Οι πολιτικοί «υπονομεύουν» τους τραπεζίτες

Οι πολιτικοί «υπονομεύουν» τους τραπεζίτες

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τείνει να γίνει μόνιμη επωδός στις αναλύσεις για τη στάση των μεγάλων κεντρικών τραπεζών ο προβληματισμός μήπως έχει εξαντληθεί το οπλοστάσιο της νομισματικής πολιτικής και οι κεντρικές τράπεζες δεν θα μπορέσουν να σώσουν την κατάσταση σε περίπτωση νέας κρίσης. Τις τελευταίες «καυτές» ημέρες, όμως, οι κεντρικές τράπεζες δείχνουν να είναι για μία ακόμη φορά οι μοναδικοί παράγοντες της οικονομίας που προσπαθούν να την κρατήσουν όρθια. Οι κυβερνήσεις αντιθέτως,  από την Ουάσιγκτον μέχρι το Βερολίνο, την αφήνουν να παραπαίει υπό το βάρος του εμπορικού πολέμου, του κυοφορούμενου σκληρού Brexit και της γερμανικής προτεσταντικής προσήλωσης στην περιοριστική πολιτική και στη δημοσιονομική πειθαρχία.

Στη συνεδρίασή της μέσα στην εβδομάδα, η αμερικανική Federal Reserve αποφάσισε την πολυαναμενόμενη μείωση των επιτοκίων του δολαρίου, μολονότι η αποτίμησή της για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας ήταν μάλλον αισιόδοξη. Ο επικεφαλής της Fed, Τζερόμ Πάουελ, δεν έκρυψε όμως την ανησυχία του για τις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου που έχει κηρύξει ο Αμερικανός πρόεδρος όχι μόνον στην Κίνα αλλά και σε άλλους εταίρους της υπερδύναμης. Ο Ντόναλντ Τραμπ εκώφευσε, βέβαια, στην ανησυχία του κεντρικού του τραπεζίτη, που «τον απογοήτευσε» αφού δεν ανακοίνωσε παρά μόνον μια μείωση των επιτοκίων και όχι έναν γύρο συνεχών μειώσεων. Αντί άλλης αντίδρασης, ο Αμερικανός πρόεδρος έσπευσε μία ημέρα αργότερα να αναγγείλει τους νέους δασμούς ύψους 10% που θα επιβάλει από 1ης Σεπτεμβρίου σε κινεζικά προϊόντα αξίας 300 δισ. δολαρίων. Πρόκειται για όσες εισαγωγές από την Κίνα δεν είχαν ακόμη επιβαρυνθεί με πρόσθετους δασμούς.

Ειρωνεία της τύχης είναι πως η αναπόφευκτη κλιμάκωση της έντασης με το Πεκίνο εκτιμάται πως θα επιφέρει στις ΗΠΑ οικονομικές επιπτώσεις που πιθανότατα θα αναγκάσουν τελικά τη Fed να προχωρήσει σύντομα σε νέα χαλάρωση της νομισματικής της πολιτικής. Και βέβαια δεν σταματούν οι εκκλήσεις από ενώσεις αμερικανικών βιομηχανιών και από επιμελητήρια που θυμίζουν διαρκώς στον Αμερικανό πρόεδρο ότι τους δασμούς τους πληρώνουν οι αμερικανικές επιχειρήσεις και όχι οι κινεζικές. Δεν σταματούν, άλλωστε, και οι  προειδοποιήσεις για τις επιπτώσεις που θα έχει στην παγκόσμια οικονομία μια κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου. Χαρακτηριστική η επισήμανση του Ματ Πριστ, προέδρου της Ενωσης Λιανεμπόρων των ΗΠΑ, ότι «ο πρόεδρος Τραμπ κρατάει τους Αμερικανούς ομήρους  στις εμπορικές του διαπραγματεύσεις».

Λίγες ώρες αργότερα, η Τράπεζα της Αγγλίας αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την οικονομία επικαλούμενη, όμως, το πλήγμα που θα καταφέρει στη βρετανική οικονομία η αναμενόμενη έξοδος της Βρετανίας από την Ε.Ε. Και βέβαια ο διοικητής της, Μαρκ Κάρνεϊ, υποσχέθηκε πως η τράπεζα «θα κάνει ό,τι μπορεί για να στηρίξει την οικονομία της χώρας» μετά το Brexit. Εσπευσε, όμως, να υπογραμμίσει πως το Brexit συνεπάγεται άρδην αλλαγή των κανόνων που διέπουν τις εισαγωγές και τις εξαγωγές από και προς την Ε.Ε. Προειδοποίησε, επίσης, πως αναπόφευκτα πολλές «πολύ μεγάλες» και «ιδιαίτερα κερδοφόρες» επιχειρήσεις της Βρετανίας θα καταστούν «οικονομικά ασύμφορες».  Αποδέκτης των προειδοποιήσεων ήταν προφανώς ο καινούργιος πρωθυπουργός της Γηραιάς Αλβιώνας, Μπόρις Τζόνσον, που δεν χάνει ευκαιρία να υπόσχεται στους Βρετανούς ένα είδος ηρωικής εξόδου τον Οκτώβριο.

Την ίδια ημέρα, άλλωστε, η κυβέρνηση Τζόνσον ανακοίνωσε ότι δεσμεύει επιπλέον 1,2 δισ. στερλίνες προκειμένου να προετοιμάσει τη χώρα για το διαζύγιο από την Ε.Ε. και προκάλεσε αντιδράσεις από την αντιπολίτευση που  μιλάει για κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος.

Και βέβαια η ΕΚΤ,  που αντιμέτωπη με την επιβράδυνση της Ευρωζώνης και την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, ετοιμάζεται να υιοθετήσει νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για να αντιμετωπίσει για μία ακόμη φορά το κοντόφθαλμο πείσμα της Γερμανίας. Στη συνεδρίασή της προ ολίγων ημερών προετοίμασε τις αγορές ότι τον Σεπτέμβριο επίκειται περαιτέρω μείωση των επιτοκίων του ευρώ βαθύτερα σε αρνητικό έδαφος, ενώ στο μεταξύ τα στελέχη της εξετάζουν τις εναλλακτικές για την τόνωση της οικονομίας. Μεταξύ άλλων, διευκρίνισε, μελετούν «την κλίμακα και την ποιοτική σύνθεση που θα μπορούσε να έχει ένα νέο πρόγραμμα αγοράς τίτλων». Και στο μεταξύ,  το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης ετοιμάζεται για μία ακόμη φορά να εξετάσει κατά πόσον είναι νόμιμο το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ των 2,6 τρισ. ευρώ που τυπικά έληξε τον περασμένο Δεκέμβριο. Είναι πιθανόν να προσπαθήσει να επιβάλει περιορισμούς στο νέο πρόγραμμα που θα θελήσει να εγκαινιάσει η ΕΚΤ τους επόμενους μήνες. 

«Γκρίζα» ζώνη 

Οταν προ ημερών ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, προετοίμασε τις αγορές ακόμη και για ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που θα ανακοινώσει τον Σεπτέμβριο, αναφέρθηκε γενικότερα στην επιβράδυνση που παρουσιάζει η οικονομία της Ευρωζώνης. Τόνισε συγκεκριμένα πως «η εικόνα της οικονομίας επιδεινώνεται σε ό,τι αφορά τη μεταποίηση και ιδιαιτέρως σε χώρες όπου ο κλάδος είναι ιδιαίτερα σημαντικός». Σε αυτήν την κατηγορία, όμως, ανήκει και η Γερμανία που προβάλλει μονίμως αντιρρήσεις σε κάθε κίνηση της ΕΚΤ.  Εχει, πράγματι, προηγηθεί σειρά δυσοίωνων οικονομικών στοιχείων που σκιαγραφούν αρνητικές εξελίξεις σε ό,τι αφορά τις εμπορικές συναλλαγές και τη μεταποίηση στην Ευρωζώνη. Λίγες ώρες, όμως, πριν από τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ, το γερμανικό οικονομικό ινστιτούτο Ifo προειδοποιούσε πως σταδιακά όλοι οι βιομηχανικοί κλάδοι της Γερμανίας διολισθαίνουν σε ύφεση, ενώ επιδεινώνεται με ραγδαίους ρυθμούς η επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Αργότερα  ο Γεργκ Κράμερ, οικονομολόγος της Commerzbank τόνιζε πως «η Γερμανία βρίσκεται σε μια “γκρίζα” ζώνη ανάμεσα στην επιβράδυνση και την ύφεση». 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή