Ο μύθος του «καλπάζοντος συνταγματάρχη»

Ο μύθος του «καλπάζοντος συνταγματάρχη»

4' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα πραγματικό κόσμημα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου του 20ού αιώνα, ο Φέρεντς Πούσκας, έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή σε ηλικία 79 ετών σε νοσοκομείο της Βουδαπέστης, λόγω καρδιολογικών και αναπνευστικών προβλημάτων ύστερα από μακρά νοσηλεία. Ο ποδοσφαιριστής και προπονητής που έγινε γνωστός με το προσωνύμιο «ο καλπάζων συνταγματάρχης», από τον βαθμό που κατείχε στον ουγγρικό στρατό, έκανε παντού μόνο φίλους, κέρδισε τα πάντα σε συλλογικό επίπεδο και αποτελεί έναν από τους μύθους του ποδοσφαίρου.

Ο Πούσκας, του οποίου το αριστερό πόδι, κυρίως, ταλαιπώρησε άπειρες άμυνες στην Ευρώπη για πάνω από δύο δεκαετίες (1945-1967), είχε την τύχη να λατρευτεί τόσο στην Ουγγαρία και την Ισπανία όσο και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης για το περίτεχνο παιχνίδι του, αλλά και στην Ελλάδα ιδιαίτερα για την προσφορά του ως προπονητής.

Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1927 στη Βουδαπέστη ως Φέρεντς Πούρτσελντ, ενώ σε ηλικία 10 ετών ο πατέρας του άλλαξε το επώνυμο της οικογένειας σε Πούσκας, που σημαίνει «τυφεκιοφόρος». Από μικρός έλεγε ότι του άρεσε να κλωτσάει πέτρες και να πετυχαίνει έτσι τα δέντρα, «κάτι που βέβαια ήταν καλή προπόνηση, αλλά μοιραίο για τα παπούτσια μου», όπως παραδέχθηκε αργότερα… Στα 12 του χρόνια γράφτηκε στην Κίσπεστ, ομάδα της Βουδαπέστης και γρήγορα έδειξε τις σπουδαίες του αρετές. Με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και σε ηλικία 18 ετών ο «Οτσι», δηλαδή «μικρός αδελφός» σκοράρει στο ντεμπούτο του με την Εθνική Ουγγαρίας επί της Αυστρίας (5-2), ενώ τρία χρόνια αργότερα αναδεικνύεται σε κορυφαίο σκόρερ στην Ευρώπη.

Το 1949 η Κίσπεστ περνάει στην ιδιοκτησία του ουγγρικού υπουργείου Αμυνας και γίνεται η ομάδα του στρατού μετονομαζόμενη σε «Χόνβεντ», που στα ουγγρικά σημαίνει «στρατιώτης». Ο Πούσκας παίρνει τον βαθμό του ταγματάρχη.

Η «χρυσή» ομάδα

Η ποδοσφαιρική καριέρα του Πούσκας όμως απογειώνεται και με την εκπληκτική ομάδα που είχε η χώρα του, γνωστή ως «χρυσή ομάδα», κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952, σκοράροντας στη νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας με 2-0 στον τελικό.

Ενα χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1953, η Ουγγαρία του Πούσκας γίνεται η πρώτη μη βρετανική εθνική ομάδα που θα νικήσει την Αγγλία στο Γουέμπλεϊ. Ο θρίαμβος των Μαγιάρων με 6-3, με δύο γκολ του Πούσκας, προσγείωσε την Αγγλία στη διεθνή ποδοσφαιρική πραγματικότητα, κάτι που ολοκληρώθηκε με τον διασυρμό των Αγγλων με 7-1 τον Μάιο του 1954 στη Βουδαπέστη. Το καλοκαίρι του ’54 η Ουγγαρία έφτασε λίγα λεπτά από την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Βέρνη της Ελβετίας, αλλά αν και προηγήθηκε 2-0, με το πρώτο γκολ να το βάζει ο Πούσκας, τελικά ηττήθηκε στον τελικό με 3-2 από τη Δυτική Γερμανία. Το 1956, όταν οι Σοβιετικοί κατέστειλαν διά της βίας την επανάσταση των Ούγγρων, ο Πούσκας και άλλοι συμπαίκτες του δεν επέστρεψαν στη χώρα από περιοδεία της εθνικής και κατέφυγαν στη Δύση.

Πρωταθλητής με τη Ρεάλ

Ο δρόμος τον έφερε στην Ισπανία του Φράνκο, όπου η επιλογή τότε δεν μπορούσε να ήταν άλλη από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Το 1958 ύστερα από τη διετή διεθνή ποινή που του επεβλήθη, επέστρεψε στα γήπεδα με τη λευκή φανέλα της Ρεάλ δίπλα στον Αλφρέδο ντι Στέφανο, κατακτώντας τρεις φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης (1959, 1960, 1966), σκοράροντας και τέσσερα γκολ στον τελικό του 1960 με την Αϊντραχτ Φρανκφούρτης (7-3), που πολλοί θεωρούν το ωραιότερο ματς συλλόγων στην ιστορία. Θα κερδίσει επίσης πέντε συνεχή πρωταθλήματα με τη Ρεάλ (1961-1965), ενώ το 1962 θα πάρει την ισπανική υπηκοότητα και θα αγωνιστεί με την Ισπανία στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962.

Το 1967 πια θα εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο, έχοντας επιτύχει μόνο με τη Ρεάλ Μαδρίτης 512 γκολ σε 528 αγώνες, ενώ με την Εθνική Ουγγαρίας είχε πετύχει 84 γκολ σε 85 αγώνες.

«Δεν ήταν ούτε 1.80 ύψος ούτε ο παίκτης με τον καλύτερο σωματότυπο. Δεν ξεχώριζε σαν φιγούρα στο γήπεδο, μέχρι που έφτανε η μπάλα στα πόδια του», λέει χαρακτηριστικά για τον Πούσκας ο Αγγλος βετεράνος διεθνής Τζίμι Χιλ. «Ηταν ο καλύτερος αριστεροπόδαρος στην ιστορία του ποδοσφαίρου», σύμφωνα με τη Γερμανική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου.

Σπουδαίος προπονητής

Αμέσως μόλις κρέμασε τα παπούτσια του, ο Πούσκας ασχολήθηκε με την προπονητική. Αρχισε με την Αλαβές στην Ισπανία και το Σαν Φρανσίσκο και Βανκούβερ στη Βόρεια Αμερική, ώσπου ήλθε στον Παναθηναϊκό. Εκτός από το «τριφύλλι» και την ΑΕΚ, ο «Πάντσο», όπως τον έλεγαν όλοι στην Ισπανία, ανέλαβε τη Μούρθια, την Κόλο Κόλο, την Αλ Μάσρι, τη Σολ ντε Αμέρικα, τη Σέρο Πορτένιο και τον ομογενειακό σύλλογο «Ελλάς» Μελβούρνης, που οδήγησε στο πρωτάθλημα το 1991. Το 1993 ανέλαβε την Εθνική Ουγγαρίας. Το κομμουνιστικό καθεστώς στην Ουγγαρία τού είχε αφαιρέσει τον βαθμό του ταγματάρχη, αλλά το 1992 μετά την αλλαγή καθεστώτος ο Πούσκας πήρε τον βαθμό του συνταγματάρχη.

Από το 2000 νοσηλευόταν με Αλτσχάιμερ και ήταν στην εντατική από τον Σεπτέμβριο. «Δεν υπάρχει ούτε ένας Ούγγρος που δεν συγκινείται από τον θάνατο του Πούσκας, του πιο γνωστού Ούγγρου του 20ού αιώνα», δήλωσε ο πρωθυπουργός της χώρας προχθές.

«Είχε μια έβδομη αίσθηση για το ποδόσφαιρο· αν υπήρχαν χίλιες λύσεις, αυτός θα επέλεγε την χιλιοστή πρώτη», είχε πει ο συμπαίκτης του στην Ουγγαρία, Νάντορ Χιντεκούτι. Τη ζωή του συνοψίζει καλύτερα ο ίδιος ο «Πάντσο» με λόγια που είχε γράψει για τη σχέση του με το άθλημα: «Θα γράψω για τη ζωή μου ως ποδοσφαιριστής σαν να επρόκειτο για μια ιστορία αγάπης, άλλωστε ποιος μπορεί να πει πως δεν είναι; Αρχισε με τη μεγάλη μου αγάπη για το ποδόσφαιρο και έτσι θα τελειώσει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή