Newsroom
Ακούστε το άρθρο
Η βιομηχανία που στήριξε την ταινία με λυσσαλέο ζήλο ψάχνει να δει τι πήγε στραβά. Οι αναρίθμητοι θαυμαστές γράφουν στομφώδη κατεβατά στα social media. Οι λαοπρόβλητοι κριτικοί παραπέμπουν με νόημα στη στυγερή πατριαρχία. Πώς τόλμησε η Ακαδημία να αφήσει τη Μάργκο Ρόμπι και την Γκρέτα Γκέργουικ χωρίς υποψηφιότητα για Οσκαρ στις κατηγορίες πρώτου γυναικείου ρόλου και καλύτερης σκηνοθεσίας; Πρόκειται περί συνωμοσίας; Μήπως περί τραγικής ειρωνείας, όπως ισχυρίζονται όσοι βρίσκουν ποιητική αντιστοιχία και σχέση αιτίου-αιτιατού ανάμεσα στην κοινωνική καταγγελία της ταινίας και στην αντιμετώπισή της από τους εύθικτους λευκούς άντρες που αποφασίζουν ποιος βραβεύεται και ποιος όχι; Τίποτα από τα παραπάνω, φυσικά. Η Barbie ήταν απλώς μία πραγματικά κακή ταινία. Δεν είναι να απορεί κανείς με τις υποψηφιότητες που δεν απέσπασε, αλλά με το γεγονός ότι απέσπασε υποψηφιότητες.
Από ένα σημείο κι έπειτα, όμως, διαλέγουμε τι μας εκπλήσσει. Η γνώση του κόσμου, περιρρέουσα, τετραπέρατη και αναπόδραστη, δεν μας αφήνει το περιθώριο να δηλώνουμε άγνοια. Τι μας λένε τα συλλαλητήρια και οι καταλήψεις που παρακολουθούμε να συμβαίνουν για πολλοστή φορά, με αφορμή το νομοσχέδιο για την ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων; Οτι άλλαξε κάτι στη χώρα; Το αντίθετο: ότι στη χώρα αυτή δεν αλλάζει ποτέ τίποτα· ότι οι ιδεοληπτικοί νέοι συνεχίζουν να αποτελούν πιόνια στα εξουσιαστικά παιχνίδια της Αριστεράς· ότι πρυτάνεις και κυβερνήσεις παραμένουν αιχμάλωτοι της αδιαφορίας και της δειλίας τους. Σε χώρες σαν την Ελλάδα, όπου τα πάντα ρυθμίζονται από παραδόσεις, οι εκπλήξεις σπανίως δικαιολογούνται από τα πραγματικά δεδομένα.
Φταίει το γεγονός πως ό,τι απλώνει ρίζες στις προκαταλήψεις, στις εμμονές και στους προσφιλείς μύθους των Ελλήνων δύσκολα εξετάζεται ποτέ με σοβαρότητα· συνήθως μετατρέπεται σε ταμπού ή τοτέμ και περνά στο απυρόβλητο με σχεδόν αυτόματο τρόπο. Ο έλεγχος για απάτη και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος εις βάρος του ιδρυτή της «κοινωνικής κουζίνας» Ο Αλλος Ανθρωπος δεν θα έπρεπε να σοκάρει. Στο κάτω κάτω, οι φιλανθρωπικές δραστηριότητες που προσελκύουν χρήμα με την καθαγιασμένη μεθοδολογία της «αλληλεγγύης» και του πονόψυχου αλτρουισμού θα έπρεπε να ενθαρρύνουν τον έλεγχο· να τον προσκαλούν. Σάμπως έχουν τίποτα να φοβηθούν; Αυτό που ενοχλεί εν προκειμένω είναι η προσβολή του ονείρου: με ποιο δικαίωμα έρχεται η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και διαρρηγνύει το στερεότυπο του καλού ανθρώπου; Υπάρχει περίπτωση ο αγαθός κύριος με την πυκνή γενειάδα να μην είναι τελικά και τόσο αγαθός; Αποκλείεται! Αφού ούτε πουκάμισο φοράει, ούτε γραβάτα.
Για τον Κωνσταντίνο Πολυχρονόπουλο, βέβαια, πολλοί τα είχαν πει στο παρελθόν, αλλά έτυχαν αισχρής μεταχείρισης από τη «σοφή» κοινή γνώμη. Οι «αλτρουιστές» και οι προστάτες τους είναι τόσο σίγουροι για το δίκιο τους, που δεν αφήνουν στην πιθανότητα να έχουν άδικο ούτε μια τόση δα σπιθαμή υποθετικής ύπαρξης. Αραγε στις πόσες πεταμένες σούπες θα χωνέψουν και οι επαγγελματίες ευαίσθητοι το άκαρπο της δράσης τους; Οι κυρίες που επιτέθηκαν με φαγητό στη Μόνα Λίζα σίγουρα πιστεύουν ότι έκαναν κάτι σπουδαίο· ότι ο σοβαρός σκοπός τους αγιάζει το θεαματικό τους μέσο. Δεν σκέφτονται όμως ότι και το μέσο κάνει κάτι στον σκοπό: τον καταπίνει.
Μερικές φορές, είναι προτιμότερο να πεις αυτό που σκέφτεσαι, χωρίς να το παραστήσεις. Χωρίς να ντύσεις τον λόγο με γιρλάντες επικοινωνιακής γλαφυρότητας. Οι φωτογραφίες που ανέβασε ο Στέφανος Κασσελάκης στο Instagram από το Αουσβιτς με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος είναι ενδεικτικές: πόζα, αυταρέσκεια, ατμοσφαιρικότητα… Η πρόθεση μπορεί να ήταν σωστή. Η αισθητικοποίηση, όμως, είπε μιαν άλλη ιστορία.