Στις 18 Σεπτεμβρίου κάθε έτους, η Χιλή γιορτάζει την ανεξαρτητοποίησή της από την Ισπανία. Στις 10 Δεκεμβρίου, εδώ και 17 χρόνια, οι πατριώτες μνημονεύουν τον θάνατο του Αουγούστο Χοσέ Ραμόν Πινοσέτ Ουγκάρτε. Του δικτάτορα που το 1973 πήρε την εξουσία με πραξικόπημα από τον Σαλβαδόρ Αλιέντε, που τον είχε ορίσει επικεφαλής του στρατού μόλις 19 ημέρες πριν (το ευχαριστώ ήταν αυτό…), και κράτησε τη χώρα του στον «γύψο» της χούντας για 16 ολόκληρα χρόνια.
Ο Κάρλος Ουμπέρτο Καζέλι Γκαρίδο νιώθει μια ανακούφιση κάθε ημέρα όπως ήταν η περασμένη Κυριακή. Ανακούφιση, αλλά και οργή μαζί, για όσα έζησαν ο ίδιος και η οικογένειά του εξαιτίας του Πινοτσέτ.
Διαχρονικά, δικτατορικά καθεστώτα χρησιμοποίησαν τον αθλητισμό γενικότερα και το ποδόσφαιρο ειδικότερα ως μέσο προπαγάνδας για τους δικούς τους σκοπούς. Το έκανε ο Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία, ο Φρανθίσκο Φράνκο στην Ισπανία, ο Χόρχε Βιντέλα στην Αργεντινή… Ο Πινοσέτ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Εξαιτίας του Καζέλι, όμως, αυτή η προσπάθεια προβολής τού γύρισε μπούμερανγκ. Ταχύτατος και ικανότατος με την μπάλα στα πόδια, ο βραχύσωμος επιθετικός (με μπόι 1.70), που μεγαλούργησε στην Κόλο Κόλο, είχε το παρατσούκλι «βασιλιάς του τετραγωνικού μέτρου», επειδή μπορούσε να ντριμπλάρει έναν αντίπαλο μέσα σε μια πολύ περιορισμένη έκταση του αγωνιστικού χώρου.
Τον δικτάτορα που φέρεται να ήταν υπεύθυνος για πάνω από 15.000 θανάτους (πολλοί εξ αυτών στα έγκατα του Εθνικού Σταδίου της πρωτεύουσας Σαντιάγο) και 3.000 εξαφανίσεις, δεν τον… ντρίμπλαρε μόνο μία φορά, αλλά δύο. Κάτι που πλήρωσε ποικιλοτρόπως και ακριβά.
Απόλυτα πολιτικοποιημένος, δηλωμένος σοσιαλιστής και υποστηρικτής της Λαϊκής Ενωσης του Αλιέντε, ο οποίος αυτοκτόνησε στο Προεδρικό Μέγαρο την ημέρα του πραξικοπήματος, ο έχων ουγγρικές ρίζες Καζέλι θεωρείται ο ποδοσφαιριστής στη Χιλή που είχε τη μεγαλύτερη εμπλοκή στην πολιτική, τόσο όσο ήταν ενεργός όσο και όταν κρέμασε τα παπούτσια του.
Το καλοκαίρι του 1974, λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Γερμανία με τη συμμετοχή της Χιλής, οι παίκτες της εθνικής ομάδας κλήθηκαν από το καθεστώς του Πινοσέτ να παρευρεθούν στην «προεδρική κατοικία», ώστε να τους συγχαρεί και να τους ευχηθεί καλή επιτυχία ο δικτάτορας. Η συνάντηση δεν έγινε στο Προεδρικό Μέγαρο, το οποίο είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος, αλλά σε άλλο κτίριο.
Ο Καζέλι θυμάται την πρώτη του γνωριμία με τον Πινοσέτ: «Ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται ένας τύπος με κάπα, μαύρα γυαλιά και στρατιωτικό καπέλο. Ενα πρόσωπο ξινό, βρώμικο, σκληρό. Αρχίζει να περπατάει και να χαιρετάει τους παίκτες που θα πήγαιναν στη Γερμανία και, όταν με πλησιάζει, εγώ φέρνω τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, όταν προτάσσει το χέρι του εγώ δεν του δίνω το δικό μου. Εκείνη τη στιγμή προκαλείται μια σιωπή που για εμένα ήταν εκατό χιλιάδες ώρες, εκεί γύρισε το σώμα του και συνέχισε να περπατάει». Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «La Tercera» που κατέγραψε «τον κομμουνιστή να αρνείται να χαιρετήσει τον αρχηγό του κράτους», απολύθηκε λίγες ώρες αργότερα.
Εκείνη η ιστορική… ντρίμπλα, απρέπεια για το καθεστώς, ήταν η πρώτη, αλλά όχι η τελευταία του «διευθυντή του γκολ», όπως εύστοχα αποκαλούσε ο ίδιος τον εαυτό του. Γιατί; «Είπα ότι ήμουν ο διευθυντής του ποδοσφαίρου γιατί, όπως σε ένα εργοστάσιο υπάρχουν εργάτες που κάνουν τη δουλειά αλλά έχουν έναν διευθυντή που υπογράφει, στο ποδόσφαιρο η υπογραφή είναι το γκολ» εξήγησε κάποτε.
Το επόμενο καλοκαίρι και πριν από τη συμμετοχή της εθνικής ομάδας στο Copa America, τη διοργάνωση εθνικών ομάδων της Νοτίου Αμερικής, ο Πινοσέτ κάλεσε και πάλι τους ποδοσφαιριστές για κατ’ ιδίαν συνάντηση. Η Μαρία ντε λος Ανχελες Γκέρα, σύζυγος του Κάρλος από το 1973, τον συμβούλευσε να φορέσει μια κόκκινη γραβάτα, η οποία βεβαίως παρέπεμπε στα κομμουνιστικά «πιστεύω» του ποδοσφαιριστή.
Σύμφωνα με τον Καζέλι, ο διάλογος που ακολούθησε με τον δικτάτορα ήταν ο ακόλουθος:
– Θα σου κόψω αυτή την κόκκινη γραβάτα.
– Δεν έχει σημασία, στο σπίτι μου έχω και άλλες κόκκινες γραβάτες.
– Εγώ μπορώ να διατάξω να κόψουν όλες τις κόκκινες γραβάτες στο σπίτι σου.
– Οι πόρτες του σπιτιού μου είναι ανοιχτές για όλους, μπορείτε να πάτε και να κόψετε όλες τις κόκκινες γραβάτες, αλλά η καρδιά μου θα συνεχίσει να είναι κόκκινη.
Η διπλή ντρίμπλα-επανάσταση του Καζέλι, βεβαίως, δεν θα μπορούσε να μην είχε συνέπειες για τον χαρισματικό γκολτζή. Προφανώς ύστερα από άνωθεν εντολή, δεν έπαιξε στα προκριματικά του Μουντιάλ του 1978 αλλά και σε αυτά του Copa America του 1983, παρότι ήταν ο κορυφαίος επιθετικός της χώρας εκείνη την εποχή.
Τα «όχι» του στον Πινοσέτ, μάλιστα, του στοίχισαν και μια μεταγραφή ζωής. Το 1973 έφτασε μαζί με την Κόλο Κόλο μέχρι τον τελικό του Copa Libertadores (του Champions League της Νοτίου Αμερικής) και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στη διοργάνωση, με αποτέλεσμα να τραβήξει το ενδιαφέρον της θρυλικής Ρεάλ Μαδρίτης.
Οταν λίγους μήνες αργότερα άφησε την Κόλο Κόλο (της οποίας ο Πινοσέτ υπήρξε για χρόνια επίτιμος πρόεδρος, αλλά όχι πλέον) και πήγε στην Ισπανία, για λογαριασμό όμως της άσημης Λεβάντε, ο Αντόνιο Κάλπε, συμπαίκτης του που προερχόταν από τη «βασίλισσα», του αποκάλυψε: «Χιλιανέ, σε παρακολουθούσαν εδώ και καιρό άνθρωποι της Ρεάλ για να αντικαταστήσεις τον (σ.σ. σπουδαίο) Αμάνθιο, γιατί τελείωνε η καριέρα του. Δεν σε πήραν, όμως, γιατί ήσουν υποστηρικτής του Αλιέντε». Ο Φράνκο, άλλωστε, ήταν δικτάτορας όπως ο Πινοσέτ…
Η πιο άσχημη, απάνθρωπη συνέπεια αυτής της «αναίδειας», όμως, είχε ως θύμα τη μητέρα του, Ολγα Γαρίδο. «Θυμάμαι μια χώρα λυπημένη, σιωπηλή, χωρίς χαμόγελα. Ενα έθνος που έμπαινε στο σκοτάδι. Φοβόμουν. Οχι για εμένα, αλλά για τους φίλους και την οικογένειά μου. Ηξερα ότι ήταν σε κίνδυνο λόγω των ιδεών μου», παραδέχθηκε πολλά χρόνια αργότερα.
Σε ανύποπτο χρόνο, η μητέρα του Κάρλος απήχθη, βασανίστηκε και στη συνέχεια επιστράφηκε στο σπίτι της σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ο ίδιος, όταν του το είπε, δεν την πίστεψε. «Σήκωσε την μπλούζα και μου έδειξε τα καμένα στήθη. Την αγκάλιασα και κλάψαμε σαν δύο μικρά παιδιά» θυμάται για εκείνη τη συγκλονιστική στιγμή. Και αυτή η τόσο δυσάρεστη περιπέτεια, όμως, έμελλε να γίνει όπλο κατά του καθεστώτος.
Τον Σεπτέμβριο του 1988, στη Χιλή επρόκειτο να γίνει δημοψήφισμα για το εάν ο Πινοσέτ έπρεπε να συνεχίσει στην εξουσία έως το 1997. Σε μια τηλεοπτική εκπομπή που έγινε στο πλαίσιο της εκστρατείας του «όχι», ο δημοσιογράφος Πατρίσιο Μπανιάδος παρουσίασε μια γυναίκα που κατήγγειλε ότι απήχθη, ταπεινώθηκε και βασανίστηκε από το καθεστώς.
Μόλις ολοκλήρωσε τα λεγόμενά της, η κάμερα που την τραβούσε γύρισε προς τον άνδρα που καθόταν δίπλα της. Ηταν ο Κάρλος Καζέλι, ο οποίος την αγκάλιασε τρυφερά. «Γι’ αυτό η ψήφος μου είναι όχι. Γιατί η χαρά της είναι η χαρά μου. Γιατί τα συναισθήματά της είναι τα συναισθήματά μου. Γιατί αύριο θα μπορέσουμε να ζήσουμε σε δημοκρατία, ελεύθερη, υγιή, αλληλέγγυα, την οποία όλοι θα μπορέσουμε να μοιραστούμε. Γιατί αυτή η όμορφη κυρία είναι η μητέρα μου» ήταν το συγκινητικό μήνυμα ενός από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά ινδάλματα στη βασανισμένη χώρα.
Στο δημοψήφισμα, το «όχι» επικράτησε με διαφορά (55,99% έναντι 44,01%). Ο Πινοσέτ, βεβαίως, παρέμεινε στην εξουσία για άλλα δύο χρόνια. Εκείνο το «όχι», όμως, ήταν η αρχή του τέλους. Και σε αυτό είχε βάλει το χέρι του ο Κάρλος Καζέλι, γεννημένος για να αντιστέκεται και να ντριμπλάρει αντιπάλους μέσα και έξω από τα γήπεδα όπου μεγαλούργησε.
Το 1985, όταν αποχαιρέτησε το άθλημα που λάτρεψε και για το οποίο λατρεύτηκε, μάζεψε 90 χιλιάδες κόσμο στις εξέδρες, όπου κυριαρχούσαν πλακάτ κατά του καθεστώτος και τραγούδια με το σύνθημα «θα πέσει, θα πέσει». Και έπεσε, Κάρλος, έπεσε…