Το «χωραφάκι» της Ιστορίας

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ε​​​​χουμε ανάγκη την ιστορία, γιατί μας χρειάζεται η ανάπαυλα. Μια παύση για να καταλαγιάσει η συνείδησή μας, για να διατηρήσουμε τη δυνατότητα να έχουμε συνείδηση – ως έδρα όχι μόνο της σκέψης, αλλά και ενός πρακτικού λόγου που θα μας δίνει κάθε ελευθερία δράσης».

Ο Γάλλος ιστορικός Πατρίκ Μπουσερόν έδωσε πριν από δυο χρόνια ένα υποδειγματικό και απολαυστικό εναρκτήριο μάθημα στο Collège de France. Στα ελληνικά κυκλοφορεί με τίτλο «Τι μπορεί να κάνει η ιστορία» (εκδόσεις Πόλις). Σε αυτήν τη μόλις 60 σελίδων έκδοση, όπου «η ανάγνωση αποτελεί άσκηση ευγνωμοσύνης» (όπως λέει ο ίδιος με άλλη αφορμή), αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ο διάλογος για την Ιστορία στην Ελλάδα έχει πολύ δρόμο μπροστά του για να απεγκλωβιστεί από διδακτισμούς, εθνικές καθηλώσεις, διαχρονικές αγκυλώσεις και στερεότυπα. «Βρισκόμαστε στην καρδιά μιας καταιγίδας, που ποιος δεν βλέπει σήμερα ότι παίρνει δυο εξίσου εκκωφαντικές μορφές: της ατέρμονης πολυλογίας και της έντρομης μεγαλοπρεπούς σιωπής». Κι αυτό το λέει ο Μπουσερόν για την εποχή και τη χώρα του, ασκώντας, παράλληλα, κριτική στην εθνοκεντρική γαλλική ιστοριογραφία.

Η αναφορά στον 52χρονο ιστορικό, με αφορμή την αναταραχή που δημιουργήθηκε (και πάλι), τελευταία, εξαιτίας της πρότασης για νέα προγράμματα σπουδών της Ιστορίας (και πάλι), από το Δημοτικό ώς το Λύκειο, που κατάρτισε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής του υπουργείου Παιδείας.

Την τελευταία εξαετία έγιναν δύο, τουλάχιστον, ακόμη απόπειρες. Η πρώτη το 2011 είχε ως αφετηρία τις γενικές κατευθύνσεις που είχε χαράξει το υπουργείο Παιδείας, επί Αννας Διαμαντοπούλου, για το «Νέο Σχολείο». Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στην κατάληξη… Η δεύτερη, το 2014, δεν είχε καλύτερη τύχη.

Από τις αντιδράσεις που προκάλεσε και η πρόσφατη, τρίτη απόπειρα, η οποία εδράζεται (όπως με πληροφορούν) στις προηγούμενες δύο, μπορεί κανείς να καταλήξει χωρίς δυσκολία στο συμπέρασμα ότι η απροθυμία αναθεώρησης των διδακτικών εγχειριδίων, γενικώς, και ειδικότερα της Ιστορίας και, βεβαίως, των Θρησκευτικών, είναι φαινόμενο… διακομματικό.

Από τις δημόσιες παρεμβάσεις των τελευταίων ημερών ξεχωρίζω της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορικών της Εκπαίδευσης. Αφού επισημαίνεται ότι τα διδακτικά εγχειρίδια είναι παρωχημένα και δεν ακολουθούν τον διεθνή βηματισμό, τίθενται εύλογα ερωτήματα: «Γιατί αναδεικνύεται η υποχρέωση άμυνας σε κάθε απόπειρα να αναθεωρηθούν θέσφατα που διακρίνονται από “ηλικιακό μαρασμό”;. Γιατί ανανεώσεις, ακόμη και οι πλέον ήπιες και προσεκτικές, που παρακολουθούν την ενισχυόμενη σύγχρονη βιβλιογραφία, προκαλούν τάσεις επιστροφής στα επικρινόμενα ως απαρχαιωμένα διδακτικά εγχειρίδια με το έωλο επιχείρημα ότι γαλούχησαν επιστημονικά γενιές και γενιές;».

Το κείμενο φιλοξενεί και μια εν δυνάμει απάντηση, από τις πολλές που μπορεί να εμπνευστεί κανείς: «Η εξελισσόμενη συζήτηση με αντικείμενο τα Αναλυτικά Προγράμματα της Ιστορίας ενώ θα έπρεπε να εστιάζει σε ζητήματα επιστημονικής ουσίας αναλώνεται σε χαρακτηρισμούς για τα πρόσωπα της Επιτροπής: τις διαδρομές τους στον χρόνο, στην ιδεολογική/κοινωνική/πολιτική τους ταυτότητα, στον βαθμό απόστασής τους από το παγιωμένο ιστορικό αφήγημα. Μήπως, λοιπόν, για μια ακόμα φορά οι όροι συγκρότησης του “διαλόγου” υιοθετούν τη φιλοσοφία του “κοινωνικού σχολίου” και απαξιώνουν τον ίδιο τον διάλογο;».

Εν ολίγοις: μας απασχολεί περισσότερο, κάθε φορά, η (όποια) κομματική ταυτότητα των προσώπων της επιτροπής και όχι το περιεχόμενο της πρότασης. Σωστό, εν μέρει. Γιατί το ιδεολογικό φορτίο του καθενός δεν μπορεί να μη χρωματίζει τη σχέση του με το αντικείμενο. Ορισμένες ενστάσεις από την πρόσφατη εισήγηση του Ινστιτούτου, για παράδειγμα, πηγάζουν από την έντονη αμφιβολία αν μπορεί να ευδοκιμήσει η αλλαγή που ευαγγελίζεται μέσα στο δεδομένο πολιτικό σκηνικό.

Ομως η ένταση που προκαλεί η Ιστορία, κρύβει πολλές όψεις, διαφορετικών μεγεθών, όπως μια μπάμπουσκα. «Γιατί δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε από την Ιστορία – εθνικό αφήγημα, από τον εθνικό διδακτισμό και να περάσουμε στην Ιστορία που αποσκοπεί στην ανάπτυξη ιστορικής σκέψης, στην καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης, στην κατάκτηση της αυτοσυνείδησης», αναρωτιέται εκπαιδευτικός με πολυετή πείρα και ειδικότητα ιστορικού – φιλολόγου.

Ζητήματα ταυτότητας άλυτα και ανακυκλούμενα, αδυναμία να συλλάβουμε έναν εαυτό σε εξέλιξη, με κατανόηση του παρελθόντος, ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση του παρόντος και δημιουργία των βάσεων για την οικοδόμηση του μέλλοντος.

Μιλάμε πολύ για Ιστορία αλλά πόσο πραγματικά διαβάζουμε όχι μόνο ως μαθητές αλλά και ως ενήλικες; Μήπως η στρεβλή γνώση της, όσο και η άγνοιά της, ευθύνεται για τη βαθιά αποσταθεροποίηση της ελληνικής κοινωνίας; Δεν εννοούμε, ασφαλώς, την καταγραφή γεγονότων, αυτήν τη γραμμική εκδοχή, που διδάσκεται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά την ιστορική παιδεία που αναπτύσσει την κριτική σκέψη, την απόσταση από τη μοναδικότητα του «δικού μας» δράματος με πομπώδεις αναλύσεις, βοηθώντας σε μια ενσυνείδητη στάση ζωής. «Πρέπει ακούραστα και χωρίς σταματημό να αντικρούουμε οριστικά και αμετάκλητα όλους εκείνους που περιμένουν από τους ιστορικούς να τους καθησυχάζουν όσον αφορά τις βεβαιότητές τους, καλλιεργώντας φρονίμως το χωραφάκι της συνέχειας», λέει ο Μπουσερόν, κάνοντας στη συνέχεια μια γοητευτική ακροβασία: «Η εκπλήρωση του ονείρου των απαρχών είναι το τέλος της ιστορίας – εάν είχε τέλος, η ιστορία θα έσμιγε με αυτό που ήταν ή έπρεπε να είναι οι απαρχές της, απαρχές όμως που ποτέ δεν υπήρξαν, παρά μόνο στο θανάσιμο όνειρο να μπει ένα τέρμα στην πορεία της».

Μήπως ο τρόπος διδασκαλίας της Ιστορίας στην ελληνική εκπαίδευση περιφρουρεί ακριβώς αυτό το «χωραφάκι»;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή