Το «νοιάζομαι» του Δημήτρη Μυταρά

Το «νοιάζομαι» του Δημήτρη Μυταρά

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν σταμάτησε, έως το τέλος της ζωής του, να νοιάζεται. Αυτό είναι το ρήμα, το «νοιάζομαι», που περιγράφει τον Δημήτρη Μυταρά, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή την Πέμπτη το βράδυ, σε ηλικία 83 ετών. Νοιαζόταν για τους νέους, για τους απλούς ανθρώπους· ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή του, ρωτούσε τους «διαδόχους» του στο Α΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ για το αν πηγαίνει καλά το εργαστήριο, ενδιαφερόταν για τις προοπτικές των νέων εικαστικών.

Ο Δημήτρης Μυταράς ήταν πολυσχιδής άνθρωπος. Πέρα από τη ζωγραφική των δύο διαστάσεων, «τη ζωγραφική του πινέλου, του τελάρου και του χρώματος», όπως λέει στην «Κ» ο μαθητής του, ζωγράφος Αγγελος Αντωνόπουλος, διευθυντής του Α΄ Εργαστηρίου Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ, ωθούσε τους μαθητές του να ασχοληθούν με όσες μορφές τέχνης θεωρούσαν ότι τους ταιριάζει. Οπως ακριβώς έκανε και ο ίδιος: έγραφε ποίηση, αρθρογραφούσε, φωτογράφιζε, ταξίδευε· μέχρι και καταδύσεις έκανε για να μαζέψει τα αγαπημένα του κοχύλια.

«Ως δάσκαλος, ήταν πολύ αυστηρός στη διδακτική του προσέγγιση, ιδιαίτερα με τους πρωτοετείς. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη· είχε πρόγραμμα και απαιτήσεις. Αυτό που ήθελε, σχεδόν εμμονικά, ήταν να μάθουμε τη γλώσσα της ζωγραφικής. Από εκεί και πέρα, όμως, παρότι ο ίδιος ήταν αυτό που λέμε “κλασικός” ζωγράφος, ενθάρρυνε τις προσωπικές αναζητήσεις ταυτότητας στους μαθητές του και τους βοηθούσε να βρουν τον δρόμο τους, ιδιαίτερα όταν όδευαν προς διαδρομές μακριά από την παράδοση», θυμάται ο Αγγελος Αντωνόπουλος.

Αυτή την αναζήτηση ταυτότητας είχε για οδηγό του ο Δημήτρης Μυταράς. Ιδιαίτερα, δε, όταν είχε να κάνει με τη δική του προσωπική σχέση με την έρευνα. Και, για να επιστρέψουμε στο «νοιάζομαι» του Μυταρά, ο μεγάλος ζωγράφος ήθελε να σπάσει τα στερεότυπα του κοινού απέναντι στους καλλιτέχνες. Ο ίδιος, εξάλλου, «δεν πήρε ποτέ τον ρόλο του καλλιτέχνη ως διαφορετικής και ιδιαίτερης περίπτωσης. Ετσι ήταν και ως άνθρωπος. Προτιμούσε να συνομιλεί με τους καθημερινούς ανθρώπους, ιδιαίτερα τους νέους, απ’ όπου έπαιρνε ενέργεια, παρά με κάποια εξέχουσα προσωπικότητα της τέχνης», όπως υπογραμμίζει ο κ. Αντωνόπουλος.

«Ζούσε την εποχή και την καθημερινότητά του – ήταν απλός και προσβάσιμος», συνεχίζει ο ίδιος. «Και αυτό έκανε με το έργο του. Δεν θεωρούσε ότι η τέχνη είναι μόνο για τα μουσεία και τις γκαλερί, αλλά και για τον απλό άνθρωπο. Ασχολούμενος μέχρι και με το design χρηστικών αντικειμένων, έβγαινε από το καβούκι του καλλιτέχνη, όπως ήθελαν τα κλισέ». Και, πράγματι, ο Δημ. Μυταράς, με το κριτικό πνεύμα του, χωρίς περιγραφές και ακρότητες –όπως, εξάλλου, έκανε ακόμη και με τα έργα του την περίοδο της χούντας–, είχε πλούσιες αφηγήσεις, κρατημένες σε σεμνή «θερμοκρασία». «Κατάφερε να επιβάλει μια συγκεκριμένη αισθητική, που μπορεί να έχει και διακοσμητική αξία. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα δύσμορφα πορτρέτα του, που κατάφερε να τα κάνει προσιτά στο ευρύ κοινό».

Τα τελευταία χρόνια, με το σκοτάδι που κάλυψε τα μάτια του δασκάλου που αγάπησε τις εικόνες, «είχε πάντα την ελπίδα της επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση. Μέχρι και το τέλος, όταν του ζητούσα να τον δω, μου έλεγε “Αγγελε, σε δύο μήνες θα είμαι καλά· τότε να τα πούμε”», θυμάται ο κ. Αντωνόπουλος. «Ηταν γεμάτος ελπίδα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή