Τα δίδυμα Ελληνόπουλα που «κατέκτησαν» τις ΗΠΑ

Τα δίδυμα Ελληνόπουλα που «κατέκτησαν» τις ΗΠΑ

7' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα ονόματα των Πέτρου και Νίκου Σπανάκου αποτελούν… άγνωστες λέξεις για τους Ελληνες φιλάθλους. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Η εκεί παροικία των ομογενών έχει να λέει για δύο αδελφούς καταγόμενους από τα Αλικα της Μάνης που, στα μέσα του περασμένου αιώνα, έγραψαν ιστορία στον αμερικανικό αθλητισμό πριν στραφούν σε πανεπιστημιακή καριέρα. Τα δίδυμα αδέλφια υπήρξαν ταυτόχρονα (ο καθένας στην κατηγορία του) οι νεότεροι πρωταθλητές της αμερικανικής πυγμαχίας. Σε ηλικία μόλις 16 ετών κατέκτησαν τα «χρυσά γάντια» (τίτλος του ερασιτεχνικού μποξ στις ΗΠΑ). Ηταν οι πρώτοι από τους, συνολικά, 48 τίτλους τους.

Ο Πέτρος και ο Νίκος γεννήθηκαν στο Μπρούκλιν. Μαζί με τα άλλα πέντε αδέλφια τους, που έγιναν παλαιστές, έμαθαν να επιβιώνουν σε δύσκολες γειτονιές. «Μάθαμε να πυγμαχούμε για αυτοάμυνα, αλλά δεν το μετανιώσαμε ποτέ», δηλώνουν, αποκλειστικά, στην «Καθημερινή». Πρόκειται για παιδιά μεταναστών οι οποίοι αποτελούν κλασικές περιπτώσεις Ελλήνων που δοκίμασαν εκεί την τύχη τους: ο πατέρας τους Μιχάλης και η μητέρα τους Στέλλα πήγαν στη Νέα Υόρκη «χωρίς καν να μιλούν τη γλώσσα», σύμφωνα με τον Νίκο, και, αρχικά, εργάστηκαν ως σερβιτόροι σε εστιατόρια πριν συγκεντρώσουν χρήματα για να αγοράσουν το δικό τους. Δεν ήταν όμως μοιρολάτρες. Πάντα στόχευαν στο καλύτερο. Ο Μιχάλης είχε τη φιλοδοξία να σπουδάσουν τα παιδιά του, ενώ η Στέλλα αναδείχθηκε Μητέρα της Χρονιάς στη Νέα Υόρκη, το 1962 και Ελληνίδα Μητέρα της Χρονιάς στις ΗΠΑ, το 1964. Ετσι, τα δύο νεότερα παιδιά των σερβιτόρων έγιναν καταξιωμένοι αθλητές της πυγμαχίας και με σημαντική ακαδημαϊκή καριέρα στους τομείς της Νομικής και της Διοίκησης Επιχειρήσεων. «Είμαστε περήφανοι για τις θυσίες μας», λέει χαρακτηριστικά ο Νίκος.

Γνωστοί ως «οι Ελληνες» (The Greeks), τα αδέλφια, άφησαν εποχή στο άθλημα, ως σπάνια περίπτωση οικογενειακών θριάμβων. Ο Πέτρος κατέκτησε 10 ερασιτεχνικούς εθνικούς τίτλους στις ΗΠΑ και ο Νίκος επτά, ενώ έφτασε να εκπροσωπήσει τις ΗΠΑ στους Ολυμπιακούς του 1960.

Τα δύο αδέλφια ένιωσαν ευχάριστη έκπληξη όταν έμαθαν για το ενδιαφέρον ενός ΜΜΕ από την Ελλάδα. Γύρισαν τον χρόνο πίσω και μας μίλησαν για τις γειτονιές του Μπρούκλιν, τις συμμορίες, τη φτώχεια, αλλά και τις στιγμές δόξας που ακολούθησαν. «Η γειτονιά μας ήταν πολύ σκληρή, το Ρεντ Χουκ. Ημαστε η μόνη οικογένεια Ελλήνων. Οι Ιρλανδοί και οι Ιταλοί μάς έδερναν κάθε μέρα. Στα 14 αποφασίσαμε να στραφούμε στην πυγμαχία κι από τότε το σκέφτονταν πολύ να μας ξαναπειράξουν», μας λέει ο Πέτρος και προσθέτει: «Αρκετές φορές νιώθαμε ότι ήμαστε θύματα διακρίσεων, λόγω της ελληνικής καταγωγής. Δεν ήταν μόνο οι Ιταλοί και οι Ιρλανδοί που δεν τους άρεσε που είμαστε Ελληνες, αλλά και κάποιοι προπονητές. Εγώ όμως έχω σύνθημα το σπαρτιάτικο: «Ή ταν ή επί τας»».

Η αγάπη τους για την Ελλάδα και ιδιαίτερα για τη Μάνη φαίνεται σε κάθε τους λέξη. «Ονειρό μου ήταν να πάω στη Μάνη και να διδάξω πυγμαχία», αποκαλύπτει ο Νίκος, ο οποίος το 1969 έδωσε αγώνα επίδειξης στην Ελλάδα: «Σε ένα ρινγκ, στον Πειραιά, αντιμετώπισα έναν Ελληνα πρωταθλητή. Θυμάμαι ότι ο κόσμος στην εξέδρα επευφημούσε τον αντίπαλό μου, προφανώς θεωρώντας εμένα Αμερικανό. Τότε σηκώθηκε κάποιος και φώναξε στο πλήθος: «Ρε παιδιά, κι ο Σπανάκος Ελληνας είναι!» Αμέσως όλοι άρχισαν να επευφημούν και μένα. Ηταν πολύ ωραία αίσθηση».

Το όνειρο του Νίκου δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί: θέλει να προσφέρει αμισθί τις υπηρεσίες του στην ελληνική πολιτεία ώστε να αναδειχθούν νέοι πυγμάχοι. «Δεν με ενδιαφέρουν τα χρήματα. Μόνο τα έξοδα της μετακίνησής μου να μου καλύψουν κι εγώ θα βοηθήσω να μάθουν μποξ τα παιδιά στην Ελλάδα», λέει με συγκίνηση, απευθυνόμενος στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού.

Στα αμερικανικά ρινγκ των δεκαετιών του ’50 και ’60

Οι αναμνήσεις των αδελφών Σπανάκου διαδέχονται η μία την άλλη σαν χείμαρρος. Μας μεταφέρουν στα αμερικανικά ρινγκ των δεκαετιών 1950 και 1960 και μοιράζονται τα πυγμαχικά μυστικά τους.

Μολονότι είχαν όμοιο βάρος δεν τέθηκαν ποτέ αντίπαλοι σε επίσημο αγώνα. Πώς το κατόρθωσαν; «Κάποιες ημέρες πριν από τη ζύγιση φρόντιζα να μην πίνω σχεδόν καθόλου υγρά. Ετσι με έβρισκαν ελαφρύτερο», λέει ο Πέτρος και αναλύει την τακτική τους: «Οταν ο ένας από εμάς αγωνιζόταν, σε κάθε τρίλεπτο γύρο παίζαμε αμυντικά για τα πρώτα δυόμισι λεπτά, ώσπου, 30 δεύτερα πριν από το καμπανάκι, ο άλλος φώναζε δυνατά από έξω από τα σχοινιά στα ελληνικά τη λέξη »Τώρα!”. Τότε ορμούσαμε με αλλεπάλληλες γροθιές και κερδίζαμε τον γύρο. Κάποια στιγμή οι Αμερικανοί άκουσαν το »Τώρα» και άρχιζαν να το φωνάζουν για να μας παροτρύνουν. Τους κάναμε, έτσι, να μάθουν λίγα ελληνικά».

Ως χαρακτήρες αποτελούν ένα συγκλονιστικό μείγμα σκληράδας και τρυφερότητας, αυτοπεποίθησης και ταπεινότητας, δυναμισμού και δεκτικότητας, σαν το μείγμα ελληνικών και αγγλικών που με διαφορετικές κάθε φορά δόσεις χρησιμοποιούν με τη ζεστή, γεμάτη συγκίνηση για την Ελλάδα, φωνή τους.

Κάποια στιγμή, τα δύο αδέλφια στράφηκαν στην επαγγελματική πυγμαχία. Με ατζέντη τον Κας Ντ’Αμάτο, που είχε για πελάτη του και τον φοβερό Μάικ Τάισον, ο Νίκος σημείωσε νίκη στον μοναδικό αγώνα που έδωσε, πριν αποφασίσει ότι δεν ήταν γι’ αυτόν το επαγγελματικό μποξ. «Εχασα κάθε ενδιαφέρον. Ετσι όμως έχω να λέω ότι έμεινα αήττητος», τονίζει ο Νίκος που έχει τατουάζ με τις λέξεις «Μολών Λαβέ», στον δικέφαλο του δεξιού μπράτσου.

Τα αδέλφια δεν έδωσαν ποτέ κανονικό αγώνα. Ο Νίκος έπαιζε στα 57 κ. και ο Πέτρος στα 51 και 54. Τέθηκαν, όμως, αντιμέτωποι αρκετές φορές για να ενισχύσουν τις προσπάθειες κάποιας εκκλησίας ή κάποιου ελληνικού σχολείου. Η φιλανθρωπική τους δραστηριότητα δεν σταματάει εκεί. Ο Νίκος από το 1975 έχει, μαζί με άλλους, δημιουργήσει τον Ελληνοαμερικανικό Εκπαιδευτικό Σύνδεσμο στη Νέα Υόρκη, με σκοπό τη στήριξη των ελληνοπαίδων. «Χορηγούμε υποτροφίες. Θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανό εδώ τον Ελληνισμό», τονίζει ο Νίκος.

Ο Πέτρος και ο Νίκος δεν ήταν μονοδιάστατες προσωπικότητες, των οποίων το άστρο έσβησε όταν τελείωσε η πυγμαχική καριέρα. Και οι δύο άφησαν τον επαγγελματικό αθλητισμό για να στραφούν στην ακαδημαϊκή καριέρα ακολουθώντας τις επιθυμίες του πατέρα τους. «Αν δεν ήταν η πυγμαχία δεν θα σπούδαζα ποτέ. Σε αυτήν το χρωστάω. Χρημάτισα επί 26 χρόνια καθηγητής στο City University της Νέας Υόρκης, διδάσκοντας Διοίκηση Επιχειρήσεων», λέει ο Νίκος, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες νυμφεύθηκε την επί 11 χρόνια σύντροφό του Βαρβάρα. «Ηταν η κατάλληλη ώρα», μας λέει με χαρά, λίγο πριν αναχωρήσουν για το ταξίδι του μέλιτος στη Φλόριντα.

Σε ηλικία 29 ετών εγκατέλειψε και ο Πέτρος το άθλημα. «Μέχρι τότε κοιμόμουν και ξυπνούσα με το μποξ. Αλλωστε είχα ήδη δει τέσσερις φίλους μου να πέφτουν νεκροί στο ρινγκ», αναφέρει.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι και η εμπειρία τους από τον αθλητισμό στο κολέγιο: «Μας φέρονταν σαν κομμάτια κρέας κρεμασμένα σε τσιγκέλι. Ηθελαν να αγωνιζόμαστε απέναντι σε βαρύτερους αντιπάλους. Το ξύλο έπεφτε σύννεφο. Δεν νοιάζονταν για εμάς, όπως οι προπονητές που είχαμε εκτός κολεγίου» λένε, ενώ ο Πέτρος προσθέτει: «Οταν μια φορά χτύπησα στο χέρι σε κολεγιακό αγώνα, ο προπονητής μού έδωσε ναρκωτικό για να συνεχίσω. Τους ένοιαζε μόνο να αγωνιζόμαστε».

Και πώς στράφηκαν στην ακαδημαϊκή καριέρα τα δύο αδέλφια; «Οι σπουδές ήταν μονόδρομος για εμάς, δεν γινόταν αλλιώς. Το μποξ μας επέτρεψε να σπουδάσουμε, αλλά, όπως και να ‘χει, δεν είχαμε άλλη επιλογή: Δεν μπορούσες να πας σπίτι και να αντιμετωπίσεις τον πατέρα και τη μητέρα αν δεν σπούδαζες» εξηγεί ο Πέτρος, που ήταν 3ος στους Παναμερικανικούς Αγώνες του 1959.

Περήφανοι για την καταγωγή τους, αποκαλύπτουν ότι, στις δύσκολες στιγμές, αντλούσαν έμπνευση από τους Σπαρτιάτες της Μάχης των Θερμοπυλών και ότι ως κώδικα στη ζωή τους είχαν το: «Μη δείχνεις φόβο, μην παραδίδεσαι!»

Η εμπειρία από τον Μοχάμεντ Αλι

Η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960 ήταν η κορυφαία στιγμή της πυγμαχικής του καριέρας για τον Νίκο Σπανάκο. Ομως στην πρώτη πυγμαχική αναμέτρηση Σοβιετικού με Αμερικανό εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, η πολιτική έπαιξε τον ρόλο της.

«Με γοήτευε η ιδέα ότι εκπροσωπούσα τις ΗΠΑ. Για να προκριθώ έδωσα 30 προκριματικούς αγώνες. Δυστυχώς, ο Πέτρος αποκλείστηκε κι εγώ πήγα μόνος μου. Στη Ρώμη συνάντησα και την ελληνική ομάδα της πυγμαχίας, που είχε, όμως, πολύ μικρή υποστήριξη από το κράτος», μας λέει ο Νίκος και προσθέτει: «Θα έφτανα μέχρι το χρυσό μετάλλιο αν δεν έχανα από τον Σοβιετικό, Μπόρις Νικανόροφ, με μια αμφιλεγόμενη απόφαση των κριτών. Αμέσως μετά, οι 16 από τους 30 κριτές αντικαταστάθηκαν. Δυστυχώς η πολιτική αναμείχθηκε σε μια αθλητική διοργάνωση».

Στη Ρώμη, ο Νίκος, είχε για συγκάτοικο τον περίφημο Κάσιους Κλέι, που αργότερα έγινε μουσουλμάνος με το όνομα Μοχάμεντ Αλι. «Ηταν πάντα ωραίος τύπος αλλά μιλούσε πολύ! Ηταν καλός άνθρωπος και με αίσθηση του χιούμορ, αλλά άλλαξε αρκετά αφότου γνώρισε τον Μάλκολμ Χ», λέει ο Νίκος. Ο Πέτρος θυμάται πως ο αδελφός του, είδε κάποια μέρα στο δωμάτιό τους τον Αλι να πίνει σκυμμένος νερό στο μπάνιο. «Διψούσα και ήπια λίγο νερό» του είπε, ενώ ο Νίκος είδε κατάπληκτος ότι ο νεαρός συναθλητής του έπινε νερό από τον μπιντέ, προφανώς μην έχοντας ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή του.

Ο Πέτρος, πάντως, αναφέρει ότι ο Αλι δεν είχε και πολλές συμπάθειες μεταξύ των άλλων μαύρων συναθλητών του στην εθνική των ΗΠΑ. «Κάποιοι τον έδερναν γιατί ήταν επιδειξίας και ήθελε την προσοχή όλων, και δεν τον έκαναν παρέα».

Στη διοργάνωση του Τόκιο, το 1964, ο Νίκος θέλησε να αγωνιστεί με τα ελληνικά χρώματα. Προσπάθησε να πάρει ελληνική υπηκοότητα, αλλά δεν τα κατάφερε. «Το ήθελα πάρα πολύ, αλλά δεν καταθέσαμε τα χαρτιά εγκαίρως» αναφέρει με πίκρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή