Φαντάσου μία ζωή όπου τα όρια του κόσμου σου είναι τα όρια της εμπειρίας σου. Εναν κόσμο που αρχίζει και τελειώνει μ’ εσένα. Το όριο είναι οι πληροφορίες που σου εξασφαλίζουν οι αισθήσεις και οι εμπειρίες σου. Η εμπειρία των άλλων είναι άβατο. Δέσμιος της Ιστορίας που για εσένα προσωπικά θα μεταφράζεται ως ευκαιρίες, αποτυχίες και προκλήσεις. Δέσμιος της κοινωνικής σου τάξης και των προνομίων ή των δυσκολιών σου. Ενας κόσμος χωρίς λογοτεχνία, κουλτούρα, σκέψη και ικανότητα προς συζήτηση θα ήταν κάπως έτσι.
Το ενδεχόμενο της κλειστής κι απρόσιτης εμπειρίας των άλλων είναι ανατριχιαστικό. Απειλή, συντριπτική μοναξιά. Είναι η εμπειρία του Ρασκόλνικοφ στο Εγκλημα Και Τιμωρία, μία απόλυτη, βαθιά πεποίθηση πως εγώ έχω δίκιο, οι άλλοι προκατάληψη. Τον Ρασκόλνικοφ χρησιμοποιούν για τα επιχειρήματά τους οι συγγραφείς του Minds Wide Shut (Μυαλά Ερμητικά Κλειστά), Gary Saul Morson και Morton Schapiro. πασχίζοντας να καταλάβουν τη φτωχή σκέψη, όπου ο καθένας είναι απολύτως σίγουρος για τις σιγουριές του. Στην αυτοσχέδια φυλακή δεν χωράει κανένα άλλο ενδεχόμενο. Αυτό που είναι κάπως φυσιολογικό για τις νεαρές ηλικίες, η σιγουριά κι η ακλόνητη πεποίθηση, είναι λίγο τρομακτικό όταν γίνεται ο μέινστριμ τρόπος «συζήτησης» για ολόκληρες κοινωνίες.
Ολομόναχος στο δωμάτιό του (ο Ντοστογιέφσκι αγαπάει αυτά τα άθλια παγωμένα δωματιάκια όπου παραληρούν και ιδρώνουν οι χαρακτήρες του), ο Ρασκόλνικοφ καταλήγει στο έγκλημα με μία ωφελιμιστική λογική. Επειτα βλέπει έναν εφιάλτη όπου οι άνθρωποι είναι απολύτως σίγουροι ότι κατέχουν την αλήθεια. Δεν μπορούν να ομονοήσουν. Η αλήθεια του καθενός είναι ολόδική του. Σφάζονται άνθρωποι.
Στους Δαιμονισμένους (που ξανακυκλοφόρησαν σε, εξαιρετική –αν υποτεθεί ότι μπορώ να κρίνω– μετάφραση της Μπακοπούλου), ο Ντοστογιέφσκι χτίζει ένα ολόκληρο σύμπαν. Υπάρχουν πάλι τα γκόθικ στοιχεία (γλιστερές γέφυρες με μαχαιροβγάλτες, βροχή και άρρωστα μωρά, ημίτρελοι, σκοτάδια, παραληρήματα, φόνοι και παγωνιά, ντροπιαστικά σκάνδαλα), αλλά υπάρχει και η ειρωνεία. Μια ζωηρή, απολύτως διασκεδαστική ειρωνεία για τη σιγουριά όλων. Νέοι και γέροι, συγγραφείς και λακέδες. Είναι όλοι τόσο σίγουροι. Οι συγγραφείς παίρνουν τόσο πολύ στα σοβαρά τους εαυτούς τους, που ξεπερνούν κάθε γελοιότητα. Οι νεολαίοι είναι τόσο υπερφίαλοι και σοβαροφανείς και έτοιμοι για όλα, που το πράγμα ξεφεύγει. Οι διανοούμενοι και οι ευεργέτες τους, ευρισκόμενοι σε σχέσεις αμοιβαίας κολακείας, γλιστρούν συνέχεια κάτω από τα όρια οποιασδήποτε ευπρέπειας. Η αγωνία τους είναι να μιλήσουν μια γλώσσα που δεν είναι δική τους, δεν είναι κανενός. Να προλάβουν το τρένο των ιδεών, ποιων ιδεών;
Στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι η νταρκίλα μπλέκεται με την ηθική, η χριστιανική πίστη με την ακλόνητη πίστη στην πρόοδο. Δεν χρειάζεται να απαντήσει κανείς στο ερώτημα του Στάινερ Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι (το εξαιρετικό Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι; κυκλοφορεί στα ελληνικά από τους Αντίποδες), μπορεί απλώς να δρέπει διαρκώς τους καρπούς και των δύο δέντρων. Και όσο διαβάζει κανείς και επανέρχεται σ’ αυτά τα βιβλία, τόσο αλλάζουν τα βιβλία, η αλληλεπίδραση και φυσικά ο κόσμος του αναγνώστη/της αναγνώστριας, μέσα κι έξω. Πόσο αντιφατικές είναι οι επιθυμίες των ηρώων του Τολστόι; Γιατί κάνει όσα κάνει ο Σταυρόγκιν; Γιατί, δηλαδή, παντρεύεται την κουτσή-τρελή; Πώς χειραγωγούνται πολιτικά οι νεολαίοι; Πώς κάνεις φόνο ή αυτοκτονία; Πότε κάνεις όντως το καλό; Πού είναι ο θεός; Είναι πάντα καλή η επιστήμη;
Ζούμε, μάλλον, σε μία περίεργη εποχή για συζητήσεις. Πρέπει ν’ ανοίγεσαι πολύ, αλλά όχι πάρα πολύ. Να εκμυστηρεύεσαι τα προσωπικά σου, αλλά να τα εκθέτεις και δημόσια. Να δημιουργείς «ασφαλή περιβάλλοντα», να θωρακίζεσαι δηλαδή από την άλλη άποψη, ακόμη κι από την ανθρώπινη κακότητα και τη βλακεία – γιατί; Να καταναλώνεις όλα τα παραπροϊόντα της ανθρώπινης κακίας και βλακείας, σαν σιχαμερό φαστ φουντ, αργά το βράδυ στο ίντερνετ, άυπνος σε κάποια μάχη «ομοφοβικοί» vs «πεφωτισμένοι». Κι αυτό να γίνεται αέναα για όλα τα θέματα σαν να είσαι στην κόλαση. Και, φυσικά, πρέπει να κάνεις θεραπεία, γιατί, αν μιλήσεις εγκάρδια σ’ ανθρώπους κι ανοιχτείς, μάλλον θα καταλήξουν πως θέλεις θεραπεία και όλο αυτό να γίνεται διαρκώς, μία διαρκής αλληλοδιάγνωση όπου «όλοι κάτι έχουμε» κι άρα τελικά κανείς δεν έχει τίποτα. Και πρέπει να σκέφτεσαι σαν διαφημιστική ή παραγωγός content (περιεχομένου), δηλαδή να στοχεύεις στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Στην πιο νερόβραστη εκδοχή των ανθρώπων. Στην πιο γενικόλογη φαντασίωση για το τι είναι άνθρωπος-μια μηχανή παραγωγής κι ικανοποίησης «προτιμήσεων».
Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του Knausgaard, στους Λύκους Της Αιωνιότητας (Wolves Of Eternity) οι διάλογοι είναι προσχηματικοί. Οι άνθρωποι λένε τα βασικά. Τι θα φάνε. Αν θα βγουν. Θα χρειαστούν το αυτοκίνητο; Κι από κάτω υπάρχει ένα ηφαίστειο σκέψεων, ένας ολόκληρος κόσμος. Αυτός ο εσωτερικός τους κόσμος μάς αποκαλύπτεται σταδιακά. Είναι σαν η συζήτηση να έχει μπει προς τα μέσα, να έχει γίνει ένας εσωτερικός στρόβιλος. Οπως έχω ξαναπεί, τα έργα του Knausgaard είναι καθησυχαστικά, γιατί όλα ξεδιπλώνονται αργά. Μάλλον εκεί οφείλεται, μεταξύ άλλων, και η παγκόσμια επιτυχία του. Σ’ αυτήν τη συγκινητική εσωστρέφεια που είναι τόσο πλούσια.
Υπάρχει κάτι στην ταχύτητα των αλληλεπιδράσεών μας με τους άλλους, των «συζητήσεων» μας, σ’ αυτό το ιλιγγιώδες «χαχα» ή μπλοκ, που είναι βδελυρό. Υπάρχει κάτι σιχαμερό σε μία υπερεντατικοποιημένη απόπειρα επικοινωνίας που διαρκώς θρυμματίζεται. Μισό μήνυμα εδώ. Μισή αντίδραση εκεί. Λίγα ενδιάμεσα σχόλια. Κατανάλωση φθηνού content (περιεχομένου) σ’ ένα χαζό σκρολάρισμα δευτερολέπτων. Ενας σπασμένος καθρέφτης που, αν συνθέσεις τα κομμάτια του, δεν βγάζεις άκρη. Σπάνια προλαβαίνει κανείς να πει όντως αυτό που σκέφτεται προτού να πέσουν να τον πλακώσουν. Είσαι woke. Είσαι φοβικός. Ενας καβγάς από μετάφραση για μία χώρα που αποτυγχάνει να παραγάγει σκέψεις.
Τι μας λέει ο Ντοστογιέφσκι σήμερα; Ενα σωρό πράγματα που δεν μπορείς να συζητήσεις με «χαχα» και «ουάου». Που δεν μπορείς να τα σπάσεις σε μικρά μικρά κομματάκια βρώσιμου content που θα μοιραστεί σε δευτερόλεπτα, για να παραγάγει πληροφορία/εκδήλωση προτιμήσεων.
Η σκέψη που κοιτάζει στον άλλον και στην κοινωνία συνολικά, στα τρίσβαθα της ανθρώπινης ψυχής, θέλει χώρο και χρόνο. Ρίχνοντας χιλιάδες λέξεις πάνω μας αυτοί οι ογκόλιθοι δεν κλείνουν τον κόσμο. Από τα κλειστοφοβικά υπόγεια τους ανοίγει ο χώρος και ο χρόνος, ανοίγει ο άλλος άνθρωπος, τα νοήματα, ανοίγεται ο κόσμος όλος. Λέξεις λέξεις, όχι λέξεις θόρυβος. Η ανάγκη για ανάγνωση προϋποθέτει ότι βλέπεις τους άλλους ως μυστήρια. Περίπλοκα σύμπαντα μ’ αδιευκρίνιστη ηθική και κίνητρα. Αν τους δεις ως ακάουντς που αντιδρούν και κατηγοριοποιούνται μέσα σε σαφείς, ασάλευτες ομάδες, γιατί να διαβάσεις; Ομως, πόσο φτωχή είναι μια τέτοια ζωή; Και γιατί κανονικοί άνθρωποι να σκέφτονται σαν διαφημιστικές εταιρείες;