Ο Νίκος Κόβης είναι ένας από τους τέσσερις ποδοσφαιριστές ελληνικής καταγωγής που γεννήθηκαν στην Τουρκία και αγωνίστηκαν στην εθνική της ομάδα. Είναι και ο συνδετικός κρίκος του Παναθηναϊκού με το τουρκικό ποδόσφαιρο καθώς φόρεσε για πέντε χρόνια (1978-83) την πράσινη φανέλα, ενώ επί σειρά ετών και μέχρι το 2010 υπήρξε ο υπεύθυνος για όλες τις αναπτυξιακές ομάδες του συλλόγου, από τις οποίες αναδείχθηκαν πολλοί αξιόλογοι ποδοσφαιριστές που έκαναν καριέρα στους «πράσινους» και έφτασαν μέχρι την εθνική μας ομάδα.
Αν και ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα, ποτέ δεν έκοψε τον ομφάλιο λώρο που τον δένει με τη χώρα που γεννήθηκε. Ο Νίκος Κόβης παρακολουθεί στενά όλες τις εξελίξεις στην Τουρκία και έχει πολύ καθαρή εικόνα για το τουρκικό ποδόσφαιρο, κάτι πολύ χρήσιμο τώρα που ο Φατίχ Τερίμ έφθασε στην Ελλάδα και όλοι διψούν να μάθουν κάτι παραπάνω για τον άνθρωπο που ανέλαβε τα ηνία του Παναθηναϊκού σε ένα κομβικό σημείο της περιόδου.
Και είναι ακόμα πιο σημαντική η άποψη του Νίκου Κόβη για τον «αυτοκράτορα» του τουρκικού ποδοσφαίρου, γιατί δεν είναι σφαιρική αλλά πολύ προσωπική: υπήρξαν αντίπαλοι για τέσσερα χρόνια με τις ομάδες τους στην Πόλη και για το ίδιο διάστημα συμπαίκτες στην Εθνική Τουρκίας!
Κύριε Κόβη έχετε το «προνόμιο» να γνωρίζετε ίσως καλύτερα από τον καθένα στην Ελλάδα τον Φατίχ Τερίμ. Σας αιφνιδίασε και εσάς ο ερχομός του στον Παναθηναϊκό;
«Είναι ένα θέμα που εξελίχθηκε πάρα πολύ γρήγορα και η βασική πηγή ενημέρωσης ήταν τα ΜΜΕ της Τουρκίας. Μέχρι να γίνει γνωστή η είδηση, ουδείς γνώριζε κάτι σχετικό και ναι, αιφνιδιάστηκα. Με το που έγινε η πρώτη αναφορά και φάνηκε ότι η συμφωνία είναι οριστική, ήταν και παραμένει το πρώτο θέμα συζήτησης σε αθλητικό επίπεδο στην Τουρκία. Προκλήθηκε μεγάλος θόρυβος και είναι λογικό αυτό γιατί ο Φατίχ είναι ένα τεράστιο όνομα εκεί, ίσως ο κορυφαίος προπονητής που ανέδειξε ποτέ το τουρκικό ποδόσφαιρο, τουλάχιστον στη σύγχρονη εποχή του».
Και πώς σχολιάζουν οι γείτονες την είδηση ότι αναλαμβάνει ο «εθνικός τους προπονητής» μια μεγάλη ελληνική ομάδα όπως ο Παναθηναϊκός;
«Το θεωρούν φυσιολογική εξέλιξη. Του έγινε πρόταση από μια πολύ μεγάλη ομάδα που καλύπτει τις φιλοδοξίες του και είναι αντάξια του ονόματός του. Την αποδέχθηκε και ξαναμπήκε στο παιχνίδι, σε κεντρική σκηνή μάλιστα, όπως πάντα στην καριέρα του. Δεν δόθηκε κάποια εθνικιστική διάσταση στο θέμα, παρά μόνο αθλητική. Το ότι ήλθε σε ελληνική ομάδα δεν προκαλεί κάποια αίσθηση. Απασχολεί τους Τούρκους με τον ίδιο τρόπο που θα τους απασχολούσε εάν συνεργαζόταν με οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή ομάδα»
Εσείς πόσο καλά τον γνωρίζετε;
«Ξεκίνησα να παίζω στην Μπεσίκτας σε ηλικία 20 ετών, το 1973. Την επόμενη χρονιά, ο Φατίχ μεταγράφηκε στη Γαλατασαράι, σε μια άλλη πολύ μεγάλη ομάδα της Πόλης. Βρεθήκαμε πολλές φορές αντίπαλοι με τις ομάδες μας και για ένα μεγάλο διάστημα ήμασταν συμπαίκτες στην Εθνική Τουρκίας. Υπήρξαμε και δίδυμο στη μεσαία γραμμή. Αν και στον Παναθηναϊκό χρησιμοποιήθηκα ως κεντρικός αμυντικός, στην Τουρκία έπαιζα κυρίως αμυντικός μέσος, “εξάρι” και “οκτάρι”. Ο Φατίχ έπαιζε στην αρχή στις θέσεις 8-10 και στους αγώνες με την Ελβετία και τη Φινλανδία ήμασταν οι δύο κεντρικοί χαφ. Αργότερα ο Γιουπ Ντέρβαλ τον γύρισε πιο πίσω, όπου έκανε πολύ μεγάλη καριέρα σαν λίμπερο».
Κρατήσατε επαφές έκτοτε; Εχετε επικοινωνία;
«Οχι. Αν και είχαμε εξαιρετική σχέση τόσο ως συμπαίκτες στην Εθνική όσο και ως αντίπαλοι, όταν ήλθα στην Ελλάδα χαθήκαμε. Δεν πηγαίνω και τόσο συχνά στην Τουρκία, συμβαίνουν αυτά, αλλάζουν οι ζωές μας και χάνονται οι άνθρωποι. Εχουμε όμως ωραίες αναμνήσεις. Οταν ηρεμήσει και βρει τον ρυθμό του στον Παναθηναϊκό, θα πάω να τον συναντήσω, να πιούμε έναν καφέ και να θυμηθούμε τα παλιά. Εχουμε πράγματα να πούμε».
Υπάρχει περίπτωση λόγω της σχέσης σας και λόγω της εμπειρίας που έχετε στο ελληνικό και στο τουρκικό ποδόσφαιρο, να συνεργαστείτε μαζί του στον Παναθηναϊκό;
«Ούτε για αστείο, το κεφάλαιο αυτό έχει κλείσει οριστικά για εμένα. Είναι σημαντικό, ξέρετε, να έχεις αυτή τη φλόγα. Με τον Φατίχ γεννηθήκαμε την ίδια χρονιά, το 1953, εγώ τον Γενάρη και αυτός τον Σεπτέμβριο. Για εμένα το ποδόσφαιρο τελείωσε εδώ και αρκετά χρόνια. Γι’ αυτόν όχι. Εχει απίστευτη ενέργεια μέσα του. Θα τον δείτε και θα εκπλαγείτε. Και 80 χρονών να πάει, το μάτι του θα γυαλίζει για το ποδόσφαιρο. Είναι ένα κομμάτι της ζωής του που ποτέ δεν θα το αφήσει πίσω».
Τι εικόνα έχετε για εκείνον από εκείνα τα χρόνια;
«Αν και έπαιξε στη Γαλατασαράι, δεν ήταν παιδί της Πόλης. Ηταν γεννημένος στα Αδανα και όταν πήρε μεταγραφή στη Γαλατά, εμφανίστηκε με το “μάγκικο” αέρα που χαρακτήριζε τότε τα παιδιά της επαρχίας. Ηταν ηγετική μορφή, ένας “καπάνταης” όπως αποκαλούν στην Τουρκία αυτούς τους σπάνιους ανθρώπους που γεμίζουν με την παρουσία τραβώντας τα βλέμματα και τίποτα να μην κάνουν. Θα δείτε την περπατησιά του και θα καταλάβετε. Ενώ είναι τόσο χαλαρός, βγάζει έναν ιδιαίτερο αέρα, μια μαγκιά αυθεντική συνδυασμένη με αρχοντιά. Ετσι ήταν και ως παίκτης, έτσι και ως προπονητής. Γεννημένος αρχηγός, θα τον δείτε και θα καταλάβετε».
Κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο του χαρακτήρα του;
«Είναι μεγάλη προσωπικότητα, ψυχάρα, δεν κάθεται ήσυχος ποτέ. Στον πάγκο είναι ένα θηρίο, έτοιμος να τα βάλει με όλους αν κάποιος πειράξει την ομάδα του ή τους παίκτες του. Δεν φοβάται κανέναν, είναι ένας πολύ εκρηκτικός χαρακτήρας, αλλά ταυτόχρονα αρχοντικός. Δεν θέλει να χάνει, είναι μαχητής. Το μόνο σίγουρο ότι δεν περνάει πουθενά απαρατήρητος, έχει μια ιδιαίτερη αύρα».
Και ένας τέτοιος εκρηκτικός χαρακτήρας δεν έχει «εχθρούς»; Εσείς, για παράδειγμα, δεν κοντραριζόσασταν ως αντίπαλοι μαζί του;
«Επαιζα στην Μπεσίκτας και αυτός στη Γαλατά, κάτι σαν ΑΕΚ και Παναθηναϊκός στα δικά μας μέτρα. Η Φενέρ, αντίστοιχα, είναι ο Ολυμπιακός της Τουρκίας και η Τραμπζονσπόρ ας πούμε ο ΠΑΟΚ, η πιο ισχυρή ομάδα έξω από την Πόλη. Καταλαβαίνετε ότι τα παιχνίδια της Μπεσίκτας και της Γαλατασαράι είναι ντέρμπι. Χαμός γινόταν και χαμός εξακολουθεί να γίνεται. Μέσα στο γήπεδο ήμασταν αντίπαλοι, αλλά και κύριοι. Ποτέ δεν είχαμε προσωπικές συγκρούσεις. Δεν είναι ούτε του δικού μου χαρακτήρα ούτε και του δικού του».
Απ’ όσο αντιλαμβάνομαι, είναι ένα πρόσωπο απολύτως σεβαστό στην Τουρκία, πέρα από τις κλασικές οπαδικές διαφορές.
«Ακριβώς, είναι πρόσωπο γενικής αποδοχής από τους οπαδούς των άλλων ομάδων, όπως ο Αταμάν που έχει αναλάβει τον μπασκετικό Παναθηναϊκό. Είναι μεγάλο θέμα στην Τουρκία ότι οι δύο κορυφαίοι τους προπονητές θα εργάζονται ταυτόχρονα στον Παναθηναϊκό. Από αθλητικής πλευράς το λέω, όχι εθνικής. Είναι κάτι που όλοι το βλέπουν θετικά, με πολύ καλό μάτι. Ο Φατίχ είναι αποδεκτός από όλους. Περισσότεροι από τους μισούς προπονητές των ομάδων της μεγάλης κατηγορίας, είναι δικά του παιδιά, πρώην παίκτες του ή βοηθοί του. Εφερε μεγάλες επιτυχίες με την εθνική ομάδα, την πήγε μια ανάσα από τον τελικό του Euro το 2008. Πώς να μην τον αγαπάνε;»
Οι παίκτες του πώς αντιμετωπίζουν έναν τόσο εκρηκτικό χαρακτήρα; Εχουν καλές σχέσεις μαζί του;
«Αυτό είναι ένα άλλο χάρισμά του. Εκεί που τους αγκαλιάζει όλους σαν παιδιά του, εκεί τους κρατάει και στη σωστή απόσταση. Είναι γι’ αυτούς κάτι σαν πατέρας και προπονητής μαζί, όχι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο. Κι αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο να το πετύχει κανείς, θέλει τρομερή επιδεξιότητα».
Οταν σταμάτησε από τη Γαλατά το 2022 σχεδόν 68 χρονών, δεν ήταν σαν να τερμάτιζε την καριέρα του;
« Ο Φατίχ; Οχι δα! Θα τον δείτε και θα τον καταλάβετε, δεν πρόκειται να αφήσει το ποδόσφαιρο ούτε το ποδόσφαιρο αυτόν. Εχει τρομερή ενέργεια μέσα του. Συμβαίνει ό,τι συμβαίνει με όλους τους προπονητές. Κάποια στιγμή κουράστηκε στη Γαλατά και έβαλε στη θέση του τον βοηθό του. Μετά να δουλέψει πού; Φενέρ, Μπεσίκτας και Τραμποζονσπόρ δεν θα πήγαινε ποτέ, ούτε για όλα τα χρήματα του κόσμου. Στην Τουρκία υπάρχει γι’ αυτόν μόνο η Γαλατά και η Εθνική, καμία άλλη ομάδα. Πριν συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό, είχε μιλήσει με τη Μαρσέιγ όταν απολύθηκε ο Μαρθελίνιο, αλλά τελικά δεν προέκυψε συμφωνία. Περίεργο ε; Ο Παναθηναϊκός απέκλεισε τη Μαρσέιγ, ουσιαστικά απέλυσε τον προπονητή της και εκεί που φάνηκε ότι ο Φατίχ θα πάει στη Μασσαλία, ήλθε τελικά στην Αθήνα!»
Για έναν προπονητή που έχει παραπάνω από 20 χρόνια να βγει από την Τουρκία, δεν θα υπάρξει πρόβλημα προσαρμογής σε μια άλλη κουλτούρα; Πέφτει και απευθείας στα βαθιά, με πέντε ντέρμπι, τα τρία με τον Ολυμπιακό, μέσα στον Γενάρη.
«Αυτή η συνθήκη είναι κομμάτι της ζωής ενός προπονητή, έχει μάθει να ζει με αυτό. Μη φανταστείτε ότι σε επίπεδο νοοτροπίας και συνηθειών υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα σε Ελληνες και Τούρκους. Εχουμε πολλά κοινά σημεία, νομίζω ότι όλοι το αντιλαμβάνονται αυτό. Μην ξεχνάμε ότι ο Φατίχ δεν αναλαμβάνει μια “ελληνική” ομάδα. Ο Παναθηναϊκός έχει 4-5 Ελληνες παίκτες όλους κι όλους, δεν έχει παραπάνω. Το ίδιο ισχύει και στη Γαλατά. Και εκεί οι περισσότεροι παίκτες είναι ξένοι, δεν είναι Τούρκοι. Το ξέρει το “παιχνίδι” αυτό ο Τερίμ, όπως το ξέρουν και όλοι οι σύγχρονοι προπονητές».
Αυτό ήθελα να σας ρωτήσω. Ενας προπονητής 70 χρονών, πόσο κοντά μπορεί να είναι στο σύγχρονο ποδόσφαιρο; Δεν υπάρχει κίνδυνος να έχει μείνει στη δική του εποχή;
«Να μην ανησυχείτε γι’ αυτό, ο Φατίχ είναι ένας πολύ σύγχρονος προπονητής. Οποιος έχει δει πώς παίζουν οι ομάδες του, το αντιλαμβάνεται αυτό. Λίγο χρόνο θέλει μόνο για να βάλει τα πράγματα στη δική του σειρά, είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος, μπαίνει εύκολα στο νόημα. Εχει ένα χάρισμα. Εντοπίζει γρήγορα τα προβλήματα και ξέρει πώς να τα μπαλώσει. Και τον βοηθάνε σ’ αυτό οι παίκτες του. Παίζουν και γι’ αυτόν, έχουν ιδιαίτερη σχέση μαζί του».
Είναι προπονητής που θέλει να συνεργάζεται με μεγάλα ονόματα ή προτιμά να βγάζει δικούς του παίκτες;
«Τα έχει κάνει και τα δύο με επιτυχία. Θα έλεγα ότι είναι ένας προπονητής που ξέρει να δουλεύει με ό,τι έχει, δεν κρύβεται πίσω από τις όποιες αδυναμίες ενός ρόστερ. Εχει συνεργαστεί με παικταράδες και παικταράδες στην καριέρα του, τα έχει πάει περίφημα μαζί τους. Από την άλλη, έχει βγάλει και πολλά δικά του παιδιά. Σας είπα, οι μισοί προπονητές στην 1η κατηγορία της Τουρκίας έχουν περάσει από τα χέρια του. Ολοι τον αναγνωρίζουν ως κορυφαίο όνομα, έχει πολύ μεγάλη διάρκεια η καριέρα του, πάνω από 30 χρόνια. Και είναι πάντα σε υψηλό επίπεδο, δεν είναι τόσο εύκολο αυτό. Γι’ αυτό και θεωρείται πιο σημαντικός προπονητής της Τουρκίας τα τελευταία 50-60 χρόνια, αν όχι σε όλη την ιστορία. Είναι παράξενος άνθρωπος, πολύ ιδιαίτερος, ξέρει όμως να βάζει τα όριά του. Δεν τον νοιάζουν τα χρήματα, δεν ήταν αυτό το κριτήριό του για να έλθει στον Παναθηναϊκό. Ηταν η προοπτική, η ευκαιρία να δημιουργήσει. Από ποδοσφαιριστής φαινόταν ότι θα κάνει μεγάλη καριέρα προπονητή. Επαιζε και έκανε κουμάντο σε όλη την ομάδα, είναι ψυχάρα, τεράστια προσωπικότητα. Γι’ αυτό σας το λέω και το ξαναλέω κι ας ακούγεται κουραστικό: θα τον δείτε και θα καταλάβετε».