Newsroom
Ακούστε το άρθρο
«Ο εγκληματολόγος υπογράφει μπροστά μου μια στοίβα λευκές αναφορές για τον τόπο του εγκλήματος». Το έγκλημα υπό διερεύνηση είναι φτιαχτό, οι αποδείξεις εκ των υστέρων. «Ας πιούμε επιτέλους στα σοβαρά!». Στο αστυνομικό τμήμα οι μαθητευόμενοι πηγαινοφέρνουν σακούλες με μπίρες, κονιάκ και βότκα. Τα μπουκάλια κροταλίζουν με τους λαιμούς τους, αλλά για δύο μπίρες ο ελεγκτής της εισόδου κάνει τα στραβά μάτια. Οι αστυνομικοί βλέπουν σόου με αστυνομικούς. Από τους επτά δουλεύουν οι τρεις. «Εχουμε ειδική αποστολή, δεν μπορείς ν’ ακολουθήσεις». Ετσι τη διώχνουν όταν είναι να δωροδοκηθούν. Ενδιάμεσα απαντούν στα τηλέφωνα πίσω από ένα πέπλο καπνού. Ασχολούνται με τις υποθέσεις αυτών που ξέρουν κάποιον ώστε να τους πιέσει ν’ ασχοληθούν.
Τα διαβάζω αυτά στο βιβλίο της Elena Kostyuchenko «Αγαπώ τη Ρωσία, Ανταποκρίσεις από μια χαμένη χώρα» (I Love Russia, Reporting From A Lost Country). Στις ειδήσεις είναι ολοένα και δυσκολότερο να βρεις τι γίνεται στην Ουκρανία, η είδηση χάνεται, ο κόσμος ασχολείται με τον άλλο πόλεμο. Ή έχει τα δικά του. Ομως, εξακολουθούσα να θέλω να μάθω πώς να είναι άραγε στην άλλη πλευρά, στη Ρωσία, όπου η ζωή συνεχίζεται. Αλλά όχι στη Μόσχα, παραέξω. Μιλάει κανείς για όσα γίνονται εκεί πέρα;
Η Elena Kostyuchenko γεννήθηκε στη φτώχεια, κάπου στην επαρχία. Καθάριζε πατώματα. Η μαμά της καθάριζε κι αυτή, διδάκτωρ και καθαρίστρια. Τη δεκαετία του ’90 διάφοροι εργοδότες σταμάτησαν να πληρώνουν τους εργαζόμενούς τους σε μαζική κλίμακα. Ο πληθωρισμός κάλπαζε. Κουρασμένες τα βράδια μάνα και κόρη μισούσαν τους άνδρες που εμφανίζονταν στην οθόνη της τηλεόρασης που διαρκώς σκοτείνιαζε – κακής ποιότητας που δεν μπορούσε ν’ αντικατασταθεί. Τις αηδίαζε ο Γιέλτσιν. «Τον έβλεπα και σκεφτόμουν αυτός φταίει που η μαμά είναι κουρασμένη». Ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη χώρα ήταν γέρος κι άσχημος και θύμιζε τη γιαγιά που έχανε τα λογικά της.
Οταν ανέλαβε ο Πούτιν, ο κόσμος μιλούσε μ’ ενθουσιασμό. Τον ψηφίσατε; Εμείς ναι. Εσείς; Ναι κι εμείς. Δεν φαινόταν μεθυσμένος, φαινόταν φιτ. Η Elena και η μαμά της δεν πείθονταν απ’ το προφίλ του, δεν τον στήριζαν. Ηταν στην KGB, έλεγε η μαμά. Δεν είναι καλοί αυτοί. Είχαν δει πυροβολισμούς. Ηξεραν άλλους εργαζόμενους στις υπηρεσίες πληροφοριών. Ηταν σκληροί και τρομακτικοί τύποι που έπιναν.
Τα υπόλοιπα είναι δημοσιογραφία της Kostyuchenko. Λιτή, σκληρή δημοσιογραφία από τα βάθη της πατρίδας της. Αυτή η δημοσιογραφία, μαζί με ανταποκρίσεις από τις φρίκες στην Ουκρανία, της κόστισε το δικαίωμα να επιστρέψει ελεύθερα στη Ρωσία – κινδυνεύει με δίωξη και μετά φυλάκιση, ενώ την εφημερίδα όπου δούλευε την έκλεισαν. Επιασε δουλειά ως δημοσιογράφος, γιατί της άρεσε, η αμοιβή δεν ήταν και πολύ χειρότερη απ’ το να τρίβεις σκάλες και η εφημερίδα της φαινόταν μαγική, ανώτερη απ’ την τηλεόραση. Το γραπτό κείμενο σ’ αφήνει και να σκεφτείς, δεν κουνιέται, δεν ψεύδεται. Γράφω, για την Kostyuchenko, σημαίνει λέω την αλήθεια. Αλλά ξέρει και να γράφει, θέλω να πω είναι απολαυστική, δημιουργεί ατμόσφαιρα, ξέρει να λέει ιστορίες. Αν ήμουν Ρωσίδα, λογικά θα ήταν το είδωλό μου (ευτυχώς δεν είμαι).
Το δικό της είδωλο το σκοτώσανε. Η Anna Politkovskaya ήταν η γυναίκα που την έκανε δημοσιογράφο. Διάβαζε τα άρθρα της και σκεφτόταν: κι εγώ έτσι θέλω να ’μαι. Την καθάρισαν με πέντε σφαίρες σ’ έναν ανελκυστήρα. Η Kostyuchenko δεν πρόλαβε ποτέ να της πει πόσο τη θαύμαζε. Κι άλλες γυναίκες αναφέρει που τη βοήθησαν να πλάσει το άφοβο, αιχμηρό στυλ της. Γυναίκες που πεθάνανε σε διαδρόμους δικαστηρίων, σε ατέλειωτες διαδικασίες, ψάχνοντας τη δικαίωση στ’ ακροατήρια. Μία δικαιώθηκε, αλλά δεν πρόλαβε να το ευχαριστηθεί. Ξεψύχησε. Αλλη κατέρρευσε στην αίθουσα. Η ρεπόρτερ μας τις σκέφτεται τα βράδια. Σκληρή γυναίκα που χρειάζεται άλλες σκληρές γυναίκες να παίρνει θάρρος.
Γεωργιανοί πρόσφυγες, αδικημένοι των δικαστηρίων, μικροί αλκοολικοί παραβάτες σε ογκώδη κτίρια που εγκαταλείφθηκαν, δεκατριάχρονα που θέλουν να κάνουν έκτρωση ή να πιουν μέχρι θανάτου, δεκαπεντάχρονα που ζουν σ’ επικίνδυνα ερείπια και στρατεύονται στην ακροδεξιά, μικροπωλητές ναρκωτικών, ξεχασμένες γιαγιάδες στην άγονη γραμμή του σιδηροδρόμου σε μία απροσπέλαστη έρημο παγωνιάς και εγκατάλειψης, φτωχοί που θέλουν να βρουν τρόπο να διαφθαρούν και να γίνουν πλούσιοι, πλούσιοι ολιγάρχες, αστυνομικοί που πίνουν μπίρα το πρωί στην έναρξη της βάρδιας, μικροαπατεώνες που θα ’θελαν να βρουν το μεγάλο κόλπο, μικρά παιδιά που θάβουν μεθυσμένα τους αλκοολικούς γονείς τους. Ενας αστυνόμος που λατρεύει τον Αρχοντα των Δαχτυλιδιών και που δεν έχει πρόβλημα όταν δέρνουν κρατούμενους. Η Kostyuchenko τους αγαπά, τους νοιάζεται τους αισχρούς χαρακτήρες της. Την τραβάνε οι άνθρωποι εκτός Μόσχας, οι πεταμένοι στην άκρη του κόσμου, στο τίποτα. Καταγράφει, δεν δικαιολογεί.
Το αμερικανικό περιοδικό The Atlantic σε εξώφυλλό του ήδη το 2021 έγραφε: The bad guys are winning, οι κακοί κερδίζουν. Το εξώφυλλο απεικόνιζε τον Πούτιν και άλλους. Αυτό είναι υψηλή δημοσιογραφία. Να κρίνεις. Να ελέγχεις την εξουσία. Ο τίτλος ήταν έμπνευση της Applebaum.
Στην περίπτωση της Applebaum που υπέγραφε το σχετικό μακροσκελές άρθρο στο περιοδικό The Atlantic οι κίνδυνοι ήταν αυτοί που αντιμετωπίζει μια συγγραφέας σε χώρα με ελευθερία λόγου. Μπορεί το κείμενο να βγει λίγο χάλια. Μπορεί να είναι απολαυστικό, αλλά επιφανειακό. Ενδέχεται να πάρεις κακά σχόλια στο μέιλ σου ή να σε κράξουν στα σόσιαλ. Ολα αυτά είναι οκέι. Είναι λογικά κι ευπρόσδεκτα. Η Applebaum διέτρεχε αυτούς τους κινδύνους, και μάλιστα όχι και τόσο. Είναι έμπειρη συγγραφέας, με κύρος. Ολα καλά.
Αυτή η έγκριτη δημοσιογραφία φαίνεται παιχνιδάκι μπροστά στο έργο της Kostyuchenko. Σκέφτομαι το θάρρος που έπρεπε να μαζέψει και να δείχνει όλη της τη ζωή προκειμένου να καταγράψει τα πράγματα στη Ρωσία τώρα. Και μετά σκέφτομαι πως στην πραγματικότητα το είχε αυτό το θάρρος, δεν το μάζεψε, ήξερε να δουλεύει σκληρά και μεθοδικά και να πληρώνει και το τίμημα. Διαβάζοντας το βιβλίο της βλέπω έναν άνθρωπο που θέλει πολύ να καταγράψει τις ιστορίες αυτών που η Ιστορία τούς προσπερνά. Με συγκινεί αυτό.
Ο τίτλος του βιβλίου ίσως ενοχλεί λόγω της εισβολής στην Ουκρανία. Εχουν σκοτωθεί, φτωχύνει, εκτοπιστεί και καταστραφεί τόσοι άνθρωποι στο ενδιάμεσο. Ηχεί παράδοξος. Ομως είναι απόλυτα στοιχισμένος με τις προθέσεις και τη ζωή της συγγραφέως. Την αγαπάει τη Ρωσία της.