Μπορεί ο Σκίμπε να γίνει ο νέος Ρεχάγκελ;

Μπορεί ο Σκίμπε να γίνει ο νέος Ρεχάγκελ;

2' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

∆εν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος από το βράδυ εκείνο στο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» που η Ελλάδα, στην πιο ταπεινωτική στιγμή της ποδοσφαιρικής της ιστορίας, έχανε από τα νησιά Φερόε. Ηταν το πέμπτο και τελευταίο παιχνίδι του Κλαούντιο Ρανιέρι, το εξαιρετικό βιογραφικό του οποίου δεν τον βοήθησε να μακροημερεύσει στη χώρα μας. Του χρεώθηκαν αδιαφορία και αδυναμία κατανόησης της ελληνικής πραγματικότητας. Τον αντικατέστησε ο Σέρχιο Μαρκαριάν, ο οποίος είχε και φιλότιμο, και γνώση του ποδοσφαίρου μας, αλλά αναλώθηκε σε παρασκηνιακές κόντρες και μέσα σε ένα κλίμα μιζέριας απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Τη θέση του πήρε ο Κώστας Τσάνας, σε έναν προσωρινό ρόλο, ολοκληρώνοντας τη θλιβερή μας πορεία στα προκριματικά μέχρι να βρεθεί ο αντικαταστάτης του. Βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα. Ο Μίκαελ Σκίμπε.

Η επιλογή του 50χρονου Γερμανού είναι μάλλον περίεργη. Η εμπειρία του από εθνικές ομάδες περιορίζεται στο ότι υπήρξε μέλος του τεχνικού τιμ της Γερμανίας πριν από 15 χρόνια, ενώ κατά γενική ομολογία η καριέρα του βρίσκεται σε κατακόρυφη πτώση. Ξεκίνησε από τοπ ομάδες της Μπουντεσλίγκα (Ντόρτμουντ, Λεβερκούζεν) ως ένας νέος ταλαντούχος προπονητής, πέρασε από κλαμπ χαμηλότερης δυναμικής (Αϊντραχτ, Χέρτα), δούλεψε στην Ελβετία (Γκρασχόπερς), στην Τουρκία (Γαλατασαράι), ενώ τα τελευταία χρόνια κατρακύλησε σε μικρές ομάδες του τουρκικού πρωταθλήματος (Καραμπούκσπορ, Εσκισεχίρσπορ). Κοινή συνισταμένη: δεν έχει κερδίσει ποτέ του κάποιον τίτλο. Και, φυσικά, δεν έχει την παραμικρή ιδέα για όσα συμβαίνουν στο ποδόσφαιρό μας. Γιατί, λοιπόν, επιλέξαμε έναν γυρολόγο αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας; 

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο πάγκος της Εθνικής έχει χάσει, μέσα σε ένα χρόνο, την αίγλη του. ∆εν μπορούσαμε να δελεάσουμε έναν τοπ προπονητή απέχοντας από το Euro του ερχόμενου καλοκαιριού και με την εικόνα διάλυσης που επικρατεί στο ποδόσφαιρό μας. Ούτε μπορούσαμε να «ισοφαρίσουμε» αυτά τα δεδομένα με κάποιο τεράστιο συμβόλαιο – ο Σκίμπε θα αμείβεται με 560.000 ευρώ ετησίως. Η εναλλακτική λύση θα ήταν να επιλεγεί κάποιος Ελληνας, αλλά στην Ομοσπονδία έκριναν ότι χρειάζεται ένας άνθρωπος με «λευκό μητρώο», χωρίς να είναι στοχοποιημένος, δικαίως ή αδίκως, από οπαδικά στρατόπεδα, που δεν επηρεάζεται από τις αθλητικές εφημερίδες, που δεν έχει προσβληθεί από το μικρόβιο της φετινής αποτυχίας και της απαξίωσης. Υπάρχει, επίσης, μια ελπίδα ότι ένας ξένος προπονητής, μπολιασμένος με την κουλτούρα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ερχόμενος στα μέρη μας ίσως εξελιχθεί σε έναν νέο Ρεχάγκελ. Είναι, βέβαια, ρίσκο. Γιατί για κάθε Ρεχάγκελ υπάρχουν εκατοντάδες Ρανιέρι. 

Το πλεονέκτημα του Σκίμπε είναι ότι, έτσι όπως τα καταφέραμε, θα έχει όλο το χρόνο μπροστά του. Προλαβαίνει να μελετήσει το ποδόσφαιρό μας, να μάθει τους παίκτες μας, να πειραματιστεί με συστήματα και διατάξεις και να είναι έτοιμος στο επόμενο επίσημο παιχνίδι μας, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, για τα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2018. Ο Ρανιέρι, όταν έπαιξε το πρώτο του επίσημο παιχνίδι, δεν είχε δώσει ούτε ένα φιλικό. Ο Σκίμπε, επίσης, σε αντίθεση με τον Ιταλό, έχει πολλά να αποδείξει. Η Εθνική μας είναι η τελευταία του ευκαιρία για να επιστρέψει στο υψηλό επίπεδο, μια τεράστια πρόκληση. Αν αποτύχει, εκείνος μεν θα γυρίσει σε μικρά κλαμπ περιφερειακών πρωταθλημάτων, η δε Εθνική θα υποχωρήσει για τα καλά στο κάτω ράφι της Ευρώπης, ενώ η εποχή που βρισκόμασταν στην ελίτ θα αποτελεί μακρινή ανάμνηση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή