός ο Ανδρέας Παπανδρέου», λέει γελώντας- για να διδάξει στο Κολλέγιο Αθηνών, θέση στην οποία έμεινε δύο χρόνια. Τότε βρέθηκε στο «Βιβλιοπωλείο της Εστίας» όπου ξεφύλλιζε διάφορα βιβλία και στάθηκε στη «Νοσταλγό» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. «Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Διάβασα μερικά δικά του ακόμα. Κι επειδή το ύφος του μου φάνηκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον, δοκίμασα να το μεταφράσω, γιατί ήθελα να δω αν μπορώ να κάνω κάτι ανάλογο στα αγγλικά». Τότε ξεκίνησε. Αργότερα του πρότειναν οι εκδόσεις «Κέδρος» να μεταφράσει Ελληνες συγγραφείς. Επέλεξε τον Σωτήρη Δημητρίου, «που με γοήτευσε για εντελώς διαφορετικούς λόγους από τον Παπαδιαμάντη. Ο Δημητρίου με τη λιτότητά του μ’ ενδιέφερε». Ο Λίο Μάρσαλ θεωρεί ότι οι τρεις Ελληνες συγγραφείς που γράφουν με αυτόν τον τρόπο είναι ο Στρατής Δούκας, ο Θανάσης Βαλτινός και ο Σωτήρης Δημητρίου. «Νομίζω ότι ο καλύτερος είναι ο Στρατής Δούκας». Για να μεταφράσει τον Σωτήρη Δημητρίου, μάλιστα, δημιούργησε εξ αρχής μια τεχνητή διάλεκτο. «Αν χρησιμοποιούσα αγγλική διάλεκτο, θα βρισκόταν ο αναγνώστης στην Αγγλία και ήθελα ο αναγνώστης να βρεθεί σε ουδέτερο μέρος».

Ελληνικά… από κούνια

Το πώς ο Λίο Μάρσαλ αποφάσισε κάποια στιγμή να μάθει ελληνικά, ήταν η πρώτη προφανής ερώτησή μου όταν συναντηθήκαμε και η απάντησή του έκρυβε μια ιστορία από αυτές που ίσως να έχουν ζήσει πολλοί άνθρωποι που ανήκουν στη λεγόμενη «γενιά του πολέμου».

«Η μητέρα μου ήταν Ελληνίδα, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία», ξεκίνησε να μου λέει. «Στον ελληνικό Εμφύλιο ο πατέρας μου υπηρετούσε στον βρετανικό στρατό, στις Ειδικές Δυνάμεις. Και ήταν εδώ στα Δεκεμβριανά. Περνούσε μια μέρα από την πολυκατοικία όπου έμενε η μητέρα μου, στην οδό Θεμιστοκλέους.

Τότε, μαζί μ’ έναν φίλο του, χτυπήθηκαν από τους αντάρτες. Εγινε ανταλλαγή πυρών και οι αντάρτες διέφυγαν από την πολυκατοικία όπου έμενε η μητέρα μου. Ο πατέρας μου και η ομάδα του τους ακολούθησαν.

Ζήτησαν από τους ενοίκους κάποιον που να μιλάει αγγλικά.

Η μητέρα μου ήξερε, οπότε συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Επέστρεψε όμως και την γύρεψε. Στον παππού μου, βέβαια, δεν άρεσε καθόλου αυτή η εξέλιξη, αλλά αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν στην Αθήνα με ορθόδοξο και καθολικό γάμο. Οπότε τα ελληνικά ήταν μητρική μου γλώσσα. Παρ’ όλο που στον πατέρα μου δεν άρεσε καθόλου να μιλάμε ελληνικά στο σπίτι, ζήλευε.

Οταν ήμουν 4-5 χρόνων, επειδή αρρώστησε ο πατέρας μου, ήρθα για ενάμιση χρόνο στην Ελλάδα, έμεινα με τον παππού και τη γιαγιά μου, κι έμαθα να μιλάω ελληνικά και να διαβάζω μόνος μου. Τα πρώτα μου αναγνώσματα ήταν τα “Κλασικά Εικονογραφημένα”».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή