Από το Παρίσι με αγάπη

Πώς η πρωτεύουσα της Γαλλίας έχει εξελιχθεί σε εργοστάσιο παραγωγής ποδοσφαιρικών ταλέντων

8' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Ιμπραΐμα Τραορέ χαμογελάει καθώς παρκάρει το μαύρο Range Rover του έξω από την πολυκατοικία όπου ξεκίνησε η ποδοσφαιρική του ιστορία. Είναι πίσω στο Παντέν, λίγο έξω από τη βορειοανατολική γωνία του περιφερειακού δρόμου που χωρίζει το κεντρικό Παρίσι από τα προάστιά του. Εν μέσω του θορύβου των σειρήνων και των διάφορων οσμών που προέρχονται από τα γύρω φαστ φουντ, ο Τραορέ μπαίνει μέσα και παίρνει το ασανσέρ για τον πέμπτο όροφο. Οι πόρτες ανοίγουν και ο αδελφός του τον περιμένει για να τον καλωσορίσει πίσω στο πατρικό τους σπίτι. Στο εσωτερικό υπάρχουν φωτογραφίες του πατέρα του ζευγαριού από τη Γουινέα και της μητέρας του από τον Λίβανο, καθώς και πλάνα των παππούδων και των νεότερων γενεών της οικογένειας. Στη θέα που κυριαρχεί από τα παράθυρα, απέναντι από έναν αυτοκινητόδρομο διπλής κατεύθυνσης και μια γραμμή τραμ, δεσπόζει ένα αθλητικό συγκρότημα, με δύο γήπεδα ποδοσφαίρου.

«Αυτό είναι το Καμπ Νου μας, το Ανφιλντ μας», λέει ο Τραορέ. «Συνηθίζαμε να πηδάμε πάνω από τον φράχτη στις επτά το πρωί για να εξασκηθούμε στα σουτ. Πριν από το σχολείο και μετά το σχολείο, ήταν το ποδόσφαιρο. Μόνο ποδόσφαιρο».

Ο Τραορέ, 35 ετών πλέον, έπαιξε περισσότερα από 250 παιχνίδια για τέσσερις διαφορετικούς συλλόγους στην Bundesliga και ήταν αρχηγός της Γουινέας στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής 2019. Μετακόμισε από το Παρίσι στο Βερολίνο και στη Χέρτα όταν ήταν 18 ετών και, παρά τις προτάσεις που είχε από ομάδες της Premier League, παρέμεινε κάτοικος Γερμανίας. Οδηγός του στις αποφάσεις του ήταν τα όσα είχε ζήσει σε αυτό το κομμάτι του Παρισιού. «Θυμάμαι ότι ακριβώς απέναντι έμενε ο Γκαμπριέλ Ομπερτάν που έπαιξε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ», λέει ο Τραορέ, ο οποίος αισθάνεται μια ιδιαίτερη περηφάνια για το γεγονός ότι το προάστιο στο οποίο μεγάλωσε έχει «βγάλει» και άλλους παίκτες που έκαναν σημαντική καριέρα. «Οταν ακούς ότι είναι πιθανό, ξεκινώντας από αυτή την περιοχή, να μπορείς κάποια στιγμή να παίξεις για μια ομάδα όπως η Μάντσεστερ, αυτό είναι κάτι που σου δίνει επιπλέον κίνητρο για να πολεμήσεις».

Καθώς το ρολόι χτυπάει 4 μ.μ., παιδιά και προπονητές κατακλύζουν τα γήπεδα. Ο Μουσά Ντιαμπί της Αστον Βίλα, ο πρώην ακραίος επιθετικός της Αρσεναλ Νικολά Πεπέ, και ο αμυντικός της Γαλλίας και της Μονακό Γιουσούφ Φοφανά, ξεκίνησαν από τις ίδιες εγκαταστάσεις και την ίδια περιοχή, τις οποίες μοιράζονται οι τοπικές ομάδες Esperance Paris 19eme και Solitaire Paris Est.

Ποδοσφαιρικό «εργοστάσιο»

Οσο και αν φαίνεται περίεργο, το Παρίσι είναι ένα εργοστάσιο που «παράγει» ποδοσφαιριστές που μπορούν να φτάσουν μέχρι το ανώτατο ποδοσφαιρικό επίπεδο. Από τους παίκτες που πήραν μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ το 2022, οι 30 είχαν γεννηθεί στην πρωτεύουσα της Γαλλίας. Αριθμός που από μόνος του δεν λέει κάτι, όμως, αν συγκριθεί με τους 12 που ήταν γεννημένοι στο Σάο Πάολο και τους οκτώ που είδαν το πρώτο φως του ήλιου στο Λονδίνο, μπορεί να βγάλει πολύτιμα συμπεράσματα για το ταλέντο που… κυκλοφορεί στα γήπεδα των τοπικών ομάδων του Παρισιού. Από αυτούς οι 11 αγωνίζονταν με τα χρώματα της Γαλλίας, ενώ οι υπόλοιποι 19 κατανέμονται σε οκτώ εθνικές ομάδες: Μαρόκο, Τυνησία, Σενεγάλη, Γκάνα, Καμερούν, Πορτογαλία, Γερμανία και Κατάρ. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και στο πρόσφατο παρελθόν. Τιερί Ανρί, Ν’Γκόλο Καντέ και Πολ Πογκμπά μεγάλωσαν στα banlieues (προάστια) της γαλλικής πρωτεύουσας, όπως και ο πρώην συμπαίκτης του Καντέ στη Λέστερ, Ριγιάντ Μαχρέζ.

Πώς όμως το Παρίσι κατάφερε να γίνει μια πόλη που βγάζει τα περισσότερα ποδοσφαιρικά ταλέντα από οποιοδήποτε άλλο μέρος; Η εξήγηση βρίσκεται στη μεγάλη, μεταπολεμική μετανάστευση από τις πρώην γαλλικές αποικίες της Βόρειας και της Δυτικής Αφρικής που μετέτρεψε το «Ιλ ντε Φρανς» –όπως είναι γνωστό το προάστιο του Παρισιού– σε αξιόλογο ποδοσφαιρικό «εργοστάσιο».

Ο Τραορέ γεννήθηκε στο Παρίσι προτού μετακομίσει στη Γουινέα, ενώ επέστρεψε στη γαλλική πρωτεύουσα από την ηλικία των τεσσάρων ετών με τη μητέρα και τα αδέλφια του. Τα παιδιά χωρίζονταν σε ομάδες, ανάλογα με την καταγωγή τους, Βόρεια Αφρική, Σενεγάλη, Γουινέα, Μάλι και έπαιρναν μέρος σε ένα… αυτοσχέδιο Κύπελλο Εθνών Αφρικής. Ηταν κατά τη διάρκεια ενός από αυτά τα άτυπα τουρνουά που ένας τοπικός σκάουτερ εντόπισε τον Τραορέ και τον έβαλε στον δρόμο της επαγγελματικής καριέρας.

Ομως δεν ήταν μόνο αυτό που βοήθησε στην ποδοσφαιρική εξέλιξη του Παρισιού. Πριν από χρόνια ο δήμος έθεσε σε εφαρμογή ένα πλάνο κατασκευής ποδοσφαιρικών εγκαταστάσεων υψηλής ποιότητας σε κάθε περιοχή της πόλης, με σκοπό να κρατήσει τα παιδιά μακριά από τους δρόμους, τις συμμορίες και τους μπελάδες, κάνοντας το άθλημα φθηνό και προσιτό σε όλους. «Κατεβαίνεις από το σπίτι σου και έχεις ένα γήπεδο ποδοσφαίρου, οπότε το πρώτο πράγμα που κάνεις είναι να πας να παίξεις», λέει ο Αμπντελαζίζ Καντούρ, αθλητικός διευθυντής της FC Montfermeil 93, ενός συλλόγου στο Σεν Σαν Ντενί, προάστιο που έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας και ανεργίας στη Γαλλία. Ο Αμπντελαζίζ επέβλεψε την εξέλιξη του αμυντικού της Αρσεναλ, Γουίλιαμ Σαλίμπα, μετά τη μεταγραφή του από την κοντινή AS Bondy, τον σύλλογο όπου έπαιζε ως παιδί ο σούπερ σταρ της Γαλλίας Κιλιάν Εμπαπέ. «Οι νέοι εδώ γύρω παίζουν ποδόσφαιρο σχεδόν όλη μέρα», λέει και προσθέτει: «Και επιπλέον, τα περισσότερα γήπεδα είναι μικρά. Αυτό σημαίνει ότι ακουμπούν πολύ την μπάλα. Μαθαίνουν να ντριμπλάρουν. Και, με την πάροδο του χρόνου, αυτό τους δίνει πολλή ποιότητα, ταχύτητα, να βλέπουν τα πράγματα πριν από τους άλλους, τάκλιν, ένταση. Και επιπλέον, θέλουν να ζήσουν από το ποδόσφαιρο. Οταν τους κάνεις την ερώτηση, απαντούν ότι θέλουν να γίνουν επαγγελματίες ποδοσφαιριστές με κάθε κόστος. Αυτό δεν είναι ένα εύκολο μέρος για να ζεις. Πολλές οικογένειες αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Τα παιδιά το γνωρίζουν και τα δίνουν όλα για να πετύχουν. Χτίζουν μια νοοτροπία, και αυτό ίσως κάνει τη διαφορά, εκτός από το ταλέντο».

«Το ποδόσφαιρο είναι στο DNA όσων μεγαλώνουν στα banlieues»

Ο Σεμπαστιάν Μπασόνγκ, ο πρώην αμυντικός της Τότεναμ, της Νιούκαστλ και του Καμερούν, ξεκίνησε από την Deuil Enghein, ένα σύλλογο που βρίσκεται στο Βαλ ντ’ Ουαζί, στα βόρεια του Παρισιού. Ο ίδιος λέει ότι το ποδόσφαιρο είναι στο DNA όσων μεγαλώνουν στα banlieues. «Υπάρχει μια συγκεκριμένη νοοτροπία που είναι πολύ μεταδοτική», λέει ο Μπασόνγκ. «Μόλις άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο, οι άνθρωποι άρχισαν να με βλέπουν διαφορετικά. Αρχισα να υπάρχω από τη στιγμή που μπήκε το ποδόσφαιρο στη ζωή μου». Το ταλέντο του ήταν τέτοιο που στην ηλικία των 13 ετών ακολούθησε τον δρόμο του Ανρί και του Ανελκά, που οδηγούσε στο Clairefontaine, την παγκοσμίου φήμης ποδοσφαιρική ακαδημία που επιλέγει τα καλύτερα ταλέντα από Ιλ-ντε-Φρανς. «Είναι το Χάρβαρντ του ποδοσφαίρου», λέει ο Μπασόνγκ. «Το μεγαλύτερο μέρος του ποδοσφαιρικού μου IQ προήλθε από εκεί. Σκέφτεσαι ποδόσφαιρο, πίνεις ποδόσφαιρο, μυρίζεις ποδόσφαιρο, κοιμάσαι με την μπάλα σου και, πάνω απ’ όλα, μαθαίνεις πειθαρχία. Αναπτύσσουν πρωταθλητές».

Οσοι δεν έχουν την τύχη να εντοπιστούν από τους σκάουτερ του Clairefontaine, βελτιώνουν τις ικανότητές τους σε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ανταγωνιστικά ερασιτεχνικά πρωταθλήματα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Η Ligue de Paris Ile-de-France αριθμεί περισσότερους από 1.000 συλλόγους και 270.000 παίκτες. «Μερικοί από τους μεγάλους Γάλλους παίκτες ή παίκτες που παίζουν στα μεγάλα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα λένε ότι αυτό που τους εξυπηρέτησε καλύτερα ήταν η προπόνηση στο Ιλ ντε Φρανς, ότι το επίπεδο ήταν πολύ, πολύ καλό», λέει ο πρόεδρος της λίγκας Τζαμέλ Σαντιάκ, ένας πρώην αμυντικός αλγερινής καταγωγής που έπαιξε στη συγκεκριμένη λίγκα πριν ασχοληθεί με τη διοίκηση του ποδοσφαίρου. «Οι περισσότερες εθνικές ομάδες νέων της Γαλλίας είναι γεμάτες από παίκτες μας. Ετσι, οι περιφερειακές μας ομάδες παίζουν σε εθνικό επίπεδο. Σκάουτερ από όλο τον κόσμο έρχονται στην Ιλ ντε Φρανς για να δουν τους παίκτες των πρωταθλημάτων μας».

Ετσι η αύξηση στον αριθμό των ξένων ανιχνευτών ταλέντων που παρακολουθεί τη λίγκα εξηγεί και τον μεγάλο αριθμό των Παριζιάνων παικτών που καταλήγουν στην Premier League, με τον Ιμπραχίμα Κονάτε της Λίβερπουλ και τον Αξελ Ντισάσι της Τσέλσι να είναι ανάμεσα στην τελευταία φουρνιά. Οι αγγλικές ομάδες έχουν επίσης επωφεληθεί από το γεγονός ότι η Παρί Σεν Ζερμέν, ο μοναδικός πραγματικά ελίτ σύλλογος στην περιοχή του Παρισιού, προτιμά εδώ και καιρό να δαπανά χρήματα σε υπερπόντιους «galacticos» αντί να αναπτύσσει εγχώρια ταλέντα. Αυτή η πολιτική γύρισε μπούμερανγκ στον ένα και μοναδικό τελικό του Champions League που φτάσει, αυτόν του 2020, όταν έχασε 1-0 από την Μπάγερν, με σκόρερ τον Κίνγκσλεϊ Κομάν, έναν παίκτη που η Παρί είχε παραχωρήσει με ελεύθερη μεταγραφή στη Γιουβέντους έξι χρόνια νωρίτερα.

Ο Ιβ Γκεργκό, πρώην προπονητής νέων της Παρί, ο οποίος είχε ανιχνεύσει τον Κομάν σε ηλικία εννέα ετών, λέει ότι η αποχώρηση του 18χρονου τότε εξτρέμ από την ομάδα του Παρισιού ήταν αποτέλεσμα της άφιξης του Βραζιλιάνου Λούκας Μούρα, που αποκτήθηκε με 33,5 εκατ. ευρώ για να παίξει στη θέση του. «Ολα έχουν να κάνουν με τις επιχειρήσεις», λέει ο Γκεργκό. «Εδώ και 15 χρόνια η Παρί Σεν Ζερμέν θέλει να κατακτήσει το Champions League. Προσπαθεί να το πετύχει αγοράζοντας πολύ σπουδαίους παίκτες, όπως ο Μέσι, ο Νεϊμάρ, ο Τιάγκο Σίλβα».

«Τελείωσε η εποχή των φανταχτερών μεταγραφών»

Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Παρί Σ.Ζ., Νάσερ Αλ-Κελαϊφί, επιμένει ότι η εποχή των φανταχτερών μεταγραφών έχει τελειώσει και ο σύλλογος στρέφεται στην ανάδειξη ταλέντων, όπως ο 17χρονος μέσος Γουόρεν Ζαΐρ Εμερί.

Ο Γκεργκό δεν έχει πειστεί. «Γίνεται καλή δουλειά στην ακαδημία. Οι σκάουτερ κάνουν καλή δουλειά – καταφέρνουν να εντοπίζουν πολύ καλούς νέους, αλλά στη συνέχεια είναι δύσκολο να τους βάλουν στην πρώτη ομάδα. Παράλληλα επειδή δεν έχουν ομάδα Κ23, περιορίζονται στο πρωτάθλημα κάτω των 19 ετών. Ετσι, υπάρχουν ποδοσφαιριστές που μπορούν να είναι έτοιμοι όπως ο Γουόρεν Ζαΐρ Εμερί στα 16 ή 17 τους χρόνια, αλλά υπάρχουν και άλλοι που θα πρέπει να συνεχίσουν να εξελίσσονται στην Παρί Σ.Ζ. για λίγο καιρό ακόμα για να φτάσουν στην πρώτη ομάδα».

Η συγκέντρωση νεαρών ταλέντων σε μια πόλη και στα προάστιά της έχει δημιουργήσει κάτι σαν τσίρκο γύρω από το ποδόσφαιρο του Παρισιού. Ο Αμπντελαζίζ λέει ότι στους αγώνες της Montfermeil συχνά υπάρχουν περισσότεροι σκάουτερ και ατζέντηδες παρά μέλη της οικογένειας στις κερκίδες. «Οταν ξεκίνησα, έκανα πολύ σκάουτινγκ στην περιοχή του Παρισιού, αλλά τώρα αρχίζει να γίνεται αδύνατο», λέει η Τζένιφερ Μέντελβιτς, που εργάζεται για τη Supernova Management, η οποία εδρεύει στο Bois de Boulogne στο δυτικό Παρίσι. «Μιλάς σε μια οικογένεια και έχουν ήδη μάνατζερ και το παιδί είναι μόλις 12 ετών. Είναι πολύ νωρίς. Αφήστε το να είναι παιδί. Αν πρόκειται να τα καταφέρουν, θα τα καταφέρουν».

Φαίνεται ότι πλέον με τον Εμπαπέ και τον Ζαΐρ Εμερί επικεφαλής μιας στρατιάς ταλέντων, η μάχη για τα πιο λαμπερά αστέρια στην Πόλη του Φωτός είναι τόσο σκληρή όσο και στο γήπεδο…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή