Ο άνθρωπος που ήξερε πώς να νικά

Ο άνθρωπος που ήξερε πώς να νικά

4' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον αποκάλεσαν «επαγγελματία ολυμπιονίκη». Εύστοχος ο χαρακτηρισμός, αφού από το 1956, στη Μελβούρνη, ώς και το 1968, στην Πόλη του Μεξικού, στη δισκοβολία δεν νίκησε άλλος από τον Αμερικανό Αλφρεντ (Αλ) Ερτερ. Το ίδιο είχε συμβεί και το 1960 στη Ρώμη και τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Τόκιο. Κάθε φορά που πήγαινε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κάποιος άλλος εθεωρείτο επικρατέστερος για τη νίκη. Αλλά ο Ερτερ, σαν να τους έκανε κάποια μαγικά, σαν να αιχμαλώτιζε το χέρι τους, εξαπέλυε τον δίσκο μακρύτερα από τους αντιπάλους του, χωρίς, πάντως, να τον ρίχνει και πολύ μακριά. Εριχνε όσο χρειαζόταν για να νικήσει. Πολλοί αναρωτήθηκαν ποιο ήταν το μυστικό του. Θα αναρωτιόντουσαν ακόμη περισσότερο, αν γνώριζαν ότι ο θρυλικός Ερτερ εκ γενετής είχε ένα πρόβλημα υγείας, για το οποίο, όταν ήταν παιδί, οι γιατροί τού είχαν απαγορεύσει να παίζει όπως οι συνομήλικοί του. Πολύ υψηλή πίεση. Παρά ταύτα, όταν ήταν 20 ετών, αναδείχθηκε για πρώτη φορά ολυμπιονίκης. Η πίεσή του στην περίοδο της νιότης, σε φυσιολογικές συνθήκες, ήταν… 25 η υψηλή, 14 η χαμηλή! Πώς, λοιπόν, μολονότι του είχαν απαγορεύσει να παίζει όπως τ’ άλλα παιδιά, εκείνος έκανε πρωταθλητισμό;

«Θα μπορούσα να χρησιμοποιώ το πρόβλημα ως δικαιολογία, για να μην αθλούμαι. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο. Ξέχασα το πρόβλημα. Κάθε γιατρός στις ολυμπιακές ομάδες των ΗΠΑ, που μ’ εξέταζε, έλεγε «τι είναι αυτό;» Θα μπορούσαν να με βγάλουν από τις ομάδες. Δεν το έκαναν», εξηγεί.

Πριν από, περίπου, τρία χρόνια, του έβαλαν ένα είδος βηματοδότη, ο οποίος κάνει ηλεκτροσόκ στην καρδιά όταν εκείνη δεν λειτουργεί καλά. «Οταν με άνοιγαν, οι γιατροί πίστευαν ότι θα έβρισκαν μικρές φλέβες με λίγο αίμα. Και όμως, πετάχτηκε τεράστιος όγκος αίματος. Το σώμα μου είχε προσαρμοστεί στο πρόβλημα», τονίζει.

Τώρα, στα 70 του, διατηρείται σ’ εξαιρετική κατάσταση. Κομψός, ευθυτενής, μολονότι δεν γυμνάζεται.

«Αν αρχίσω να γυμνάζομαι, δεν νομίζω ότι θα φτάσω μακριά. Δεν θέλω να πεθάνω σ’ ένα γυμναστήριο», λέει. Διευκρινίζει, δε, ότι μόνο το 20% της καρδιάς του λειτουργεί και την πίεση την ελέγχει με φάρμακα.

Η απορία, πάντως, παραμένει. Πώς πέτυχε ό,τι πέτυχε;

«Αγωνιζόμουν απολύτως για να είμαι μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο και στον τελικό. Αυτή είναι η υψίστη τιμή για έναν αθλητή. Και το ευχαριστιόμουν. Ολοι οι δισκοβόλοι που ήξερα ήταν υπέροχοι. Αλλά τους απασχολούσε μόνο το πώς θα νικήσουν. Εγώ, όταν έμπαινα στο στάδιο δεν σκεπτόμουν τη νίκη. Οτιδήποτε κάνεις, πρέπει να το κάνεις με ένταση. Τ’ άλλα έρχονται. Στην προπόνηση έφτανα τα όριά μου. Δεν μπορούσα να σηκώσω ένα κιλό περισσότερο, να ρίξω άλλη μία βολή, ν’ ανέβω κι άλλες σκάλες. Οταν ξέρεις πως έκανες ό,τι περισσότερο μπορούσες, ο αγώνας γίνεται διασκέδαση», λέει.

Πολλοί πίστευαν ότι δεν έπρεπε να σταματήσει ν’ αγωνίζεται μετά το 1968. Αποδείχτηκε ότι είχαν δίκιο. Πολλά χρόνια αργότερα, επανήλθε στους στίβους και στις 31 Μαΐου του 1980, στα… 44 του, πέτυχε μία από τις κορυφαίες επιδόσεις όλων των εποχών: 69,46 μ., που τώρα είναι το 25ο ατομικό ρεκόρ στην ιστορία του αγωνίσματος. Γιατί σταμάτησε, λοιπόν;

«Μεγάλωνα δύο κόρες μόνος. Αν δεν ήμουν κοντά τους, δεν ξέρω αν θα μεγάλωναν σωστά. Ηταν σημαντικό ν’ αποτελώ μέρος της ζωής τους. Στους αγώνες θα μπορούσα να μετάσχω ξανά. Αλλά και αυτό να μη γινόταν, δεν θα με πείραζε. Είχα, ήδη, τέσσερα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια.

Ασχολήθηκε επί 30 χρόνια με τα κομπιούτερ, ενώ έκανε και δημόσιες ομιλίες. Τα τελευταία χρόνια δεν ταξιδεύει πολύ, αλλά ζωγραφίζει. Και όπως λένε όσοι έχουν δει έργα του, ζωγραφίζει καλά. «Ο κόσμος αγοράζει τα έργα μου», λέει. Και αισθάνεται υπερήφανος, ίσως όσο και όταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες άκουγε τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ ν’ ανακρούεται προς τιμήν του…

Ο Μακ Γουίλκινς

Μαζί με τον Ερτερ ήλθε στην Ελλάδα, για να παραστεί και αυτός στα «Τήνια», που οργάνωσε ο ΕΓΣ (πρόεδρος του οποίου είναι ο κορυφαίος παλαιός Ελληνας δισκοβόλος, ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πολυτεχνείου, Αντώνης Κουνάδης, που, όπως μας είπε, το 1960 έριξε με αντίπαλο τον Ερτερ στους Ολυμπιακούς), ο Μακ Γουίλκινς. Αμερικανός και αυτός, ολυμπιονίκης της δισκοβολίας και αυτός (1ος το 1976, 2ος το 1984, ατομικό ρεκόρ 70,98 μ. από το 1980), που στα 56 χρόνια του έχει άλλα «πιστεύω» από τότε που αγωνιζόταν. Τώρα λέει ότι το πιο σημαντικό στους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι η συμμετοχή. Είναι πιο σπουδαία από την επίδοση. Τι πίστευε τότε;

«Δεν είχα τα ίδια «πιστεύω». Οταν άρχισα τη δισκοβολία, στα 19 μου, δεν έκανα, φυσικά, όνειρα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Απλώς ήθελα συνεχώς να γίνομαι καλύτερος. Οταν έριξα 55 μ., να ρίξω 55,50. Δεν ήξερα αν θα έφτανα τα 60. Ηθελα, όμως, να βελτιώνομαι συνεχώς. Από τα 24 χρόνια μου άρχισα να επιθυμώ να νικώ. Αλλά και πάλι ήθελα να γίνομαι καλύτερος. Οταν έριξα 70 μ., ήξερα πως μπορούσα να φτάσω τα 71. Και στα 39 μου, όταν σταμάτησα λόγω προβλήματος στην πλάτη, μολονότι δεν μπορούσα να ρίχνω τα ίδια μέτρα με πριν, προσπαθούσα να βελτιώσω την τεχνική μου. Αυτό είναι το σημαντικό. Να προσπαθείς συνεχώς να γίνεσαι καλύτερος. Αυτό ήταν το κίνητρό μου και στα 19 και στα 39 μου χρόνια».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή