Η ευρωπαϊκή εταιρεία με τη μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση από όλες (οι μετοχές της οποίας δηλαδή αξίζουν αθροιστικά τα περισσότερα χρήματα) είναι μια φαρμακευτική από τη Δανία ονόματι Novo Nordisk. Η αξία της έχει εκτοξευθεί στα ουράνια τους τελευταίους μήνες εξαιτίας της μεγάλης επιτυχίας του Ozempic, του διασημότερου από αυτά τα νέα φάρμακα που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούνταν από διαβητικούς. Διαπιστώθηκε όμως ότι είναι πολύ αποτελεσματικά και στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, χωρίς σημαντικές παρενέργειες. Χάρη στο Ozempic, η Novo Nordisk, που έχει 65.000 υπαλλήλους και πουλάει τα προϊόντα της σε 168 χώρες του κόσμου, έφτασε να έχει κεφαλαιοποίηση άνω του μισού τρισεκατομμυρίου ευρώ και να είναι πλέον η 14η μεγαλύτερη εταιρεία του κόσμου. Μιλάμε για πολύ μεγάλα μεγέθη. Η κεφαλαιοποίησή της είναι μεγαλύτερη από το ετήσιο ΑΕΠ της Ελλάδας. Βασικά, είναι μεγαλύτερη από το ετήσιο ΑΕΠ της Δανίας.
Δεν είναι η μόνη γιγάντια ευρωπαϊκή εταιρεία. Το ότι η Ευρώπη δεν έχει πολύ μεγάλες εταιρείες (με τον ορισμό του «μεγάλη» ως προς την κεφαλαιοποίηση, τουλάχιστον) σε αντιδιαστολή με τις ΗΠΑ ή την Κίνα, αποτελεί μύθο. Η ιστορία της βιομηχανίας στην ήπειρο μετρά αιώνες (η Novo Nordisk ιδρύθηκε πριν από 100 χρόνια) οπότε οι πολύ μεγάλες εταιρείες που έχουν έδρα εκεί είναι πολλές και εξαιρετικά ποικίλες. Μια ματιά σε μια εύχρηστη και αναλυτική λίστα με τις μεγαλύτερες εταιρείες της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι διαφωτιστική. Αμέσως μπορεί να δει κανείς ότι ακόμα και στον τομέα της τεχνολογίας η Ε.Ε. έχει μεγάλες εταιρείες όπως η γερμανική SAP (7η μεγαλύτερη εταιρεία στη λίστα), η ιρλανδική Accenture (6η), η γερμανική Siemens (10η) αλλά και η σουηδική Spotify (53η) και, βέβαια, μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο, η ολλανδική ASML (3η). Είναι η μόνη εταιρεία στον πλανήτη που μπορεί και φτιάχνει σε μεγάλη κλίμακα τα μηχανήματα που κατασκευάζουν τα μικροτσίπ (ένα μονοπώλιο το οποίο κατέκτησε όχι λόγω network effects ή επειδή κατέπνιξε τον ανταγωνισμό, όπως κάνουν οι αμερικάνικες εταιρείες software, αλλά επειδή αυτό που φτιάχνει είναι τόσο τεχνικά δύσκολο και περίπλοκο, που πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχει η γνώση, η εξειδίκευση και η εμπειρία για να κατασκευαστεί).
Βεβαίως, παρατηρώντας τη λίστα γίνεται προφανές ότι σε έναν τομέα η Ε.Ε. έχει ηγετική θέση: από τις 10 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις οι τέσσερις παράγουν κυρίως προϊόντα πολυτελείας (Dior, Hermes, L’ Oreal και η μεγαλύτερη όλων LVMH, τα αρχικά της οποίας σημαίνουν «Louis Vuitton Moët Hennessy»). Κάποιος κακεντρεχής θα έλεγε ότι άλλες περιοχές του πλανήτη με λιγότερη γραφειοκρατία, λιγότερες ρυθμίσεις και λιγότερους (περιβαλλοντικούς και άλλους) κανόνες παράγουν κερδοφόρες εταιρείες και πλούτο, και μετά η Ευρώπη πάει και τους πουλάει τσάντες, ρούχα και σαμπάνιες. Αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια, αλλά δεν είναι και τελείως ψέμα. Αλλά δεν είναι και το θέμα μας εδώ σήμερα. Το θέμα μας είναι άλλο.
Ξέρετε τι δεν συγκαταλέγεται στις 10 μεγαλύτερες εταιρείες της Ευρώπης; Είναι κάτι που επίσης δεν συγκαταλέγεται ούτε στις 100 μεγαλύτερες εταιρείες της Ευρώπης. Κάτι που δεν το βρίσκουμε ούτε στη λίστα με τις 200 μεγαλύτερες εταιρείες της Ευρώπης. Κάτι που για να το βρούμε, πρέπει να ταξιδέψουμε πιο κάτω, να κοιτάξουμε προσεκτικά προς το τέλος του τοπ-300 των μεγαλύτερων εταιρειών της Ευρώπης. Τι είναι;
Μια ελληνική εταιρεία.
Η χώρα μας δεν έχει πολύ μεγάλες εταιρείες. Η μεγαλύτερη σύμφωνα με τη λίστα –και η δεύτερη μεγαλύτερη σε κεφαλαιοποίηση στο Χρηματιστήριο της Αθήνας– είναι η τράπεζα EFG Eurobank, που όμως είναι μόλις η διακοσιοστή ογδοηκοστή έκτη (αριθ. 289) στην Ε.Ε. Από μόνο του αυτό μπορεί να μην ακούγεται πολύ περίεργο. Η μεγαλύτερη τράπεζα της Ουγγαρίας, όμως, μιας χώρας με λίγο μικρότερο πληθυσμό και λίγο μικρότερο ΑΕΠ από την Ελλάδα, είναι πολύ μεγαλύτερη και βρίσκεται πάνω από 100 θέσεις ψηλότερα στη λίστα (στο νούμερο 183). Η μεγαλύτερη τράπεζα της Φινλανδίας, που έχει σχεδόν το μισό πληθυσμό της Ελλάδας, βρίσκεται στο νούμερο 61.
Αντίστοιχα, η Verbund (#110) η «ΔΕΗ» της Αυστρίας, η ημι-κρατική μεγαλύτερη εταιρεία ηλεκτρισμού, έχει πενταπλάσια κεφαλαιοποίηση από τη δική μας ΔΕΗ. H ČEZ, η αντίστοιχη εταιρεία ενέργειας της Τσεχίας, έχει τετραπλάσια. H EDP της Πορτογαλίας, τριπλάσια. Κι αυτές οι χώρες είναι παρόμοιες σε μέγεθος αγορές με τη δική μας.
Ασφαλώς ξέρουμε ότι η Ελλάδα είναι μια μικρομεσαία χώρα, με μικρή εγχώρια αγορά και όχι μεγάλη παράδοση στη βιομηχανία και τη μεταποίηση. Αλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι σε εντελώς άλλη κατηγορία, με εντελώς άλλα μεγέθη. Η Γερμανία, ασφαλώς, έχει τη SAP, τη Siemens, τις γιγάντιες αυτοκινητοβιομηχανίες, την Allianz (#21), τη BASF (#58). Η Γαλλία έχει τις τεράστιες εταιρείες πολυτελών προϊόντων, την Total (#9), την κατασκευαστική Vinci (#34), τη Michelin με τα ελαστικά (#102), τη Safran (#23) και τη Dassault (#43) που φτιάχνουν αεροπλάνα και μηχανές για αεροπλάνα (και διαστημόπλοια!). H Ισπανία έχει βεβαίως την Inditex (#11), την εταιρεία δηαδή που διαχειρίζεται τα Zara και ένα σωρό άλλες μάρκες fast fashion, την Iberdrola (#35) και μεγάλες τράπεζες. Εχει, όμως, και την ελάχιστα γνωστή Amadeus (#94) η οποία φτιάχνει το software κράτησης εισιτηρίων και θέσεων που χρησιμοποιούν οι περισσότερες τουριστικές εταιρείες στον κόσμο (αερογραμμές, ξενοδοχεία, ακτοπλοϊκές, ταξιδιωτικοί πράκτορες κ.λπ.). Η Ιταλία έχει τη Ferrari (#31) και την Enel (#39) και πολύ μεγάλες τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες. H Ολλανδία, μολονότι πολύ μικρότερη από τις άλλες, εκτός από την ASML έχει και τo γιγάντιο επενδυτικό fund Prosus (#12), την έδρα της Airbus (#14) και της Stellantis (#27), την Exor της οικογένειας Ανιέλι (#70), τη Philips (#147), τη Heineken (#52) και την ασφαλιστική ING (#57).
Αλλά και μικρότερες χώρες, παρόμοιες πληθυσμιακά με τη δική μας, είναι σε εντελώς άλλο επίπεδο. Το Βέλγιο έχει την Anheuser-Busch (#15), τη μεγαλύτερη ζυθοποιία του κόσμου αλλά και την ασφαλιστική KBC (#93). H Σουηδία, εκτός από τη Spotify έχει την Atlas Copco (#25) και την Epiroc (#128) που κατασκευάζουν βιομηχανικά εργαλεία και εξοπλισμό, τη Volvo (#50), την Η&Μ (#127) και την Ericsson (#148). Η Δανία, μια χώρα με πληθυσμό λιγότερο από 6 εκατομμύρια, εκτός από τη Novo Nordisk έχει και την DSV (#77), μια γιγάντια εταιρεία logistics που προέκυψε από τη συγχώνευση πολλών τοπικών εταιρειών μεταφορών και σήμερα έχει 75.000 υπαλλήλους σε 80 χώρες. Εχει ακόμα την Colorplast (#91), που παράγει ιατρικό εξοπλισμό με 12.500 υπαλλήλους και τη Vestas (#101) που φτιάχνει ανεμογεννήτριες. H Φινλανδία, με πληθυσμό, είπαμε, το μισό της Ελλάδας, έχει την KONE (#106) που φτιάχνει ασανσέρ και τη Nokia (#134). H Ιρλανδία, με πληθυσμό λίγο πάνω από 7 εκατομμύρια, εκτός από την Accenture έχει και τη Ryanair (#82) και κάμποσες πολύ μεγάλες αμερικανικές εταιρείες που έχουν τα κεντρικά τους στο Δουβλίνο για φορολογικούς και άλλους λόγους.
Πρέπει βέβαια να πούμε εδώ ότι η λίστα που χρησιμοποίησα ενδεικτικά δεν είναι πλήρης και έχει μεγάλα κενά. Της λείπει, για παράδειγμα, ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών που μπήκε στο χρηματιστήριο πριν από λίγες εβδομάδες και έχει κεφαλαιοποίηση περί τα 2,6 δισ. (θα ήταν γύρω στο #540, αντίστοιχου μεγέθους με τη φινλανδική βιομηχανία Metsä Board που φτιάχνει χάρτινες συσκευασίες). Εταιρείες που βρίσκονται στο ελληνικό χρηματιστήριο όπως η Coca Cola HBC (η μεγαλύτερη «ελληνική» εταιρεία) ή η τσιμεντοβιομηχανία Titan, έχουν την έδρα τους στην Ελβετία και το Βέλγιο αντίστοιχα και δεν κατατάσσονται στις «ελληνικές». Στο δεύτερο μισό του τοπ-1.000, δε, λείπουν πάρα πολλές μεσαίου μεγέθους εταιρείες από πολλές χώρες (και από την Ελλάδα), ενώ βεβαίως λείπουν εντελώς και οι επιχειρήσεις που βρίσκονται εκτός χρηματιστηρίου (όπως η γερμανική Lidl) ή επιχειρήσεις με πιο δαιδαλώδεις ιδιοκτησιακές δομές, όπως η σουηδική ΙΚΕΑ. Τα συμπεράσματα που βγαίνουν, όμως, ακόμα και από αυτή την ενδεικτική λίστα, είναι προφανή: οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις είναι, το πολύ, μικρομεσαίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σκεφτείτε το εξής: υπάρχουν μόνο 25 ελληνικές εταιρείες με μεγαλύτερη κεφαιαλοποίηση από τη Γιουβέντους. Την ιταλική ποδοσφαιρική ομάδα.
Ακόμα και σε σύγκριση με αγορές παρόμοιου μεγέθους, οι αντίστοιχες εταιρείες στη δική μας χώρα έχουν μικρότερη αξία. Επιπλέον, οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις στη δική μας χώρα είναι τράπεζες, πρώην κρατικά μονοπώλια (ΔΕΗ, ΟΤΕ) και εταιρείες ενέργειας –κάτι που ισχύει σε όλες τις χώρες ανεξαιρέτως, βεβαίως. Αυτές είναι παντού πολύ μεγάλες εταιρείες. Αλλά σε πολλές άλλες χώρες, ακόμα και σε μικρότερες, υπάρχουν και άλλες μεγάλες εταιρείες. Αυτές οι παραγωγικές, εξωστρεφείς βιομηχανίες κατασκευάζουν προϊόντα υψηλής ποιότητας τα οποία τα θέλουν άλλες επιχειρήσεις και καταναλωτές από όλο τον κόσμο. Τέτοια εταιρεία, πέρα από όσες έχουν καταστατική έδρα στο εξωτερικό, φαίνεται ότι έχουμε μόνο τη Mytilineos στο τοπ-500. Τι άλλο έχουμε; Οπως και η Μάλτα, έχουμε μία μεγάλη εταιρεία τζόγου (ΟΠΑΠ, #329), και έχουμε και μία μεγάλη εταιρεία retail (Jumbo #436). Αυτά. Οι δε διάσημες εταιρείες της ναυτιλίας –όσες από αυτές είναι εισηγμένες σε χρηματιστήρια, τουλάχιστον, και με την έδρα τους στην Ελλάδα– είναι πολύ μικρότερες από ό,τι φαντάζεται κανείς. Κι εδώ δεν εννοώ ότι είναι μικρότερες από τις ξένες –ο κλάδος είναι μικρότερος από ό,τι φαντάζονται πολλοί. Φανταστείτε ότι η διάσημη δανέζικη Maersk, ο παγκόσμιος γίγαντας των logistics, έχει 20 φορές μικρότερη κεφαλαιοποίηση απο τη Novo Nordisk. Δεν είναι καν στο τοπ-100 των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών.
Και το ερώτημα που προκύπτει βεβαίως είναι: γιατί; Γιατί δεν έχουμε πολύ μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα; Τι μας λείπει; Επιχειρηματική κουλτούρα; Βιομηχανική παράδοση; Κρατική στήριξη; Μυαλά και ταλέντα; Εν συντομία η απάντηση είναι: ναι. Ολα αυτά, πάνω κάτω, και μερικά άλλα. Πρώτα απ’ όλα, αξίζει να θυμόμαστε ότι και οι μεγάλες εταιρείες που υπάρχουν στην Ελλάδα έχουν μικρότερη χρηματιστηριακή αξία από τις παρόμοιες εταιρείες που υπάρχουν σε παρόμοιου μεγέθους χώρες, επειδή αυτές βρίσκονται στην Ελλάδα. Η χώρα μας είναι μια τραυματισμένη χώρα και η πληγή της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας ακόμα δεν έχει κλείσει. Η τιμή της μετοχής μιας εταιρείας στο χρηματιστήριο δεν απεικονίζει το αν η εταιρεία είναι καλή ή κακή, αλλά το ποιες κρίνουν οι επενδυτές ότι είναι οι προοπτικές της για το μέλλον (κυρίως το βραχυπρόθεσμο, δυστυχώς, κι αυτή είναι μια μεγάλη πληγή του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Και οι προοπτικές για το μέλλον μιας επιχείρησης που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα είναι ακόμα εξ ορισμού πιο αμφίβολες από τις προοπτικές μιας επιχείρησης σε μια χώρα που απολαμβάνει μεγαλύτερη σταθερότητα, ή που αναπτύσσεται ραγδαία. Ενας λόγος που έχουμε μικρότερης αξίας επιχειρήσεις είναι το ότι το ελληνικό χρηματιστήριο είναι ακόμα τραυματισμένο από την κρίση. Αλλά αυτό δεν αποκλείει το γεγονός ότι υπάρχει και δομικό πρόβλημα. Υπάρχουν αιτίες που παλιές βιομηχανίες έκλεισαν, χρεοκόπησαν ή έφυγαν από την Ελλάδα, ή για το ότι νέες βιομηχανίες δεν μεγαλώνουν γρήγορα ή δεν εμφανίζονται καν.
Υπάρχουν δύο βιβλία που εξιστορούν με διαφορετικό τρόπο και διαφορετική προσέγγιση αλλά με παρόμοια πληρότητα την ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας και της ελληνικής επιχειρηματικότητας εν γένει, τα οποία άμεσα ή έμμεσα δίνουν απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα. «Ο Πλούτος της Ελλάδας» του Κώστα Κωστή (εκδόσεις Πατάκη) που περιγράφει τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας από τους Βαλκανικούς Πολέμους και ύστερα, και το «Πτυχές Εκβιομηχάνισης 1945-2010: Μια ιστορία» του Αντώνη Κεφαλά και ομάδας συνεργατών (εκδόσεις Σιδέρη), που αναφέρεται συνοπτικά στην ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας μεταπολεμικά. Και στα δύο βιβλία οι παθογένειες που οδήγησαν στο σημερινό παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας περιγράφονται γλαφυρά σε όλες τους τις εκδοχές. Ο ακραίος κρατικός παρεμβατισμός από τη μία αλλά και η κρατικοδίαιτη κουλτούρα του επιχειρείν από την άλλη, η οικογενειοκρατία, η φοβία για το ρίσκο και την εξωστρέφεια, η αδυναμία συνεργασιών, ο περίεργος ελληνικός συνδικαλισμός, η διαχρονική έλλειψη σταθερότητας του φορολογικού και του νομικού πλαισίου και η συνακόλουθη κατάρρευση της εμπιστοσύνης είναι λόγοι που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπόδισαν ελληνικές εταιρείες να φτιάξουν πραγματικά σπουδαία προϊόντα ή υπηρεσίες και να συγχωνευθούν. Γι’ αυτό λοιπόν, δεν κατάφεραν να βρουν χρηματοδότηση, να ξεπεράσουν εμπόδια και αναποδιές, να βγουν προς τα έξω και να διεκδικήσουν πραγματικά μεγάλα μεγέθη. Ευκαιρίες υπήρξαν πολλές, προϋποθέσεις άφθονες. Πριν από 20-30 χρόνια, η ελληνική βιομηχανία θεωρητικά θα μπορούσε να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή στην τεχνολογία ηλιακών συλλεκτών, για παράδειγμα, καθότι και εταιρείες με τέτοια εξειδίκευση είχαμε, και στελέχη, και ήλιο. Σήμερα ακόμα υπάρχουν δεκάδες ελληνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο. Καμία μεγάλη. Θυμάστε τη δανέζικη DSV, την εταιρεία logistics, την 77η μεγαλύτερη στην Ε.Ε., που αναφέραμε παραπάνω; Δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση εννέα πολύ μικρότερων εταιρειών μεταφορών στη Δανία.
Αυτά εδώ, προφανώς, δεν γίνονται.