Το περασμένο Σάββατο στην Καθημερινή έγραψα για ένα κρίσιμο πρόβλημα του σύγχρονου καπιταλισμού: την έμφαση στο βραχυπρόθεσμο κέρδος σε αντιδιαστολή με τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της επιχείρησης.
Το εξηγεί πολύ παραστατικά και με ζωντανά παραδείγματα ο οικονομολόγος Χα-Τζουν Τσανγκ σε ένα βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε το 2011 -και κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στο βιβλίο ο Τσανγκ αναλύει 23 “μύθους”, πράγματα που κάποιοι “δεν μας λένε” για τον καπιταλισμό, και ένας από αυτούς τους μύθους είναι τα πραγματικά, καταστροφικά κίνητρα των επιχειρήσεων όπως διαμορφώθηκαν μετά τη δεκαετία του ’80. Υπάρχουν κι άλλοι, όμως, που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Για να είμαστε ακριβείς, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν πρόκειται ακριβώς για “μύθους”, αλλά για φαινόμενα ή πραγματικότητες αρκετά γνωστές. Αλλά η ανάλυση του Τσανγκ είναι ενδιαφέρουσα, κατανοητή και, σε αρκετά σημεία, ξεκαρδιστική. Η αξία της προσέγγισής του είναι ότι εξηγεί με απλά λόγια στρεβλώσεις οι οποίες είναι λίγο-πολύ γνωστές, αλλά όχι σε όλες τους τις διαστάσεις. Εδώ σήμερα θα πούμε δυο λόγια για άλλους δέκα από τους “μύθους” που αγγίζει.
1. «Ελεύθερη Αγορά» δεν υπάρχει
Το 1819 ήρθε προς ψήφιση στο Βρετανικό Κοινοβούλιο νομοθεσία που έβαζε κανόνες καινοτόμους και ρηξικέλευθους: απαγόρευε την εργασία στα εργοστάσια βαμβακιού σε παιδιά κάτω των εννέα χρόνων. Παιδιά άνω των εννέα χρόνων θα μπορούσαν να συνεχίσουν να δουλεύουν, αλλά μόνο μέχρι 12 ώρες την ημέρα. Η νομοθεσία αυτή αντιμετώπισε, φυσικά, τρομερές αντιδράσεις από τις επιχειρήσεις, που είχαν διάφορα στιβαρά επιχειρήματα. Όπως για παράδειγμα το ότι με τη νομοθεσία αυτή περιορίζονται τα δικαιώματα των παιδιών που είχαν ανάγκη να δουλέψουν, καθώς και το δικαίωμα των εργοδοτών να τα προσλαμβάνουν. Κατά τη γνώμη τους, η κυβερνητική παρέμβαση περιόριζε την ελευθερία εργαζομένων και επιχειρήσεων.
Το συμπέρασμα είναι, βέβαια, ότι πλήρως “ελεύθερη” αγορά δεν υπάρχει. Σε όλες τις αγορές του κόσμου υπάρχουν περιορισμοί και κανόνες και πάντα όταν επιβάλλονται τέτοιοι περιορισμοί υπάρχουν αντιδράσεις. Και σχεδόν πάντα οι κανόνες γίνονται τελικά αποδεκτοί. Σήμερα δεν υπάρχει πρακτικά αντίδραση σε βασικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις και περιορίζουν την “ελευθερία” τους να πετάνε, ας πούμε, τοξικά λύματα σε ποτάμια (ή, βεβαίως, ότι τα παιδιά καλύτερο είναι να μην είναι ελεύθερα να εργαστούν στα εργοστάσια). Έχει γίνει αποδεκτό ότι αυτοί οι περιορισμοί είναι φυσιολογικοί και αυτονόητοι.
Δυο άλλα πράγματα που υπογραμμίζουν ότι οι αγορές δεν είναι ελεύθερες είναι οι περιορισμοί στη μετανάστευση και οι επεμβάσεις των κρατών για τη διάσωση ιδιωτικών επιχειρήσεων. Οι μισθοί στις πλούσιες χώρες, λέει ο Τσανγκ, ορίζονται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από τη μετανάστευση. Αν η αγορά ήταν “ελεύθερη” και η μετακίνηση των ανθρώπων “ελεύθερη”, τότε η αγορά θα αντικαθιστούσε σχεδόν όλους τους εργαζόμενους με φτηνότερους μετανάστες. Αλλά πουθενά στον κόσμο τα κράτη δεν επιτρέπουν αυτή την “ελευθερία”. Επιπλέον, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση του 2008 το αμερικανικό κράτος έδωσε $700 δισεκατομμύρια από τα χρήματα των αμερικανών φορολογούμενων για να αγοράσει χρεοκοπημένες εταιρείες και χρηματοοικονομικά εργαλεία που είχαν χάσει την αξία τους, για να μην καταρρεύσει όλο το σύστημα. Αυτό ήταν ο ορισμός του “σοσιαλισμού”, βεβαίως, αλλά η τότε ρεπουμπλικανική κυβέρνηση δεν είχε κανένα πρόβλημα να το περάσει, λέγοντας ότι λειτουργεί στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, στο οποίο το κράτος επεμβαίνει “μόνο όταν είναι ανάγκη”. Πράγμα που έγινε σε παρόμοια κλίμακα από σχεδόν όλες τις κυβερνήσεις του πλανήτη αρκετά χρόνια από την κυκλοφορία του βιβλίου, όταν ξέσπασε η πανδημία της Covid. Και τότε “ήταν ανάγκη”. Βεβαίως, δεν υπάρχει επιστημονικός ορισμός του τι σημαίνει “ανάγκη”. Είναι θέμα οπτικής γωνίας, πολιτικής θέσης και, τελικά, άποψης. Το ξεχείλωμα των ορισμών δεν έχει νόημα -ας αποδεχτούμε ότι στην πραγματικότητα, καμία αγορά δεν είναι ακριβώς “ελεύθερη”.
2. Tο πλυντήριο άλλαξε τον κόσμο
Ένα πολύ μεγάλο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης των τελευταίων δεκαετιών οφείλεται στη μαζική είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας. Πάρα πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την αλλαγή έπαιξαν συσκευές όπως τα πλυντήρια ή οι ηλεκτρικές σκούπες, που επέτρεπαν σκληρές και χρονοβόρες εργασίες για τη φροντίδα του νοικοκυριού να γίνονται πολύ γρηγορότερα, αφήνοντας ελεύθερο χρόνο για άλλες ασχολίες. Βοηθώντας στη συμμετοχή περισσότερων γυναικών στην αγορά εργασίας, συνακόλουθα άλλαξαν ριζικά τον τρόπο ζωής και των ανδρών. Το 1870, λέει, στις ΗΠΑ το 50% των γυναικών που εργάζονταν δούλευαν ως υπηρέτριες ή οικιακοί βοηθοί. Το ότι η ζήτηση για τέτοια εργασία μειώθηκε επέτρεψε στις γυναίκες να βρουν άλλες δουλειές, τη θέση τους στην κοινωνία να αναβαθμιστεί, σε ολόκληρες γενιές γονέων να αρχίσουν να επενδύουν στην εκπαίδευσή τους και, σταδιακά, στη μεγαλύτερη συμμετοχή τους στην οικονομία, σε διαφορετικές πτυχές της κοινωνίας, στην πολιτική και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη του συγγραφέα το πλυντήριο έπαιξε πολύ μεγαλύτερο και κρισιμότερο ρόλο για την πρόοδο της ανθρωπότητας από ό,τι το ίντερνετ.
3. Οι άνθρωποι δεν είναι εγωιστικά όντα που δρουν μόνο με άξονα το ατομικό όφελος
Αυτός είναι ένας μύθος που μόνο ακραία libertarian πολιτικοί πιστεύουν, βέβαια (σε πολλές περιπτώσεις ο Τσανγκ φτάνει στα όρια της πλάνης του αχυράνθρωπου, αλλά τα γράφει τόσο ευχάριστα που του το συγχωρείς) μα η ανάλυσή του έχει αξία μόνο και μόνο για τα παραδείγματα που μας θυμίζουν ότι τα ανθρώπινα όντα είναι, βασικά, ΟΚ. Όχι καλά. Όχι αγγελούδια. Αλλά όχι και κυνικά καθάρματα βγαλμένα απ’ τα βιβλία της Άυν Ραντ.
Πάρτε το ταξί, για παράδειγμα: γιατί στις εποχές που παίρναμε ταξί από το δρόμο και όχι από πλατφόρμες, δεν τρέχαμε να φύγουμε με το που φτάναμε στον προορισμό μας, χωρίς να πληρώσουμε; Ο ταξιτζής δεν μπορεί να μας κυνηγήσει για πολύ. Το κίνητρο να παρατήσει το αυτοκίνητό του για να έρθει στο κατόπι μας είναι μικρό. Γιατί δεν το έκανε σχεδόν κανένας; Μα επειδή, αντίθετα με ό,τι έλεγε η Θάτσερ, οι άνθρωποι ποτέ μα ποτέ δεν ζουν ως απομονωμένα άτομα. Πάντα ενεργούμε στο πλαίσιο μιας μικρής ή μεγάλης κοινότητας, και ακολουθούμε ένα σετ κανόνων πολύ ευρύτερο από το αυστηρά ατομικό μας συμφέρον. Στο επίπεδο της αγοράς και των επιχειρήσεων, αναφέρει το παράδειγμα του διάσημου συστήματος παραγωγής (TPS) που σχεδίασε η Toyota για τα εργοστάσιά της. Το TPS βασίζεται στην προσωπική πρωτοβουλία και την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους εργαζόμενους, που αναλαμβάνουν καθήκοντα και την ηθική υποχρέωση να τα φέρουν εις πέρας, καθώς και ελευθερία και έλεγχο πάνω στη διαδικασία. Και λειτουργεί υποδειγματικά.
4. Όλες οι πλούσιες χώρες έγιναν πλούσιες χάρη στις πολιτικές που σήμερα οι πλούσιες χώρες απαγορεύουν στις φτωχές να ακολουθήσουν
Σήμερα οι πλούσιες χώρες και το ΔΝΤ επιβάλλουν πολιτικές λιτότητας και μεταρρυθμίσεις απελευθέρωσης της αγοράς στις φτωχές χώρες -οι οποίες όμως αποτυγχάνουν ξανά και ξανά. Τέτοιες πολιτικές (λιτότητα, χαλάρωση της εργασιακής νομοθεσίας, αποκρατικοποιήσεις) ποτέ δεν κάνουν τις φτωχές χώρες πλουσιότερες. Ίσα ίσα, εξηγεί, οι ίδιες οι πλούσιες χώρες δεν έγιναν πλούσιες ακολουθώντας τέτοιες πολιτικές. Σχεδόν όλες οι πλούσιες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, έγιναν πλούσιες κυρίως χάρη στον κρατικό προστατευσιμό, τις κρατικές επιδοτήσεις και άλλες πολιτικές που σήμερα καλούμε τις φτωχές χώρες να αποφύγουν.
Η ραγδαία ανάπτυξη στις ΗΠΑ, ας πούμε, ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο κρατικός προστατευτισμός ήταν απόλυτος. Οι δασμοί στις εισαγωγές ήταν τεράστιοι, ο κρατικός έλεγχος στην επιχειρηματικότητα ήταν μεγάλος, ξένοι επενδυτές αποθαρρύνονταν από το να επενδύσουν, ενώ υπήρχε και εκτεταμένη διαφθορά στη δημόσια διοίκηση σε κάθε επίπεδο. Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, ο πρώτος υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ και αυτός που σχεδίασε το οικονομικό σύστημα της χώρας, το σχεδίασε με άξονα τις μεγάλες κρατικές επενδύσεις σε υποδομές και τον λυσσαλέο προστατευτισμό των αμερικανικών επιχειρήσεων σε όλους τους κρίσιμους τομείς της βιομηχανικής παραγωγής της εποχής. Σήμερα το ΔΝΤ θα έφριττε αν κάποιος πρότεινε να εφαρμοστεί ένα σχέδιο ανοικοδόμησης μιας αφρικανικής χώρας παρόμοιο με το σχέδιο με το οποίο ο Χάμιλτον και οι άλλοι τύποι που κοσμούν τα χαρτονομίσματα των δολαρίων έστησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ακόμα και ο Τόμας Τζέφερσον, που ήταν πολύ πιο φιλελεύθερος και διαφωνούσε με το σχέδιο του Χάμιλτον, ήταν πολύ πιο “αριστερός” σε σχέση με τη σημερινή νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Για παράδειγμα, ο Τζέφερσον πίστευε ότι οι επιχειρήσεις δεν έπρεπε να κατοχυρώνουν πατέντες, γιατί οι ιδέες έπρεπε να είναι δημόσιο κτήμα, “όπως ο αέρας”.
Πολλοί έχουν υποστηρίξει πως ο βασικός λόγος που πλούτισαν οι ΗΠΑ είναι ο φυσικός τους πλούτος, η ιλιγγιώδης εισροή εργατικών μεταναστών σε βάθος αιώνων και το ότι είχαν μια τεράστια εσωτερική αγορά στην οποία μπορούσαν να βασιστούν. Είναι εύλογο να θεωρεί κανείς ότι θα αναπτύσσονταν ραγδαία όποιο μοντέλο κι αν ακολουθούσαν. Αλλά όπως εξηγεί ο Τσανγκ, σχεδόν όλες οι πλούσιες χώρες του κόσμου βασίστηκαν σε παρόμοια σχέδια, με κρατικό προστατευσιμό, υψηλούς δασμούς κλπ. Φέρνει ως παραδείγματα τη Σιγκαπούρη, την Ελβετία, τη Δανία, τη Φινλανδία -χώρες που δεν είχαν κανένα από τα προνόμια των ΗΠΑ. Η Βρετανία πυροδότησε την πρώτη βιομηχανική επανάσταση και πλούτισε χάρη σε παρόμοιες πολιτικές προστατευτισμού της εγχώριας βιομηχανίας και στον περιορισμό στο ελεύθερο εμπόριο με τρίτες χώρες.
Γιατί να μην αφεθούν οι φτωχές χώρες του κόσμου να ακολουθήσουν το δικό τους λαμπρό παράδειγμα; Γιατί το ΔΝΤ και οι πλούσιοι δανειστές τους επιβάλλουν να κάνουν τα ακριβώς αντίθετα; Ρητορικό το ερώτημα.
5. Είμαστε ακόμη στη βιομηχανική εποχή
Η ιδέα ότι έχουμε περάσει από την εποχή της βιομηχανίας στην εποχή των υπηρεσιών είναι, λέει, ένας μύθος. Η ραχοκοκαλιά των περισσότερων οικονομιών παραμένει η μεταποίηση και η βιομηχανική παραγωγή. Η μετάβαση των κοινωνιών μας σε “post-industrial” έχει όντως γίνει -αλλά με την κοινωνική, όχι την οικονομική έννοια. Καθότι λιγότεροι άνθρωποι (ως ποσοστό) εργάζονται σε εργοστάσιο και περισσότεροι σε γραφεία, έχει αλλάξει το πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας και το πώς αντιλαμβανόμαστε τις ζωές μας. Έχουμε γίνει post-industrial κοινωνίες, αλλά με την κοινωνική, όχι την οικονομική έννοια. Λέει επίσης ότι αυτό δεν έγινε επειδή η βιομηχανική παραγωγή έφυγε στην Κίνα. Ήταν μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’70 -μόνο περίπου το 20% της αποβιομηχανοποίησης μπορεί να αποδοθεί στην άνοδο της Κίνας τη δεκαετία του ’90. Γιατί μειώθηκαν τόσο οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων έκτοτε; Επειδή η παραγωγικότητα στη βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται πολύ ταχύτερα από ό,τι στις υπηρεσίες. Η τεχνολογία μπορεί να αυξάνει ραγδαία την παραγωγικότητα ενός εργοστασίου, πολύ ταχύτερα από ό,τι την παραγωγικότητα ενός γραφείου. Και βέβαια επισημαίνει ότι η αποβιομηχανοποίηση είναι υπερεκτιμημένη -πολλοί νομίζουν, ας πούμε, ότι η Ελβετική οικονομία στηρίζεται κυρίως στον τραπεζικό τομέα και τις υπηρεσίες, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια από τις πιο βιομηχανοποιημένες οικονομίες του κόσμου. Χωρίς βιομηχανία, χωρίς μεταποίηση δεν μπορούν να επιβιώσουν οικονομίες σήμερα. Καμία μεσαία ή μεγάλη χώρα στον κόσμο δεν μπορεί να γίνει πλούσια μόνο χάρη στις υπηρεσίες.
6. Οι ΗΠΑ δεν είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου
Αυτός δεν είναι μύθος, εδώ που τα λέμε, όλες και όλοι το ξέρουμε πια. Ο Τσανγκ δίνει τα γνωστά στοιχεία στο βιβλίο του, περί εργασιακών συνθηκών, κόστους υγείας κλπ, αλλά εδώ θέλω να σας γράψω μια ωραία ιστορία που αναφέρει, από την εποχή που πήγαιναν στις ΗΠΑ μετανάστες από την Ιταλία. 3 εκατομμύρια τέτοιοι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ από το 1880 μέχρι το 1914, λέει, και αμέσως άρχισαν να στέλνουν γράμματα απογοήτευσης κι απελπισίας πίσω στην πατρίδα. “Όχι απλά δεν είναι οι δρόμοι στρωμένοι με χρυσάφι”, έγραφαν, “αλλά δεν είναι καν στρωμένοι. Εμάς βάζουν να τους στρώσουμε”.
7. Τα κράτη μια χαρά μπορούν να «επιλέγουν νικητές» και να καθοδηγούν την οικονομία
Αυτός είναι ένας επίμονος μύθος, ότι δηλαδή τα κράτη δεν πρέπει να δραστηριοποιούνται καθόλου στο επιχειρείν, ούτε να κατευθύνουν/υποστηρίζουν συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κλάδους. Υποτίθεται ότι “η αγορά ξέρει καλύτερα” και οι επιχειρήσεις μπορούν να αυτορρυθμίζονται και να παίρνουν καλύτερες αποφάσεις μέσα στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής αγοράς. Ωστόσο, τα κράτη έχουν κάποια άλλα μοναδικά προνόμια τα οποία πολλές φορές μπορούν να τα μεταχειριστούν με λαμπρά αποτελέσματα. Ως παράδειγμα αναφέρει ένα παλαβό σχέδιο που σκάρωσε η κυβέρνηση της Νότιας Κορέας το 1965. Τότε, λέει, ήταν μια από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, με μια οικονομία εξαρτημένη από εξαγωγές φυσικού πλούτου και φτηνών προϊόντων (περούκες, φτηνά ρούχα). Η θεωρία έλεγε ότι χώρες όπως η Κορέα, με πολύ φτηνό εργατικό δυναμικό, δεν πρέπει να επενδύουν σε δραστηριότητες εντάσεως κεφαλαίου -όπως η παραγωγή χάλυβα. Αλλά η κυβέρνηση της Κορέας ήθελε να φτιάξει ένα εργοστάσιο παραγωγής χάλυβα σώνει και ντε, επειδή θεωρούσε ότι η αυτονομία της χώρας ήταν κρίσιμης γεωπολίτικής σημασίας. Παρ’ όλο που δεν είχε καμία εξειδίκευση στον τομέα και δεν παρήγαγε, καν, ούτε τις απαραίτητες πρώτες ύλες (θα έπρεπε να τις εισάγει από μακρινές χώρες όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ). Οπότε φυσικά δυσκολεύτηκαν να βρουν επενδυτές και δανειστές για το σχέδιο, παρ’ όλο που έχτισαν και όλες τις υποδομές (δρόμους, ηλεκτροδότηση, λιμάνια, σιδηρόδρομους) και είχαν και όλα τα χρηματοδοτικά κίνητρα (φοροαπαλλαγές) για να προσφέρουν. Η κρατική εταιρεία που στήθηκε για να τρέξει το πρότζεκτ είχε για διευθυντή έναν πρώην στρατηγό, άσχετο με τις επιχειρήσεις. Το πάλεψαν για χρόνια, αλλά δεν βρήκαν επενδυτές. Μολαταύτα επέμειναν. Χρησιμοποίησαν μεγάλο μέρος της αποζημίωσης από την Ιαπωνία (για τον πόλεμο) για να στήσουν το εργοστάσιο, να πάρουν τα μηχανήματα και να προσλάβουν ειδικούς για να το τρέξουν. Το εργοστάσιο άρχισε την παραγωγή το 1973. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ήταν ένα από τα πιο παραγωγικά και φτηνά εργοστάσια παραγωγής χάλυβα στον κόσμο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 η POSCO, η κρατική εταιρεία που προέκυψε, είχε γίνει μια από τις μεγαλύτερες χαλυβουργίες στον κόσμο. Εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα.
Δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Ο Τσανγκ λέει ότι τα κράτη έχουν εξαιρετικά εργαλεία για να κάνουν τέτοιες επιλογές (λεφτά, υπομονή, πανίσχυρα θεσμικά εργαλεία) και, αν και δεν τα καταφέρουν πάντα, το έχουν κάνει με εξαιρετική επιτυχία και στη νοτιοανατολική Ασία αλλά και στην Ευρώπη. Και έχει συμβεί ακόμα και στις ΗΠΑ, όπου μεταπολεμικά η κυβέρνηση επένδυσε πλουσιοπάροχα σε έρευνα σε συγκεκριμένους τομείς που απέδωσαν θεαματικά: χάρη σε γενναίες στοχευμένες κρατικές επιδοτήσεις αποκτήσαμε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τους ημιαγωγούς, πολλές βιοτεχνολογικές λύσεις και το ίντερνετ, όπου διαβάζετε αυτά τα λόγια τώρα.
8. Το να κάνουμε τους πλούσιους πλουσιότερους δεν μας κάνει όλους πλουσιότερους
Ο μύθος των “trickle down economics” έχει, βεβαίως, καταρρριφθεί πολλάκις τις τελευταίες δεκαετίες -δεν νομίζω να έχουν μείνει και πολλοί που να τον πιστεύουν, ειδικά στην Ευρώπη. Ο μύθος λέει λίγο-πολύ ότι οι πλούσιοι κεφαλαιούχοι κατά κανόνα επενδύουν τα λεφτά τους, ενώ οι απλοί εργαζόμενοι κατά κανόνα τα δαπανούν -οπότε αν βοηθηθούν οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι -μειώνοντας τη φορολογία τους, ας πούμε-, θα επενδύουν ακόμα περισσότερο, δημιουργώντας νέο πλούτο που θα ωφελεί ολόκληρη την οικονομία. Φυσικά, στην πράξη τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει. Οι φοροελαφρύνσεις και απορρύθμιση των αγορών που ξεκίνησαν με αυτή τη λογική από τη δεκαετία του ’80 δεν οδήγησαν σε μεγαλύτερη ανάπτυξη αλλά σε ραγδαία διεύρυνση των των οικονομικών ανισοτήτων. Καθώς οι πλούσιοι άρχισαν να παίρνουν ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, ο ρυθμός αύξησης του μεγέθους της ίδιας της πίτας μειωνόταν. Το γιατί, βεβαίως, είναι προφανές: η ιδέα ότι η συσσώρευση περισσότερου πλούτου από τους πλουσιότερους οδηγεί σε περισσότερες επενδύσεις δεν λειτουργεί, αν οι πλούσιοι δεν επενδύουν. Όπως επισημαίνει ο Τσανγκ, το ποσοστό του ΑΕΠ των χωρών του G7 που επενδύεται δεν αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες -μειώνεται. Σε χώρες που δεν ακολουθούν τυφλά αυτό το μοντέλο, μέρος της ανάπτυξης διαχέεται στην υπόλοιπη κοινωνία μέσω της φορολογίας και της κοινωνικής πρόνοιας (δωρεάν υγεία, δωρεάν παιδεία). Στις ΗΠΑ, ανάμεσα στο 1986 και το 2009 το 59% της αύξησης των εισοδημάτων πήγε καρφί στο 1% των πλουσιότερων πολιτών. Από ό,τι αποδεικνύεται στην πράξη, όταν δεν υπάρχουν κίνητρα ή κάποιας μορφής επιβολή για επανεπένδυση των κεφαλαίων, οι πλούσιοι απλά συσσωρεύουν τον πλούτο, τον φυγαδεύουν σε φορολογικούς παραδείσους, ή επενδύουν σε real estate εκτός της χώρας ή άλλα μη-παραγωγικά επενδυτικά προϊόντα. Και σε κάτι άλλο, βεβαίως: σε πολιτική επιρροή, ώστε αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις να μην τολμήσουν να πειράξουν αυτά τα κεκτημένα τους ποτέ.
9. H γραφειοκρατία δεν είναι το χειρότερο πράγμα του κόσμου
Τη δεκαετία του 1990 στη Νότια Κορέα χρειάζονταν 299 άδειες για να ανοίξει κάποιος ένα εργοστάσιο. Πώς να επιχειρήσει κάποιος σε μια χώρα όταν η γραφειοκρατία είναι τόσο σκληρή; Στην πράξη, όμως, ο Τσανγκ θυμίζει ότι εκείνη ήταν η περίοδος που η βιομηχανία στη Νότια Κορέα εκτοξεύτηκε. Όταν μια χώρα αναπτύσσεται και οι επιχειρηματικές ευκαιρίες είναι πολλές και μεγάλες, λέει, ακόμα και ο μπελάς των 299 αδειών γίνεται ανεκτός από έναν επιχειρηματία που στο τέλος της διαδικασίας βλέπει ουσιαστικά κέρδη. Αντίθετα, αν οι ευκαιρίες είναι μικρές και λίγες, ακόμα και 9 άδειες μοιάζουν μαρτύριο. Λέει, δηλαδή, ότι το σημαντικό δεν είναι η γραφειοκρατία, αλλά το επιχειρηματικό πλαίσιο, οι θεσμοί, οι προοπτικές και το κλίμα. Κάποιοι κανονισμοί και περιορισμοί στην επιχειρηματικότητα, δε, μπορεί να είναι και εξαιρετικά θετικοί και επιθυμητοί (για το περιβάλλον, για τις εργασιακές σχέσεις, για την κοινωνική ειρήνη).
10. Η «παιδεία» δεν είναι η λύση
Σχεδόν σε όλες τις μελέτες για όλα τα προβλήματα μέρος της λύσης λέμε πάντα ότι είναι “η παιδεία”. Περισσότερη παιδεία, καλύτερη παιδεία, ποιοτικότερη εκπαίδευση για τα παιδιά μας. Έτσι θα πάμε μπροστά. Μύθος, λέει ο Τσανγκ. Η “εκπαίδευση” από μόνη της δεν εγγυάται την οικονομική ανάπτυξη. Φέρνει ως παραδείγματα χώρες που αναπτύχθηκαν ραγδαία έχοντας χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης στον πληθυσμό, όπου μάλιστα η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε όταν το εκπαιδευτικό επίπεδο βελτιώθηκε. Σύμφωνα με πολλές μελέτες, λέει, η εκπαίδευση και η οικονομική ανάπτυξη δεν συνδέονται με πειστικό τρόπο. Φέρνει και το παράδειγμα της Ελβετίας, μιας από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο, όπου όμως λιγότεροι από τους μισούς πολίτες πάνε στο πανεπιστήμιο -το χαμηλότερο ποσοστό στον ανεπτυγμένο κόσμο. Το επιχείρημα που θέτει είναι ότι η εκπαίδευση εξασφαλίζει σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά οφέλη και εξασφαλίζει ένα καλύτερο επίπεδο ευτυχίας στον πληθυσμό, αλλά έχει πολύ μικρότερη επίπτωση στην παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη καθαυτή. Τονίζει, δε, το φαινόμενο του “πληθωρισμού πτυχίων”. Αν και τα πτυχία καθαυτά δεν εξασφαλίζουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα, η κοινωνία και η αγορά εργασίας τα αξιολογούν δυσανάλογα, με αποτέλεσμα το εργατικό δυναμικό να “πρέπει” να πάρει πτυχία για να εργαστεί, ακόμα κι αν αυτά δεν αυξάνουν στην πράξη την παραγωγικότητά τους. Νιώθω ότι αυτή την αλήθεια σε κάποιο επίπεδο την αντιλαμβανόμαστε όλοι, αλλά εδώ έχουμε μια πανίσχυρη κοινωνική σύμβαση, μια αξία που υπερασπιζόμαστε με θρησκευτικό ζήλο, μολονότι η λογική και η πραγματικότητα λένε άλλα. “Η εκπαίδευση είναι πολύτιμη, αλλά η κύρια αξία της δεν είναι η αύξηση της παραγωγικότητάς μας”, γράφει ο Τσανγκ. “Είναι το ότι μας βοηθά να αναπτύξουμε τις προϋπάρχουσες ικανότητές μας και να ζήσουμε μια πιο πλήρη και ανεξάρτητη ζωή”.
Είναι κι αυτός ένας στόχος, έτσι δεν είναι;