Ευτύχιος Αλεξανδράκης: Αποχαιρετισμός σε έναν ευπατρίδη των Αθηνών

Ευτύχιος Αλεξανδράκης: Αποχαιρετισμός σε έναν ευπατρίδη των Αθηνών

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε ηλικία 98 ετών πέθανε το πρωί της Τετάρτης, ο Ευτύχιος Αλεξανδράκης, ο παλαιότερος έμπορος της Αθήνας, μια από τις πιο ευπρεπείς και ευγενικές προσωπικότητες της πόλης.

Tαυτισμένος με την οικογενειακή επιχείρηση της οδού Ερμού, έδινε το παρών καθημερινά στο ομώνυμο, κλασικό κατάστημα του σημαντικότερου εμπορικού δρόμου της πρωτεύουσας παραδίδοντας μαθήματα ζωτικότητας και απαράμιλλου στιλ. Η κηδεία του θα γίνει την Παρασκευή στις 12 το μεσημέρι από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Ακολουθεί συνέντευξή του που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό «Κ» της Καθημερινής της Κυριακής τον Φεβρουάριο του 2016:

Μ’ αυτή την πένα υπέγραφε δελτάρια παραγγελίας, απογραφές, επιστολές, κάρτες, σε μια εποχή όπου ο λόγος είχε περισσότερη βαρύτητα από τα συμβόλαια. Τώρα μου έγραφε μια αφιέρωση στην πρώτη σελίδα ενός βιβλίου με τα σχέδια του αδελφού του, Αλέξανδρου, του ζωγράφου του Ελληνοαλβανικού Μετώπου, λίγο πριν με ξεπροβοδίσει. Κοντοσταθήκαμε στην πόρτα: «Ποιο είναι το πιο ακριβό ρούχο στη ζωή;» τον ρώτησα. «Οι καλοί τρόποι, παιδί μου», είπε χωρίς να το σκεφτεί ούτε μια στιγμή. «Χωρίς αυτούς είσαι γυμνός ακόμη κι αν φοράς το πιο καλοραμμένο κοστούμι». 

Η προηγούμενη ώρα πέρασε μέσα στην απόλυτη ηρεμία του καταστήματος. Οι πωλήτριες τιτίβιζαν χαμηλόφωνα δίπλα στη βιτρίνα και εμείς καθίσαμε στο γραφείο του στο βάθος, υπό το βλέμμα των γονέων του, που τους έχει ζωγραφίσει ο αδελφός του. Επτά παιδιά έκανε ο ∆ημήτρης Αλεξανδράκης με καταγωγή από την Αμοργό, έξι αγόρια και μία μονάκριβη κόρη. Και ο νεότερος από τους γιους του, στα 96 του χρόνια σήμερα, παραμένει η επιτομή της κομψότητας. Φοράει ένα καλοδεμένο παπιγιόν πουά, κατάλευκο πουκάμισο και μαύρο σακάκι. Τα παπούτσια του είναι τόσο γυαλισμένα όσο και η λαβή από το μπαστούνι του, ενώ το περιποιημένο του μουστάκι ανασηκώνεται ελαφρά όταν γελάει. Στο τηλεφώνημα που του έκανα για να κανονίσουμε τη συνέντευξη, μου είπε: «Είστε από την “Καθημερινή”; Να έρθετε. ∆εν είμαι απλός αναγνώστης. Είμαι οπαδός!».

Χωράει μια ολόκληρη ζωή μέσα σε μια σύντομη διήγηση; Θαλερός και πνευματικά οργανωτικός, φτιάχνει μικρά κεφάλαια ενώ μου μιλάει. Θυμάται τα παιδικά χρόνια στην Αθήνα, το βρετανικό αντιτορπιλικό όπου υπηρέτησε λόγω γλωσσομάθειας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το βομβαρδισμό του Πειραιά που τον βρήκε σε ένα πολεμικό καράβι στη νηοπομπή της επιστροφής από τη Μεσόγειο, τη συμμετοχή του στον τακτικό στρατό στον Εμφύλιο. «Με ρωτούν συχνά πώς βλέπω την Ελλάδα της κρίσης», λέει σε μια ξαφνική αναφορά στο σήμερα. «Η γενιά μου είχε ζήσει πολύ χειρότερα. ∆εν πρέπει να πτοούμαστε, αλλά να δούμε πώς θα ορθοποδήσουμε γρήγορα. Είναι το μόνο που πρέπει να μας νοιάζει. Νομίζω ότι αυτό που μας λείπει σήμερα είναι η πίστη στην πατρίδα. Την ημέρα που ξέσπασε ο πόλεμος του ’40, οι άνδρες πανηγύριζαν που θα πήγαιναν στο Μέτωπο. Η μάνα μου έστειλε έξι γιους στα όπλα χωρίς να βαρυγκομήσει. Γυρίσαμε όλοι σώοι. Να τι λείπει…» Συνεχίζει: «Χάσαμε την αίσθηση του καθήκοντος. Και την ευπρέπειά μας. ∆ιότι και η ευπρέπεια είναι καθήκον να ξέρετε…».

Ο πατέρας του αγόρασε την επιχείρηση στην οδό Ερμού 27 το 1907 από έναν Καρυοφύλλη, ο οποίος είχε ιδρύσει τον οίκο το 1860. Ηταν υπάλληλός του. «Ο Καρυοφύλλης ήθελε να του χαρίσει το κατάστημα με την προτροπή να παντρευτεί μια συγγενή του. Ομως ο πατέρας μου είχε ήδη γνωρίσει την Ανδριώτισσα μάνα μου και ηγαπήθησαν. Τη φρόντιζε και την έντυνε εκείνος μέχρι το τέλος της ζωής τους. ∆εν έβρισκες ούτε έναν κόκκο σκόνης στο σακάκι του. Με εμάς ήταν αυστηρός, δεν μας παραχάιδεψε. Ηταν ένας άνθρωπος αρχών, που μετρούσε ο λόγος του και όλοι τον εμπιστεύονταν για το ήθος του. Θεωρούσε ότι αυτό ήταν η περιουσία του εμπόρου και του επιχειρηματία. Ετσι μεγάλωσα και εγώ την κόρη μου αλλά και εκείνη τον εγγονό μου, που σπουδάζει στην Αμερική. Να σέβονται τις αρχές τους. Και αυτό που με πονά είναι ότι αυτές τις αρχές δεν τις σέβεται πια η χώρα και έχουμε ξεπέσει στα μάτια των ξένων. Πηγαίνουμε στην Ευρώπη παρακαλώντας και ταυτόχρονα λέμε πως θα τους χορέψουμε στο ταψί…»

Κοιτάζουμε πέρα από τη βιτρίνα, στον πεζόδρομο. Η νέα γενιά παρελαύνει με σκισμένα τζιν και Αll Star. Μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω περί κομψότητας. Με διακόπτει. «Ισον απλότητα! Και κάτι ακόμη. Πολλές γυναίκες θέλουν να ακολουθούν πιστά τη μόδα, τις τάσεις. Καλό είναι από τα ρούχα μιας σεζόν να αγοράζει εκείνα που της πηγαίνουν στο δικό της στυλ. Να μην παρασύρεται», λέει ο Ευτύχιος Αλεξανδράκης ενθυμούμενος τη δική του γυναίκα: «Πάντα φόραγε εκείνο που της ταίριαζε. Το καλό ντύσιμο θέλει μυαλωμένους ανθρώπους. Επειτα είναι και το παράστημα. Οταν φοράς κάτι, πρέπει να στέκεσαι ευθυτενής για να φαίνεται καλά το ρούχο επάνω σου. Η στάση του σώματος είναι πολύ σημαντική. Κάποτε οι άνθρωποι ήξεραν να φέρουν το σώμα τους, μετά χάθηκε και αυτό».

Ευτύχιος Αλεξανδράκης: Αποχαιρετισμός σε έναν ευπατρίδη των Αθηνών-1

«Ελάτε να σας ξεναγήσω», λέει όλο υπερηφάνεια και σηκώνεται από το γραφείο. «Ολο αυτό το εμπόρευμα που βλέπετε το έχω ήδη πληρώσει. Και ευτυχώς που μας ανήκει και το κτίριο. Και που μας σέβονται οι ξένοι προμηθευτές για την εντιμότητά μας και ακόμη και με τα capital controls καταφέραμε να τα βγάλουμε πέρα. Ως έμπορος νομίζω ότι το μεγαλύτερο λάθος που κάναμε όλα αυτά τα χρόνια ήταν ότι το κράτος ανακατεύτηκε στην οικονομία. Πώς θα πάμε μπροστά έτσι; Στενοχωριέμαι που δεν έχει τόση κίνηση στο κατάστημα. Αλλά μετά σκέφτομαι ότι δεν χρωστώ και ότι έχω ζήσει και χειρότερα. Ξέρω ανθρώπους αξιοπρεπείς που έχουν κλειστεί στο σπίτι για να τα φέρουν βόλτα».

Περπατάμε από όροφο σε όροφο ανάμεσα σε κομψά έπιπλα, ακριβά χαλιά και ωραίους πίνακες. Κάθε τόσο σταματά και σηκώνει την ασημένια λαβή του μπαστουνιού για να μου δείξει τα ταγιέρ, τα παλτά, τα πουκάμισα και τα πουλόβερ. «Το καλό ρούχο μιλάει άμα το πιάσεις. Αγγιξέ το. Θα δεις!» μου λέει χαϊδεύοντας ένα καμηλό παλτό. Πηγαίνουμε ακόμη και στα δοκιμαστήρια. «Βρε κορίτσι μου», μου λέει, «πες μου πώς μπορείτε και παίρνετε ρούχα από μαγαζιά στα οποία δεν χωράτε στα δοκιμαστήρια. Είναι τόσο μικρά! Πώς τα δοκιμάζετε; Ενα καλό μαγαζί φαίνεται ακόμη και από την αποθήκη και την κουζίνα του προσωπικού. Βλέπετε πώς λάμπουν όλα; Kαμιά φορά γίνονται επεισόδια και τρέμω. Λέω ο Θεός να βάλει το χέρι του να μην πάθουμε κάτι».

«H Eρμού είναι το δεύτερο σπίτι μου. Ο πατέρας μου έλεγε ότι μπορεί να αλλάξουμε διεύθυνση κατοικίας, αλλά η επιχείρηση δεν μπορεί να αλλάξει έδρα. Και είμαι κάθε ημέρα εδώ από το πρωί μέχρι και που κλείνει το μαγαζί». Αποχαιρετιστήκαμε στην πόρτα: «Εις το επανιδείν, δεσποινίς μου. Ο πατέρας σας έφτιαχνε τις καλύτερες κάλτσες. Τον καμάρωνα», κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση με το κεφάλι, μία από τις ανδρικές συνήθειες που έχει πια χαθεί.

* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 7 Φεβρουαρίου 2016 στο περιοδικό «Κ» της Καθημερινής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή