«Ενας ηθοποιός τι παράγει; Αέρα…»

«Ενας ηθοποιός τι παράγει; Αέρα…»

5' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά το «Σιχτίρ μπουντρούμ» ο Βασίλης Παπαβασιλείου γράφει το «Relax Mynotis», ένα θεατρικό κείμενο που αφορά σε ένα πρώτο επίπεδο τη ζωή του ηθοποιού, στο βάθος όμως ανατέμνει ζητήματα ουσίας: ψευδαισθήσεων και άυλων κληρονομιών. Μέσα από την ανάγκη ενός ηθοποιού να συστήσει μια κληρονομιά κληροδοτώντας το ανύπαρκτο, ο Β. Παπαβασιλείου με τη σημαντική συνδρομή του νεότερου αλλά εξίσου φιλοσοφημένου Γιάννου Περλέγκα παραδίδει στο κοινό ένα κείμενο που θα μείνει ιστορικό, όχι μόνο για την ιστορία του θεάτρου αλλά και για το ολοένα αυξανόμενο φαινόμενο αυτών που αναζητούν μέσα από πομφόλυγες τη διαχρονία και την υστεροφημία τους. Η «Κ» συνάντησε τους δύο θεατρανθρώπους στο καμαρίνι τους και απόλαυσε τη συζήτηση μαζί τους.

Μισή διαθήκη

– «Relax mynotis». Σαν να φωνάζει κάποιος στον Μινωτή να ηρεμήσει…

Β.Π.: Ο Μινωτής είναι η αφορμή. Το «Relax Mynotis» αφορά μια διαθήκη που έμεινε μισή και έρχεται μια παράσταση να τη συμπληρώσει.

– Σε τι αφορά το κληροδότημα;

Β.Π.: Ενας ηθοποιός τι παράγει; Αέρα. Αυτό είναι το κληροδότημα.

– Μνήμη μήπως;

Β.Π.: Η τέχνη μας είναι η στιγμή και το μνημόσυνο μαζί. Αυτό είναι το θέατρο. Ο Μινωτής άφησε μισό κοστούμι. Αυτήν τη διαχείριση απαιτεί η δουλειά, να συμφιλιωθείς ότι δεν έχεις να αφήσεις τίποτα. Εγώ θεωρώ ότι η θεατροφιλία είναι μια μορφή εξιδανίκευσης της νεκροφιλίας.

– Πόσο καιρό το γράφατε;

Β.Π.: Είναι γραμμένο σε τρία στρώματα. Το πρώτο γράφτηκε το 1990, μετά το 1995 και η δεύτερη εικόνα γράφτηκε το 2016.

– Ο ρόλος του συμβολαιογράφου πώς μπήκε στη μεταβίβαση;

Β.Π.: Ο Γιάννος έχει την ηλικία του παιδιού αν είχα σήμερα παιδί. Ο ίδιος είναι από τους πιο άξιους της γενιάς του. Η συναναστροφή του με τον Τόμας Μπέρνχαρντ τον έφερε πιο κοντά στο κείμενο αυτό και φυσικά σε μένα. Ο συμβολαιογράφος κάνει και αυτός τη διαδρομή του. Εκανε το λάθος να δηλώσει εξαρχής ότι δεν θέλει να πληρωθεί.

– Με τι τρέφεστε εσείς οι ηθοποιοί, οι άνθρωποι του θεάτρου γενικά, με το χειροκρότημα, με τα καλά λόγια;

Γ.Π.: Αν μείνεις υπόδουλος και υπόλογος σε αυτά, αλίμονο. Γιατί δεν θα μπορέσεις να κάνεις τη δουλειά σου.

Β.Π.: Το θέατρο συγκεντρώνει τις πιο αρχοντικές φύσεις και τα πιο ψωνιούχα ιζήματα.

– Εσείς πώς το αντιλαμβάνεστε;

Γ.Π.: Εγώ έχω να περηφανευτώ ότι μπήκα στο θέατρο για να συναντηθώ με κάποιους ανθρώπους. Και ήξερα και με ποιους. Είχα την τύχη στα 19 μου να συναντηθώ με τον Λευτέρη Βογιατζή και τώρα στα 35 μου με τον Βασίλη. Αργήσαμε λίγο, Βασίλη, αλλά τα καταφέραμε. Δυστυχώς, όμως, αυτά τα 16 χρόνια που δουλεύω, το θέατρο –τουλάχιστον η εκδοχή που βιώνω εγώ– έχει γίνει ενοχική υπόθεση.

– Με ποια έννοια;

Γ.Π.: Είναι ποινικοποιημένη η προσωπική εμπλοκή, είναι ποινικοποιημένος ο κόπος. Είναι ποινικοποιημένη η χαρά και η απόλαυση. Ολα αυτά είναι εξορισμένα από το θέατρο. Και τα 2-3 χρόνια που απομακρύνθηκα και άρχισα να υποπτεύομαι το άλλο, είδα την παράσταση του Παπαβασιλείου και μπόρεσα να προσανατολιστώ στο γιατί ήθελα να ασχοληθώ με τον Μπέρνχαρντ. Εφτασα ύστερα από 16 χρόνια να αισθανθώ στο θέατρο τι σημαίνει εμπλοκή μαζί με χαρά.

– Και οι δύο, πάντως, φλερτάρετε με τη σκέψη ότι ο «κανονικός» είναι πιο τρελός από τον τρελό…

Γ.Π.: Ο τρελός του Βασίλη στο «Σιχτίρ» είναι ο πιο κανονικός άνθρωπος που έχω δει.

Β.Π.: Σε όλα τα φαινόμενα εάν βάλεις μπροστά το επίθετο νεοελληνικός όλα ακυρώνονται. Το επίθετο σύρει, παρασύρει και εκμηδενίζει το ουσιαστικό. Γι’ αυτό, αυτό που ζούμε δεν είναι κρίση, είναι μια εξελισσόμενη καταστροφή. Και τα δύο μου έργα αναδεικνύουν αυτό τον δημιουργικό σαλτιμπαγκισμό.

– Αναφερθήκατε στον Βογιατζή. Βογιατζής και Παπαβασιλείου κάνουν άραγε το ίδιο θέατρο; Υπήρξατε και δίδυμο κάποτε…

Β.Π.: Ναι, αλλά χωρίσαμε νωρίς… Η διαφορά με τον Λευτέρη είναι ότι εγώ είμαι σπινοζικός. Αποδέχομαι ότι το ατελές γνωρίζει κάτι που το τέλειο αγνοεί. Κατ’ αυτή την έννοια, μερικές φορές κάτι είναι τόσο τέλειο που δεν βλέπεται. Ως εκ τούτου, χρειάζεσαι τη ρωγμή· μέσα από εκεί αναδεικνύονται τα πράγματα. Η συνάντησή μου με τους ανθρώπους δεν γίνονται στη βάση μιας κουκκίδας, που είναι το σωστό, αλλά μάλλον ορίζεται σαν ένα μικρό αλωνάκι όπου εκεί μέσα υπάρχουμε εγώ και οι άλλοι και υπάρχει και η πιθανότητα, το ενδεχόμενο και αν θέλετε και η αναγκαιότητα του λάθους. Αυτό σώζει τη σκηνή από την υποκατάσταση του ρομπότ. Εγώ δεν μπορώ το σωστό μείον την απόλαυση.

Γ.Π.: Αν μπορώ να τα δω με μια απόσταση, γιατί η μνήμη δεν είναι ο πιο ασφαλής σύμβουλος, οι παραστάσεις του Λευτέρη ήρθαν να καλύψουν ένα κενό μιας μεγαλύτερης σύνθεσης, μιας απομάκρυνσης από τη θολούρα. Είναι τέτοια η επίδρασή του πάνω μου που για 10-12 χρόνια τον έβαζα απέναντί μου σε κάθε παράσταση και σε κάθε ρόλο μέσα μου. Φυσικά τα εφόδια που πήρα από αυτόν με έκαναν να αναπαράγω τον Λευτέρη, μερικές φορές ήταν ευεργετικό, μερικές καταστροφικό. Ηταν οδυνηρό και άδικο απέναντι σε άλλους σκηνοθέτες.

Με τα χρόνια μπόρεσα να διαπιστώσω αυτό που έλεγε ο Βασίλης. Κάτι πρέπει να γίνει λάθος, πρέπει να αναπνεύσει. Να απογειωθεί και να φάει τα μούτρα του. Αλλά ξέρετε, και αυτός ο σπουδαίος άνθρωπος από αυτό έπασχε. Νιώθω ότι ο Λευτέρης δεν είχε την υπομονή να μεταβιβάσει στα αλήθεια κάτι. Είχε τη θέληση, δεν είχε την υπομονή. Τότε που μου έλεγε να χειραφετηθώ, αλλά έπρεπε να δημιουργηθεί η ανάγκη για να γίνει. Αν εξαρτάσαι από το μεροδούλι της δουλειάς αυτό θάβεται. Το έχω δει σε υπέροχους συναδέλφους να συμβαίνει. Ο Παπαβασιλείου είναι ο πιο νέος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Και ο Λευτέρης πλήρωνε το προσωπείο της τελειότητας και ο Βασίλης πληρώνει το προσωπείο του ατελούς. Κάθε βράδυ στη σκηνή ο Παπαβασιλείου ξεβρακώνεται και αυτό δυστυχώς δεν το έχω δει ούτε σε νέους ανθρώπους ηλικιακά.

– Ποια ήταν η δική σας αφετηρία;

Β.Π.: Χωρίς να το γνωρίζει μου απηύθυνε κάλεσμα να μπω σε αυτό τον χώρο ο Κάρολος Κουν με τους «Ορνιθες» και τους «Πέρσες» που είδα στη Θεσσαλονίκη. Εμεινα μαζί του 7 χρόνια. Αυτό που με προσείλκυσε ήταν ένα δάσος, όχι μόνο μια ατομική επίδοση. Και τελικά αυτό που ήθελα το βιώνω τώρα, που είναι να παίζω και να γράφω και να σκηνοθετώ. Αυτό είναι που μου επιτρέπει να φύγω από την εγκυκλοπαίδεια του ρεπερτορίου.

– Αυτό το ανατρεπτικό του χαρακτήρα πόσο δυσκόλεψε μερικούς ανθρώπους πέριξ του θεάτρου και της ζωής σας;

Β.Π.: Πρέπει να τους δυσκόλεψε πολύ, αλλά νομίζω όχι μόνον…

​​Το «Relax Mynotis» παίζεται Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στο Θέατρο Τέχνης της Φρυνίχου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή