Τα μέσα ενημέρωσης σε «εμπόλεμη ζώνη»

Τα μέσα ενημέρωσης σε «εμπόλεμη ζώνη»

4' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τ​​​​α ΜΜΕ θα πρέπει να παρεμποδιστούν και να ταπεινωθούν και να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό και απλώς να ακούσουν για λίγο». Η προχθεσινή επίθεση του Στιβ Μπάνον, δεξί χέρι του Τραμπ και υπεύθυνος για τον στρατηγικό σχεδιασμό του Λευκού Οίκου, στον Τύπο, πέρασε τα σύνορα των ΗΠΑ. Για να είμαστε δε, σαφείς, ο κ. Μπάνον δεν στρογγύλεψε καθόλου τις εκφράσεις του. Οι εφημερίδες και τα κανάλια «ταπεινώθηκαν από το εκλογικό αποτέλεσμα» και «θα έπρεπε να ντρέπονται, να σκάσουν και να ακούσουν λίγο», είπε, τροφοδοτώντας τη μεγάλη ένταση που ήδη υπάρχει ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και στον Τύπο. Ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε δηλώσει την περασμένη εβδομάδα ότι είναι «σε πόλεμο» με τα ΜΜΕ και ότι οι δημοσιογράφοι είναι «μεταξύ των πιο ανέντιμων ανθρώπων στον κόσμο».

«Τα μέσα ενημέρωσης είναι το κόμμα της αντιπολίτευσης (…) στην Αμερική και όχι το Δημοκρατικό Κόμμα (…). Δεν κατανοούν αυτή τη χώρα. Δεν κατανοούν για ποιο λόγο ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ», πρόσθεσε ο Μπάνον.

Σε αυτήν τη διαμάχη, ανάμεσα στον Αμερικανό πρόεδρο και στα ΜΜΕ, καταγεγραμμένη εδώ και πολύ καιρό, ο Τραμπ εμφανίζεται πιο ισχυρός, με την έννοια ότι δεν πλήττεται η δημοτικότητά του, ενώ ενισχύεται η μετα-αλήθεια του. Εκ πρώτης όψεως. Γιατί και το κύμα των αντιδράσεων σε αυτό το ρεσιτάλ ψεύδους και αυθαιρεσίας είναι ογκώδες: πορείες, παραιτήσεις, διαμαρτυρίες, δημόσιες καταγγελίες.

Από τη μία ο Τύπος, βαλλόμενος ως αναξιόπιστος και «υπηρέτης συμφερόντων»· από την άλλη ένας πρόεδρος, που δεν μοιάζει με κανέναν προηγούμενο. Οχι μόνο γιατί ηγείται του εθνικολαϊκιστικού και αντισυστημικού κύματος που σαρώνει, αλλά και γιατί είναι ένας μάλλον απρόβλεπτος αντίπαλος. «Είναι πρόθυμος να αλλάξει θέσεις κατά το δοκούν, δεσμευμένος μόνο από την περίσταση, από την παρόρμησή του και την αποτελεσματικότητά του. Δεν ζει σε έναν κόσμο πειστηρίων», όπως είπε πρόσφατα σε συνέντευξή της, η Αμερικανίδα φιλόσοφος, καθηγήτρια στο Tμήμα Ρητορικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ, Τζούντι Μπάτλερ (γνωστή και στο ελληνικό κοινό). «Δεν έχει σημασία αν αντιφάσκει προς τον εαυτό του ή αν είναι προφανές ότι απορρίπτει όσα συμπεράσματα μειώνουν την εξουσία ή τη δημοτικότητά του», υπογραμμίζει η Μπάτλερ. «Τόσο ο θρασύς και πληγωμένος ναρκισσισμός του όσο και η άρνησή του να υποβληθεί στη λογική των αποδείξεων, τον κάνει όλο και πιο δημοφιλή. Ζει πάνω από τον νόμο και αυτό είναι κάτι που πολλοί από τους υποστηρικτές του θέλουν κι αυτοί να βιώσουν».

Ομως, ας μην εντοπίσουμε την «εμπόλεμη ζώνη» μόνο στην Αμερική του Τραμπ. Και στην ελληνική μικροκλίμακα ο Τύπος και εν γένει τα ΜΜΕ έχουν πληγεί ως αναξιόπιστα, δεχόμενα (και) κυβερνητικά πυρά. Το ελληνικό πρόβλημα είναι μέρος αυτού που αποκαλείται, διεθνώς, «κρίση του Τύπου», έχει όμως και πιο ειδικά χαρακτηριστικά, τα οποία σχετίζονται με την ελληνική φούσκα, οικονομική, κοινωνική, (μη)παραγωγική, κ.ο.κ. Γεγονός είναι, πάντως, ότι η κρίση που εκδηλώθηκε το 2010, μαζί με τη θεαματική μετατόπιση των νέων σε ηλικία αναγνωστών στο Διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βρήκε τον ελληνικό Τύπο απροετοίμαστο, εφησυχασμένο και αυτάρκη.

Η συζήτηση περί ενημέρωσης θα όφειλε, ίσως, να ανοίξει στη χώρα μας, με σχετικές έρευνες και δημόσιο διάλογο, όχι αποσπασματικά, αλλά συγκροτημένα και οργανωμένα. Ομως, το θέμα μας δεν είναι η διερεύνηση των αιτιών. Τις θεωρούμε δεδομένες. Το ερώτημα είναι πώς πορεύεται ο Τύπος, όταν πλέον ούτε η ελευθερία έκφρασης είναι αυτονόητη, όταν πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι καλύτερα θα ήταν οι δημοσιογράφοι «να κρατούν το στόμα τους κλειστό» κι όταν η άποψη αυτή που εκφέρεται και από κυβερνητικά στελέχη (όχι με τον τρόπο και τα λόγια του Μπάνον, αλλά η ουσία δεν παρεκκλίνει), βρίσκει πρόθυμο ακροατήριο. Εν ολίγοις: κι εδώ όπως και στην Αμερική –τηρουμένων των αναλογιών– η επίθεση εναντίον των ΜΜΕ είναι ευπρόσδεκτη από έναν σεβαστό αριθμό πολιτών, που συντάσσονται (αν δεν επαυξάνουν) με τις κατηγορίες της κυβέρνησης.

Σε αυτήν την εποχή που το κοινό συναρπάζεται από την ανακρίβεια και η εξαπάτηση ασκεί μια ακατανίκητη έλξη, δεν χρειάζονται μόνο η πραγματικότητα συνεχή επαναπροσδιορισμό αλλά και ο πολιτικός, ο δημοσιογραφικός και, εν γένει, ο δημόσιος λόγος.

«Το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής κριτικής των τελευταίων χρόνων είναι ηθικός ψόγος», γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης, καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ (στο βιβλίο με κείμενά του, με τίτλο «Φαντάσματα του καιρού μας», εκδ. Πόλις) και έχει δίκιο. Αναφέρεται στη «δικαστικοποίηση» της πολιτικής φαντασίας των ανθρώπων, στη διαρκή συγκρότηση κατηγορητηρίων. «Θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά;», αναρωτιέται. «Θα μπορούσε να υπάρξει ένα πεδίο πολιτικής κριτικής ή μια σκηνή πολιτικής αντίθεσης που θα περιόριζε κάπως την αφοριστική και σεχταριστική τάση; Ηταν άραγε δυνατή μια μορφή κριτικής που θα περιόριζε τη δόση κηρύγματος για να κρίνει πολιτικά τα φαινόμενα; (…)». «Ισως όχι», απαντά, αναγνωρίζοντας τη δυναμική των παθών και το σοκ της νέας κατάστασης για τη χώρα.

Και καταλήγει: «Αυτό, ωστόσο, δεν δικαιολογεί την έκταση και την ένταση που έλαβε ο ηθικός αφορισμός ως πολεμικό εργαλείο· ούτε το γεγονός ότι ο ριζοσπαστισμός της κρίσης επαναπαύτηκε απλώς στην απόλαυση της δαιμονολογίας».

Τα μέσα ενημέρωσης είναι, κι αυτά, θεσμός σε κρίση. Η γλώσσα του είναι μέρος της «πολιτικής κριτικής» που ασκεί αλλά και δέχεται. Κι αυτή η γλώσσα του, που απαιτεί διαρκή άσκηση, σκέψη και αυτοέλεγχο, είναι, την ίδια στιγμή, εργαλείο, όπλο και καταδίκη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή