Γιαν Φαμπρ: «Mην μπαίνεις στην κουζίνα αν φοβάσαι ότι θα καείς…»

Γιαν Φαμπρ: «Mην μπαίνεις στην κουζίνα αν φοβάσαι ότι θα καείς…»

8' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χαρμολύπη, κλαυσίγελως: η ελληνική γλώσσα έχει κάποιες λέξεις που περιγράφουν αυτό το περίεργο, ανάμεικτο συναίσθημα χαράς και λύπης. Υπάρχει, βέβαια, και μια λιγότερο κόσμια, από το πεδίο της slang. Επιτρέψτε μου να την αναφέρω: τουρλουμπούκι. Ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, δεν έχω αποφασίσει ποια κατεύθυνση λεξιλογίου πρέπει να ακολουθήσω. Ας είναι. Είμαι σίγουρη πως τα ίδια τα γεγονότα θα βρούν τη… φόρμα εξιστόρησης που τους ταιριάζει.

Τρίτη μεσημέρι και το αμφιθέατρο του Μουσείου Ακρόπολης ήταν γεμάτο. Δεκάδες δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και τηλεοπτικά συνεργεία περιμέναμε τον Γιαν Φαμπρ, νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών, για την πρώτη του μεγάλη συνέντευξη Τύπου, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Σχεδόν κανείς, βέβαια, δεν πρόσεξε ότι στον ενημερωτικό φάκελο που μας είχαν διανείμει μια ανατροπή είχε ήδη συντελεστεί. Φεστιβάλ Αθηνών δεν αναγραφόταν πουθενά. Αντ’ αυτού, ένας νέος θεσμός φαίνεται πως έχει ανατείλει με συνοπτικές διαδικασίες: Διεθνές Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

Με καθυστέρηση είκοσι λεπτών, ο διάσημος Βέλγος καλλιτέχνης πέρασε το κατώφλι της αίθουσας μαζί με τους στενούς του συνεργάτες και, φυσικά, με τον υπουργό Πολιτισμού Αριστείδη Μπαλτά. Τα φλας άστραψαν, θερμές χειραψίες αντηλλάγησαν με τους «επισήμους» των πρώτων σειρών, η πολυαναμενόμενη συνέντευξη Τύπου αισίως ξεκίνησε.

Ο Σπινόζα και η ναυμαχία του Ναβαρίνου

Είχα την ελπίδα ότι κάτι ουσιαστικό θα άκουγα από τα χείλη του κυρίου Μπαλτά, που πήρε πρώτος το λόγο. Ειδικά όταν προανήγγειλε ότι θα μας αναλύσει το σκεπτικό με το οποίο επελέγη ο Φαμπρ -άρα και αντικαταστάθηκε ο Γιώργος Λούκος- γιατί «έτσι οφείλει να κάνει όποιος έχει μια θέση ευθύνης: να δικαιολογεί κάθε απόφασή του». Διαψεύστηκα. Επί σχεδόν δεκαπέντε λεπτά ο υπουργός μιλούσε για φιλοσοφία, για τέχνη και ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά επαρκή λόγο που να δικαιολογεί την επιλογή του δεν έδωσε. Μας «ταξίδεψε» στον 17ο αιώνα, τον Χρυσό Αιώνα του πολιτισμού των Κάτω Χωρών, «τότε που εκτός από το εμπόριο άνθησαν σε βαθμό εκκωφαντικό (sic) οι τέχνες και τα γράμματα». Μας ανέλυσε γιατί λατρεύει τον Σπινόζα, «την αριστερή/ριζοσπαστική πτέρυγα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, φιλόσοφο της ζωής και της εν τω κόσμω ευτυχίας». Μας εξήγησε γιατί θεωρεί τον Φαμπρ συνεχιστή του Σπινόζα – «επειδή καινοτομεί σε όλες τις μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης και συνθέτει τις τέχνες αναζητώντας κάθε στιγμή το ωραίο»… Μας παρουσίασε και το όραμά του για το μέλλον: «Να ξανακερδίσει η Ελλάδα τη θέση που της αξίζει, να βρεθεί στο επίκεντρο του παγκόσμιου καλλιτεχνικού γίγνεσθαι».

Τέλος, σε μια… ακροβασία επιχειρημάτων, μας είπε και το εξής: «Η απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό στηρίχτηκε στη βοήθεια των ευρωπαϊκών δυνάμεων – όπως έγινε στη ναυμαχία του Ναβαρίνου. Κάποια στιγμή η χώρα μας πρέπει να ανταποδώσει το χρέος της». Και το κάνει τοποθετώντας έναν διάσημο Βέλγο στο τιμόνι του θεσμού μέσω του οποίου, εδώ και έξι δεκαετίες, εκφράζεται ό,τι καλύτερο παράγουμε σε επίπεδο πολιτισμού (εντάξει, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς).

Ο Γιαν Φαμπρ είναι… κουλ

Υποθέτω ότι η λύπη την οποία αισθάνθηκα δικαιολογείται απολύτως έπειτα από όλα αυτά τα σουρεαλιστικά. Επειδή όμως στην αρχή μίλησα για ανάμεικτα συναισθήματα, οφείλω να εξηγήσω και τη χαρά -τα ψήγματά της, έστω- που ένιωσα εκείνο το μεσημέρι. Και αυτή αφορά τον ίδιο τον Γιαν Φαμπρ. Δεν ξέρω πολλά για την τέχνη του. Δεν έχω αποκωδικοποιήσει τον καλλιτέχνη που έχει γεμίσει κάθε εκατοστό της εξωτερικής επιφάνειας ενός κάστρου (!) με σχέδια από στυλό, που έχει ζητήσει από το κοινό να μείνει 24 ώρες ξύπνιο σε ένα κάθισμα για να δει την παράστασή του «Ολυμπος» και έχει βάλει συνεργάτες του να πετούν γάτες στον αέρα πίσω από τη σκηνή, προκειμένου να επενδύσουν με τις κραυγές τους ένα θεατρικό έργο του. Ομως, πάντα χαίρομαι όταν γνωρίζω ανθρώπους με μια σπίθα στα μάτια, με τη λάμψη του πάθους γι’ αυτό που κάνουν στο βλέμμα. Και αυτό διέκρινα στον Γιαν Φαμπρ: έναν ευφυή, κουλ, επικοινωνιακό καλλιτέχνη. Και τυχερό, επιπλέον. Γιατί μια χώρα τού παραδίδει τα κλειδιά του πιο σημαντικού πολιτιστικού φεστιβάλ της και τον αφήνει να… κάνει παιχνίδι (η slang, που λέγαμε παραπάνω). Και μάλιστα χωρίς όρους. Δεν ευθύνεται εκείνος για όσα γίνονται. Πώς θα μπορούσε να αρνηθεί;

Και το κερασάκι στην τούρτα: Αντί για τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ, μας προέκυψε ένας απλός curator (επιμελητής). «Δεν έχω τις ικανότητες ούτε το ταλέντο να διευθύνω, δεν είμαι γεννημένος για διευθυντής», μας είπε ο Φαμπρ. «Δεν θα ασκώ διοικητικά καθήκοντα, δεν θα υπογράφω συμβάσεις, μόνο συμβουλές μπορώ να δίνω, ως καλλιτέχνης». Και ποιος θα κάνει κουμάντο; Ποιος θα παίρνει τις αποφάσεις; Ποιος θα έχει την ευθύνη; Παρά τις επίμονες ερωτήσεις μας, ο Γιώργος Αντωνακόπουλος, νέος πρόεδρος του Δ.Σ. του Φεστιβάλ, απέφυγε να μας δώσει την παραμικρή πληροφορία. Πέπλο μυστηρίου σκεπάζει και το φετινό μπάτζετ, όπως και τις αμοιβές των συντελεστών – «Θα τα δείτε όλα στη Διαύγεια», επαναλάμβανε. Οσο για τον curator; «Tα χρήματα δεν έχουν τόση σημασία, είναι εργαλείο», δήλωσε. «Οταν γκρίνιαζα στη μητέρα μου γιατί ήθελα περισσότερα χρήματα, μου έλεγε: “Είναι πιο όμορφο να ανταλλάσσεις λέξεις και όχι χρήματα”»…

«Κι άλλη γυναίκα δημοσιογράφος;»

Πεινούσε. Ηθελε απεγνωσμένα να καπνίσει. Είχε τουλάχιστον άλλα τέσσερα ραντεβού μέχρι αργά το απόγευμα. Παρά ταύτα, με υποδέχθηκε γελαστός. «Κι άλλη γυναίκα δημοσιογράφος; Η τύχη είναι με το μέρος μου σήμερα», είπε ο 57χρονος Γιαν Φαμπρ, απλώνοντας το χέρι του για μια εγκάρδια χειραψία. Δεν είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Δεν τον ρώτησα για τον βελγικό προσανατολισμό του Φεστιβάλ, γιατί σ’ αυτό απαντά με τη δήλωσή του που έχει ήδη δώσει στα ελληνικά ΜΜΕ: «Στην πρώτη μου χρονιά, θέλω να δημιουργήσω ένα αφιέρωμα στο Βέλγιο. Γιατί είναι το σπίτι και το καταφύγιό μου. Γεννήθηκα και ανατράφηκα στο Βέλγιο και έτσι έχω αναπτύξει την καλλιτεχνική πρακτική μου από εκεί ως μια πύλη προς τον υπόλοιπο κόσμο. Στη δεκαετία του 1980, η χώρα μου γέννησε το “φλαμανδικό Κύμα”, μια ομάδα διαθεματικών καλλιτεχνών που ανέτρεψε τις καλλιτεχνικές συμβάσεις και επηρέασε την καλλιτεχνική σκηνή ώστε να γίνει αυτό που είναι σήμερα. Τέλος, γιατί το Βέλγιο ξεχωρίζει με την υπερ-διαφορετικότητα και την πολυ-πολιτισμικότητά του – τόσο στο γήπεδο όσο και στους δρόμους και στις γκαλερί». Προηγουμένως, στη συνέντευξη Τύπου μάς είχε αναλύσει την άποψή του για το ποδόσφαιρο, που «είναι και αυτό μια μορφή τελετουργίας, μια μορφή θεάτρου. Ποδόσφαιρο σημαίνει δράμα, σημαίνει να αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα και να δημιουργείς τη δική σου μοίρα»…

Πριν αποχαιρετιστούμε, βγάλαμε την καθιερωμένη αναμνηστική φωτογραφία. «Θα μείνετε μέρες; Θα προλάβετε να εξερευνήσετε την Αθήνα;» τον ρώτησα. «Μα την ξέρω καλά! Εχω έρθει αμέτρητες φορές. Τη λατρεύω την Αθήνα, ειδικά τη νυχτερινή ζωή της. Μόνο για ελληνικές σπεσιαλιτέ μη μου μιλήσετε. Για μένα φαγητό είναι μόνο οι μπριζόλες και οι τηγανητές πατάτες. Βέλγος μέχρι το κόκαλο!»

Πώς αισθάνεστε που βρίσκεστε στο μικροσκόπιο του ελληνικού Τύπου;

Δεν με πειράζει. Θα έπρεπε; Εγώ στο μυαλό μου έχω μόνο ένα στόχο: να φτιάξουμε ένα καλό Φεστιβάλ. Τίποτα δεν πρόκειται να αποσπάσει την προσοχή μου. Αλλωστε, έχω συνηθίσει στο να σχολιάζεται ό,τι κάνω. Είναι κομμάτι της δουλειάς μου. Η μητέρα μου έλεγε: «Μην μπαίνεις στην κουζίνα αν φοβάσαι ότι θα καείς»… Είχε δίκιο. Οταν είσαι καλλιτέχνης, οφείλεις να ανοίγεις το στόμα σου και να μιλάς όταν πρέπει, ακόμα κι αν δεν είσαι αρεστός σε κάποιους.

Είναι αλήθεια ότι και οι κριτικοί δεν σας λατρεύουν πάντα…

Μα, αυτός είναι ο ρόλος τους! Δεν με ενοχλεί, είμαι λάτρης του διαλόγου – φτάνει να γίνεται διάλογος. Οι καλλιτέχνες και οι κριτικοί είμαστε σαν τους κλέφτες και τους αστυνόμους. Δεν μπορούμε να ζήσουμε ο ένας χωρίς τον άλλο. (Γέλια)

Πολλές φορές επαναλάβατε ότι θα είστε curator του Φεστιβάλ και όχι διευθυντής. Γιατί αισθάνεστε την ανάγκη να το διευκρινίζετε συνεχώς; 

Γιατί πρέπει να καταλάβετε ότι ο ρόλος μου δεν είναι να προγραμματίσω events και παραστάσεις, να βάλω ονόματα και ημερομηνίες σε μια λίστα. Το βλέπω ως περιπέτεια, ως έργο τέχνης, με τους δικούς του κανόνες, τις δικές του επιτυχίες και αποτυχίες.

Ο Γιώργος Λούκος ήταν πολύ δημοφιλής. Και οι επιλογές του, στην πλειονότητά τους, πολύ επιτυχημένες. Φοβάστε τη σύγκριση μαζί του;

Οχι, γιατί είμαι καλλιτέχνης κι εκείνος programmer (σ.σ.: διοργανωτής πολιτιστικών γεγονότων).

Του έχετε μιλήσει καθόλου;

Οχι. Γνωριστήκαμε πριν από δέκα χρόνια στο Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας και ανταλλάξαμε μια χειραψία. Μέχρι εκεί.

Προσπάθησαν κάποιοι Ελληνες καλλιτέχνες να επικοινωνήσουν μαζί σας για να σας ζητήσουν να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα;

Πολλοί. Δεν θα ήθελα να αναφέρω ονόματα. Τους εξήγησα ότι ο πρώτος χρόνος θα είναι αφιερωμένος στο Βέλγιο. Για να έχω το περιθώριο να ενημερωθώ, να γνωρίσω ανθρώπους, να χτίσω σιγά-σιγά γέφυρες, να αναπτύξω το διάλογο. Το «χρώμα» θα είναι περισσότερο ελληνικό από το 2017 και μετά.

Εχετε σκεφτεί πώς θα ταιριάξετε την προσωπική σας αισθητική με τις προσδοκίες του ελληνικού κοινού;

Το μόνο που ζητώ από τους Ελληνες είναι να είναι «ανοιχτοί» και γενναιόδωροι. Ξέρω πως είναι δύσκολο, γιατί έχουν πολλά προβλήματα, λόγω κρίσης, αλλά όπου δεν υπάρχουν προβλήματα δεν υπάρχουν και λύσεις.

«Χρειάζεσαι μια ολόκληρη ζωή για να γίνεις νέος καλλιτέχνης», έχετε πει. Σήμερα είστε πιο νέος καλλιτεχνικά σε σύγκριση με πριν από δέκα χρόνια;

Φυσικά! Οταν είσαι είκοσι ετών, είσαι γεμάτος φιλοδοξίες, άγχη και φόβους. Αγωνιάς να αποδείξεις ότι είσαι καλός, να ξεχωρίσεις, να σε αποδεχθούν. Αυτό σου κοστίζει πολλή ενέργεια. Είναι λογικό να αισθάνομαι πιο ελεύθερος, λοιπόν, σήμερα. Και συνεπώς να είμαι πιο δημιουργικός.

Εχετε μετανιώσει για πράγματα που δεν έχετε κάνει;

Η αλήθεια είναι ότι, αν μπορούσα να επιστρέψω στο παρελθόν και να ξεκινήσω από την αρχή, θα ακολουθούσα διαφορετική διαδρομή. Θα σπούδαζα πρώτα Φιλοσοφία, μετά Ανθρωπολογία και στη συνέχεια θα γινόμουν καλλιτέχνης.

Ποια είναι τα βασικά «υλικά» της τέχνης;

Ενστικτο, διαίσθηση και νοημοσύνη. Και για να είμαι πιο συγκεκριμένος, εγώ δουλεύω με το μυαλό, την καρδιά και τα… balls! (Κάνει μια κίνηση δείχνοντας προς τα γεννητικά του όργανα.)

Τι είναι αυτό που κάνει έναν καλλιτέχνη καλό;

To να αποδεχθεί τη μετριότητα της ευφυΐας του.

Πώς περνάτε το χρόνο σας όταν δεν δουλεύετε; Δεν ξέρω τι να σας απαντήσω. Εργάζομαι 48 ώρες το 24ωρο. Μόνο έτσι απολαμβάνω τη ζωή.

Αναφέρεστε συχνά στο θάνατο και στο ότι η τέχνη πρέπει να προετοιμάζει τον άνθρωπο για το αναπόφευκτο τέλος. Εσείς φοβάστε το θάνατο όσο μεγαλώνετε;

Δύο φορές έως τώρα έχω μείνει σε κώμα, έπειτα από σοβαρά ατυχήματα. Ζω, λοιπόν, σε κατάσταση… post mortem, με χρόνο δανεικό. Ετσι νιώθω. Γι’ αυτό και κάθε λεπτό που περνάει το βρίσκω συναρπαστικό.

Πώς θέλετε να σας θυμούνται;

Ως έναν καλλιτέχνη που έπαιρνε τα πράγματα στα σοβαρά – όσο έπρεπε.

Μπορείτε να συμπληρώσετε τη φράση: Ο Γιαν Φαμπρ είναι…

Υπηρέτης της ομορφιάς!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή