Ο Καρλ Χάιντς Μίλερ ήξερε ότι το μοιραίο ερχόταν. Ενιωθε (και ήταν) πλήρης ημερών, αλλά είχε μια τελευταία επιθυμία προτού κλείσει για πάντα τα μάτια του: Να δει έναν αγώνα της Μπάγερν Μονάχου στην τηλεόραση. Ο θάνατος δεν του επέτρεψε να πάει ποτέ με τον (αγέννητο ακόμα) εγγονό του στο γήπεδο για να δουν την αγαπημένη τους ομάδα από κοντά. Η μοίρα, όμως, θέλησε ο Τόμας να φορέσει την κόκκινη, θρυλική φανέλα για ένα τέταρτο του αιώνα, αφού πλέον επέκτεινε το συμβόλαιό του έως το 2025.
Επαιζε μπάλα από δύο ετών, πήγαινε με τα ξαδέλφια του στο γήπεδο για να θαυμάσει τα είδωλά του και μπήκε στο φυτώριο της Μπάγερν όταν ήταν μόλις δέκα. Εκτοτε πέρασαν 25 χρόνια, και ο Τόμας Μίλερ είναι ακόμα εδώ. Παρότι δεν έχει ταχύτητα, δεν έχει ντρίμπλα, δεν είναι ιδιαίτερα ικανός στο ένας εναντίον ενός. Φαίνεται μέχρι και αγύμναστος. «Δεν έχει μυς, μόνο δέρμα και κόκαλα» είχε πει κάποτε χιουμοριστικά ο Αριεν Ρόμπεν.
Σε μια εποχή κατά την οποία οι αθλητές γενικότερα και οι ποδοσφαιριστές ειδικότερα αλλάζουν τις ομάδες σαν τα πουκάμισα, ο Μίλερ είναι ένα rara avis, ένα σπάνιο πουλί. Γεννήθηκε στη Βαυαρία, ξεκίνησε στην Μπάγερν, συνέχισε στην Μπάγερν και, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, θα κλείσει την καριέρα του στην Μπάγερν.
Στο ποδόσφαιρο, αυτές οι (όλο και πιο σπάνιες) περιπτώσεις αποκαλούνται «one club man»: Ο άνθρωπος ενός συλλόγου. Ο Ράιαν Γκιγκς στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ο Πάολο Μαλντίνι στη Μίλαν, ο Φραντσέσκο Τότι στη Ρόμα ή ο Κάρλες Πουγιόλ στην Μπαρτσελόνα είναι θρύλοι της ακριβώς προηγούμενης εποχής. Ο Τόμας Μίλερ είναι πλέον θρύλος της σύγχρονης.
Μετράει 684 παιχνίδια με τη φανέλα της Μπάγερν και απέχει μόλις 22 από το ρεκόρ στην ιστορία του συλλόγου το οποίο κατέχει ο σπουδαίος τερματοφύλακας (έχει σημασία η θέση) Σεπ Μάιερ, παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Γερμανία το 1970.
Εχει, πάντως, το ρεκόρ παρουσίας σε 16 διαδοχικές σεζόν της Bundesliga με την Μπάγερν, κάτι που δεν είχε πετύχει κανένας πριν από αυτόν. Είναι ο παίκτης με τα περισσότερα πρωταθλήματα στη χώρα του (δώδεκα), ο πρώτος Γερμανός σε νίκες στο Champions League (104), σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, αλλά δεν δείχνει να τον πολυνοιάζει.
«Δεν έχει σημασία που έχω προσπεράσει κάποιον με τις επιδόσεις μου. Θα μπορούσαμε να συλλέξουμε στατιστικά στοιχεία και για το ότι φόρεσα το ίδιο εσώρουχο 420 φορές στη σειρά» λέει με το… ξεχωριστό του χιούμορ, το οποίο παραπέμπει περισσότερο σε έναν Ευρωπαίο από τον ζεστό Νότο παρά από τον κρύο Βορρά.
Ο Μίλερ, άλλωστε, είναι ιδιαίτερη περίπτωση και όχι μόνο ως ποδοσφαιριστής. Τον Ιούνιο του 2010, μετά τον θρίαμβο της Γερμανίας επί της Αγγλίας στα προημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Νοτίου Αφρικής (4-1), όπου σημείωσε δύο γκολ μέσα σε τρία λεπτά, έδωσε συνέντευξη στη μεικτή ζώνη και ζήτησε από τον δημοσιογράφο να χαιρετήσει κάποιον μέσω της κάμερας.
«Θέλω να στείλω τα χαιρετίσματά μου στις δύο γιαγιάδες μου και στον παππού (σ.σ. ο άλλος είναι ο Καρλ Χάιντς που έφυγε προτού γεννηθεί)» έλεγε καθώς χαιρετούσε στην κάμερα. Κάπου 13 χιλιάδες χιλιόμετρα από το Μπλουμφοντέιν, στο Μόναχο, η Ερνα Μπούργκχαρτ βούρκωνε συγκινημένη και περήφανη.
Πριν από κάθε αγώνα του Τόμας, η γιαγιά άναβε ένα κερί για καλή τύχη. Εκείνη την ημέρα δεν το έκανε, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον εγγονό της να γράψει Ιστορία. Οπως έκανε, άλλωστε, και τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ήταν πρωταγωνιστής στην κατάκτηση του Μουντιάλ από τη Νατσιονάλμανσαφτ στα γήπεδα της Βραζιλίας, με αποκορύφωμα το απίστευτο 7-1 επί της Βραζιλίας στον ημιτελικό, το οποίο άνοιξε με γκολ (ποιου άλλου;) του Μίλερ.
Παρά το χιούμορ και την καλή του διάθεση, ο 34χρονος επιθετικός δεν είναι πάντα politically correct. Μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ και στη μέθη των πανηγυρισμών επί γερμανικού εδάφους, ρωτήθηκε από γυναίκα δημοσιογράφο για το βραβείο του κορυφαίου της διοργάνωσης που πήρε ο (ηττημένος στον τελικό) Αργεντινός Λιονέλ Μέσι, ο οποίος ήταν και πάλι το φαβορί για τη Χρυσή Μπάλα ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της χρονιάς.
«Δεν με ενδιαφέρουν καθόλου αυτά τα ηλίθια σκ@@@. Είμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές και εσείς (σ.σ. απευθυνόμενη στη δημοσιογράφο στον πληθυντικό) μπορείτε να βάλετε τη Χρυσή Μπάλα στον κ@@@» ήταν η απαράδεκτη, εντελώς άστοχη, δήλωσή του, έστω και σε μια στιγμή έντονων συναισθημάτων.
Αυτά, άλλωστε, διακατέχουν μόνιμα τον Μίλερ από τότε που έγινε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ο ίδιος δεν πίστευε ποτέ ότι θα τα καταφέρει και γι’ αυτό δεν ήταν το όνειρό του, γιατί απλούστατα δεν το θεωρούσε εφικτό. Η γυναίκα του Λίσα, με την οποία είναι μαζί απ’ όταν αμφότεροι ήταν έφηβοι (ένα ακόμα… ρεκόρ, θα μπορούσε να πει κάποιος), προφήτευσε πως θα ζήσει από και για το ποδόσφαιρο. Και δικαιώθηκε πανηγυρικά.
Στα 16 χρόνια του ως επαγγελματίας ο Μίλερ έχει αλλάξει έντεκα προπονητές, τέσσερις προέδρους, δύο γήπεδα και δεκάδες, εκατοντάδες συμπαίκτες. Τι δεν έχει αλλάξει; Τη συνήθειά του να ξεχωρίζει μέσα στο γήπεδο, παρότι δεν έχει το ταλέντο ή τις φυσικές αρετές άλλων ποδοσφαιριστών.
«Είμαι ένας ερμηνευτής του χώρου» είχε πει κάποτε για την αρετή που τον ξεχωρίζει από τους άλλους, αφού ξέρει να «διαβάζει» όσο λίγοι το παιχνίδι, να κινείται ανάμεσα στις γραμμές και να βρίσκεται (σχεδόν) πάντα στο κατάλληλο σημείο, την κατάλληλη στιγμή για να σημειώσει γκολ (έχει πάνω από 270) ή να δώσει ασίστ (έχει πάνω από 150).
Ο πρώτος προπονητής που είχε πραγματική επιρροή επάνω του, ο Ολλανδός Λουίς Φαν Χάαλ, έλεγε με κατηγορηματικό τρόπο ότι «στην ομάδα μου, ο Μίλερ θα παίζει πάντα». Αργότερα, προσπάθησε επανειλημμένως να τον πάρει μαζί του στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία έδειχνε διατεθειμένη να προσφέρει μέχρι και 90 εκατ. ευρώ για να τον κάνει, τότε, την πιο ακριβή μεταγραφή όλων των εποχών.
Ο πρόεδρος Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε (έχει το ίδιο όνομα με τον παππού του) παραδέχθηκε πως υπήρξε πρόταση-μαμούθ για τον Μίλερ, αλλά ξεκαθάρισε ότι ο συγκεκριμένος παίκτης «δεν πωλείται, όπως συμβαίνει δηλαδή με σταρ όπως ο Λιονέλ Μέσι ή ο Κριστιάνο Ρονάλντο».
Βαριές, άκρως τιμητικές κουβέντες για έναν ποδοσφαιριστή που όταν ήταν πιτσιρικάς κοιμόταν με τη φανέλα της Μπάγερν και έκτοτε δεν την έβγαλε ποτέ. Το όνειρό του ήταν να διασκεδάζει κάθε μέρα. Και αυτό κάνει, παίζοντας ποδόσφαιρο, ταΐζοντας τα άλογα στη φάρμα του και κάνοντας πλάκες στους φίλους και τους συμπαίκτες του.
Ο κωμικός του βωβού κινηματογράφου Καρλ Βαλεντίν, συντοπίτης του Μίλερ και γνωστός ως «ο Τσάρλι Τσάπλιν της Γερμανίας», είχε την εξής φιλοσοφία ζωής: «Είμαι ευτυχισμένος όταν βρέχει, γιατί, αν δεν είμαι ευτυχισμένος, θα βρέχει ούτως ή άλλως». Ετσι ακριβώς σκέφτεται ο Τόμας Μίλερ, ο ζωντανός θρύλος της Μπάγερν Μονάχου. Και δεν του έχει πάει και πολύ άσχημα, έτσι;