Ασυνήθιστος «αστέρας» με… μαγικές ικανότητες

Ασυνήθιστος «αστέρας» με… μαγικές ικανότητες

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τους Μέσι και Κριστιάνο Ρονάλντο να απουσιάζουν από το λαμπερό αποψινό ραντεβού του τελικού του Τσάμπιονς Λιγκ στο Γουέμπλεϊ, ούτε εφέτος μοιάζει πιθανό να βρεθεί ο ποδοσφαιριστής που θα καταφέρει να πλησιάσει, έστω, ένα μυθικό ρεκόρ 53 χρόνων. Οι 134 χιλ. θεατές που γέμισαν ασφυκτικά το «Χάμπτεν Παρκ» της Γλασκώβης για να παρακολουθήσουν τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1960 ανάμεσα στη Ρεάλ Μαδρίτης και την Αϊντραχτ Φρανκφούρτης, έγιναν μάρτυρες της εκπληκτικής παράστασης που πρόσφεραν δύο από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Αν και ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο πέτυχε τρία γκολ στο 7-3 της νίκης των Μαδριλένων, ο Φέρεντς Πούσκας πέτυχε τα άλλα τέσσερα και υπέγραψε εκείνη τη βραδιά ένα απίστευτο ρεκόρ, αξεπέραστο από τότε. Ο μόνος που το απείλησε ήταν ο ίδιος. Πέτυχε και τα τρία γκολ της Ρεάλ στον τελικό του Πρωταθλητριών το 1962, αλλά η Μπενφίκα πέτυχε δύο περισσότερα και κατέκτησε με 5-3 τον τίτλο.

Τέτοιες εντυπωσιακές παραστάσεις ανέδειξαν σε κορυφαία ποδοσφαιρική μορφή τον Φέρεντς Πούσκας. Γεννημένος στη Βουδαπέστη το 1927, κόλλησε από μικρός το μικρόβιο από τον πατέρα του, προπονητή της Κίσπεστ Χόνβεντ, μεγάλης δύναμης τότε του ουγγρικού ποδοσφαίρου. Στα 16 του χρόνια έπαιξε στην Κίσπεστ και στα 18 του έκανε ντεμπούτο στην εθνική Ουγγαρίας, μια ομάδα που επί των ημερών του αναδείχθηκε σε κορυφαία δύναμη παγκοσμίως. Με τους Κότσις, Μπόζικ, Τσίμπορ και Χιντεγκούτι, δημιούργησαν μια αχτύπητη πεντάδα και πρόσφεραν στο ποδοσφαιρόφιλο κοινό μαγικές στιγμές και μεγάλες επιτυχίες, σφραγίζοντας μια ολόκληρη εποχή.

Κοντός και με παραπανίσια κιλά, ο Πούσκας δεν είχε το κλασικό καλούπι του ποδοσφαιριστή. Το δεξί πόδι το είχε μόνο για να πατάει το γκάζι στο αυτοκίνητο, το δε κεφάλι το χρησιμοποιούσε μόνο για να σκέφτεται και όχι για να ακουμπάει την μπάλα. Κι όμως αυτός ο κοντόχοντρος τύπος αποδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους τεχνίτες ποδοσφαιριστές διαχρονικά.

Το αριστερό του πόδι ήταν «μαγικό», η ντρίπλα του ασυναγώνιστη, η αίσθηση του γκολ μοναδική. Ο τρόπος που εφορμούσε προς την αντίπαλη περιοχή ξεσήκωνε τα πλήθη και το προσωνύμιο «καλπάζων συνταγματάρχης» έμελλε να τον συνοδεύει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το απέκτησε για τις εντυπωσιακές επελάσεις του, όταν επί κομμουνιστικού καθεστώτος η Κίσπεστ έγινε η ομάδα του ουγγρικού στρατού και ο Πούσκας πήρε τον βαθμό του συνταγματάρχη, αν και όλοι έλεγαν ότι του άξιζε να γίνει στρατηγός.

Ανθρωπος που είχε τον τρόπο του να περνάει πάντα το δικό του, ο Πούσκας σπάνια έβαζε νερό στο κρασί του. Η μόνη φορά που κινήθηκε διπλωματικά για να επιβιώσει ποδοσφαιρικά, ήταν όταν πήγε στη Ρεάλ. Αν και ήταν τότε 31 χρόνων και όλοι τον θεωρούσαν «τελειωμένο», ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο, ο μεγαλύτερος σταρ εκείνης της εποχής παγκοσμίως, αναγνώρισε στο πρόσωπό του ένα μεγάλο ανταγωνιστή. Για να συνυπάρξουν και να μην τον πολεμήσει, ο Πούσκας άφησε στον Αργεντινό σούπερ σταρ τα ηνία και τα φώτα της δημοσιότητας, άσχετα αν μέσα στο γήπεδο έπαιρνε συχνά αυτός τον πρώτο ρόλο. Τα δικά του γκολ έκαναν «βασίλισσα» τη Ρεάλ και τον ίδιο ένα θρυλικό δίδυμο με τον Ντι Στέφανο, σε μια εποχή όπου το ποδόσφαιρο ήταν θέαμα και όχι μια παγκόσμια εμπορική επιχείρηση φτιαγμένη για να γεννά χρήμα.

Η… ευθύνη της Βέρνης

Ο Φέρεντς Πούσκας υπήρξε παγκόσμιος θρύλος και ο κορυφαίος Ούγγρος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Κι αν αυτό δεν προκαλεί αίσθηση σήμερα λόγω της παρακμής του ουγγρικού ποδοσφαίρου, σημαίνει πάρα πολλά διότι η Ουγγαρία υπήρξε υπερδύναμη μεταπολεμικά, τουλάχιστον μέχρι το 1956 όταν μετά την ουγγρική επανάσταση κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος, πολλοί μεγάλοι παίκτες της διέφυγαν στη Δύση. Διαλύθηκε έτσι η «Αράντσιπατ», η «χρυσή ομάδα» που είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1952 στο Ελσίνκι και είχε υποχρεώσει την εθνική Αγγλίας σε δύο ταπεινωτικές ήττες, με 6-3 στο Γουέμπλεϊ και 7-1 στη Βουδαπέστη.

Ο Πούσκας υπήρξε το μεγάλο αστέρι αυτής της γενιάς, χρεώθηκε, όμως, την ήττα στον περίφημο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, που έμεινε στην Ιστορία ως «το θαύμα της Βέρνης». Η ξεροκέφαλη επιμονή του να παίξει αν και σοβαρά τραυματίας, ήταν η αιτία για μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις όλων των εποχών. Αντίπαλος της Ουγγαρίας ήταν η Γερμανία, την οποία είχε διασύρει στην πρώτη φάση με 8-3. Οταν οι Ούγγροι προηγήθηκαν στο 8΄ με 2-0, όλοι περίμεναν ένα νέο θρίαμβο. Ο Πούσκας είχε προλάβει να πετύχει ένα γκολ, αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει. Αλλαγές δεν επιτρέπονταν τότε. Οι Γερμανοί το εκμεταλλεύθηκαν και έκαναν τη μεγάλη ανατροπή με 3-2, με την ευθύνη να πέφτει πάνω στη δική του πλάτη.

Η σχέση του με τα δίκτυα ήταν ερωτική. Σταμάτησε το ποδόσφαιρο 40 ετών, πολύ μεγάλη ηλικία για εκείνη την εποχή, και σ’ αυτή τη σχεδόν 25χρονη διαδρομή πέτυχε 84 γκολ σε 85 αγώνες με την εθνική Ουγγαρίας και 511 γκολ σε 533 παιχνίδια με τη Χόνβεντ και τη Ρεάλ Μαδρίτης.

Οι σχέσεις του με την Ελλάδα και το έπος του 1971

Ο αστικός μύθος λέει ότι ο Φέρεντς Πούσκας έφτασε μια ανάσα από το να φορέσει τη φανέλα του Εθνικού, μαζί με τον Σάντορ Κόσιτς και τον τερματοφύλακα, Γκιούλα Γκρόσιτς. Τα τρία επίλεκτα μέλη της εθνικής Ουγγαρίας διέφυγαν στο εξωτερικό μετά την εισβολή των σοβιετικών στη χώρα τους το 1956 και αναζητούσαν ομάδα στη δυτική Ευρώπη.

Ο Δημήτρης Καρέλας, επιχειρηματίας με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και χρηματοδότης του Εθνικού, τους έφερε στην Ελλάδα για φιλικά παιχνίδια με την «Ουγγάρια», μια ομάδα Ούγγρων πολιτικών φυγάδων. Λόγω των πιέσεων που άσκησαν, όπως λέγεται, οι τρεις μεγάλες ομάδες του ΠΟΚ (Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ) αλλά και των αντιδράσεων της ουγγρικής κυβέρνησης για πολιτικούς λόγους, η μετακίνησή τους στον Εθνικό δεν έγινε ποτέ. Μετά από διετή αποκλεισμό από την ευρωπαϊκή ομοσπονδία λόγω της φυγής του στο εξωτερικό, ο Πούσκας πήγε το 1958 στη Ρεάλ Μαδρίτης και μεγαλούργησε, μαζί με τους Αλφρέντο Ντι Στέφανο και Ραϊμόν Κοπά.

Οι δεσμοί του Πούσκας με την Ελλάδα έγιναν πιο έντονοι λίγα χρόνια αργότερα, όταν ανέλαβε προπονητής του Παναθηναϊκού από το 1969 έως το 1974, οδηγώντας τον στις 2 Ιουνίου του 1971 στον τελικό του Πρωταθλητριών στο Γουέμπλεϊ και στην κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων.

Επέστρεψε στην Ελλάδα ως προπονητής της ΑΕΚ την περίοδο 1978-79 και πήρε τον τίτλο, ενώ το 1991 οδήγησε την Ελλάς Μελβούρνης, ομάδα ομογενών, στην κατάκτηση του πρωταθλήματος Αυστραλίας.

Προσβλήθηκε το 2000 από τη νόσο Αλτσχάιμερ και έζησε δύσκολα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Αφησε την τελευταία του πνοή στις 17 Νοεμβρίου του 2006 σε νοσοκομείο της Βουδαπέστης, έπειτα από βαριά πνευμονία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή