Τον περασμένο Φεβρουάριο, η πρόεδρος της Ουγγαρίας Καταλίν Νόβακ παραιτήθηκε από το αξίωμά της. Το αξίωμα του προέδρου στην Ουγγαρία έχει κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, αλλά η παραίτηση μιας προέδρου είναι σημαντικό πράγμα, όχι σπάνιο (είναι η δεύτερη φορά που συμβαίνει, σε έξι προέδρους όλους κι όλους), και στη συγκεκριμένη περίπτωση με σημαντικές προεκτάσεις, καθότι η Νόβακ ήταν άνθρωπος του πανίσχυρου –σχεδόν δικτάτορα– πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπαν και πρώην υπουργός του. Ο Ορμπαν κυβερνά την Ουγγαρία εδώ και 14 χρόνια, και σε αυτό το διάστημα την έχει μετατρέψει σε μια αυταρχική, συντηρητική κλεπτοκρατία στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με ένα δίκτυο φίλων ολιγαρχών να νέμονται το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου και, μέχρι πρόσφατα, και όλα τα ευρωπαϊκά κονδύλια που έμπαιναν στη χώρα. Ο Ορμπαν ελέγχει απόλυτα τα ΜΜΕ στη χώρα του, έχει υπό τον έλεγχό του και τη Δικαιοσύνη και πλέον λειτουργεί ανοιχτά ως όργανο του Πούτιν (μολονότι η Ουγγαρία μπήκε από το 1999 κιόλας στο ΝΑΤΟ) και περιφέρεται ως ηγετική μορφή της ριζοσπαστικά ανελεύθερης δράκας ακροδεξιών λαϊκιστών που διεκδικούν την εξουσία σε πολλές χώρες του κόσμου, συναντώντας ακροδεξιούς ίνφλουενσερ όπως ο Ελον Μάσκ, ο Ρον ΝτεΣάντις και ο Ντόναλντ Τραμπ.
Ποιος είναι ο πυρήνας του ορμπανικού λαϊκισμού; Ο ίδιος με κάθε άλλη μορφή ακροδεξιού λαϊκισμού στον κόσμο: μια σύγχρονη έκφανση του «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Η οποία είναι ολόιδια με την παλιά. Ολα τα συστατικά είναι όμοια: η επίκληση σε ένα εξιδανικευμένο, «καλό» παρελθόν, η εργαλειοποίηση της θρησκείας και των «παραδοσιακών» αξιών, η δαιμονοποίηση γκέι, ξένων, μεταναστών και άλλων μειονοτήτων και, φυσικά, η ιδέα της παραδοσιακής πυρηνικής οικογένειας, με τη μανούλα στο σπίτι να μεγαλώνει τα πολλά παιδιά και τον μπαμπά-στυλοβάτη-εργάτη-
Ταυτόχρονα με την πρόεδρο Νόβακ παραιτήθηκε και μία άλλη σημαντική γυναίκα, η Γιουντίτ Βάργκα, η οποία ηγείτο της προεκλογικής εκστρατείας του κόμματος του Fidesz, του κόμματος του Ορμπαν, στις επερχόμενες ευρωεκλογές και επρόκειτο να είναι και η ίδια υποψήφια ευρωβουλευτής. Αυτή παραιτήθηκε επειδή είχε προσυπογράψει τις χάρες της προέδρου τον Απρίλιο του 2023, καθότι τότε ήταν υπουργός Δικαιοσύνης. Θα αναρωτηθεί κανείς: μα καλά, στην παραδοσιακή Ουγγαρία, που θέλουν τη γυναίκα στην κουζίνα, πόσες γυναίκες βρίσκονται σε υψηλές θέσεις ευθύνης; Και η απάντηση είναι, βασικά, αυτές οι δύο. Μετά την παραίτηση της Βάργκα από την υπουργική θέση το καλοκαίρι του 2023, για να αναλάβει την καμπάνια των ευρωεκλογών, στο υπουργικό συμβούλιο του Ορμπαν δεν έμεινε ούτε μία. Στο Κοινοβούλιο, που έχει 199 βουλευτές, οι γυναίκες είναι μόνο 27.
Βεβαίως, δεν ήταν η πρώτη φορά που είχαν ακουστεί φωνές που απαιτούσαν την παραίτηση της Γιουντίτ Βάργκα. Το 2020, όταν ήταν υπουργός Δικαιοσύνης, έσκασε και στην Ουγγαρία ένα σκάνδαλο υποκλοπών. Αντίθετα με την Ελλάδα, όπου είχαμε το υποδεέστερο και φτηνότερο «Predator», εκεί χρησιμοποιούσαν το αυθεντικό, το ορίτζιναλ Pegasus, το πανίσχυρο ισραηλινό πρόγραμμα παρακολουθήσεων, για να παρακολουθούν κυρίως δημοσιογράφους. Η Βάργκα τότε είχε αρνηθεί να παραιτηθεί και το σκάνδαλο είχε περάσει σχετικά ανώδυνα. Το σκάνδαλο με την απονομή χάρης στον τύπο που συγκάλυψε τους παιδόφιλους του ορφανοτροφείου, όμως, έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους της Βουδαπέστης. Η Ουγγαρία τώρα βράζει. Και πάνω σε αυτό το κύμα της λαϊκής οργής, ήρθε να κάτσει και ένας αναπάντεχος παράγοντας, που σε αυτό το σημείο παίρνει την ιστορία μας και την ανεβάζει σε απροσδόκητα επίπεδα σουρρεαλισμού: ο πρώην άντρας της Γιουντίτ Βάργκα.
Η Γιουντίτ Βάργκα, το λοιπόν, όπως και η πρόεδρος Καταλίν Νόβακ, ήταν δυναμικές σαραντάρες πολιτικοί υψηλής επιρροής, αλλά ήταν και δημόσιες μανούλες. Υπό την έννοια ότι ενσάρκωναν το ιδανικό της ουγγρικής «οικογένειας», με τρία παιδιά η καθεμία, με φωτογραφίσεις με τα παιδάκια και τον αντρούλη-στυλοβάτη στο αψεγάδιαστο σπιτικό τους, με συνεντεύξεις όπου εξηγούσαν πόσο συχνά μαγειρεύουν και πόσο πιστεύουν στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, και πόσο λάθος είναι αυτές οι ξενόφερτες ιδέες άλλων, ανώμαλων οικογενειών. Το καλοκαίρι του 2023, η Γιουντίτ Βάργκα χώρισε. Ο πρώην σύζυγός της, που λέγεται Πέτερ Μάγιαρ (ναι, Μάγιαρ, σαν να λέμε «Πέτρος Ελληνας») είναι δικηγόρος και υπήρξε ασήμαντο στέλεχος του Fidesz, με θητεία σε διάφορες κρατικές θέσεις, ένας από τους κρατικοδίαιτους κηφήνες του συστήματος (παντού υπάρχουν τέτοιοι). Μετά το διαζύγιο, όμως, απέκτησε ατζέντα. Και τώρα, μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου με τις χάρες της προέδρου (που συνυπέγραψε η γυναίκα του), βγήκε μπροστά δίνοντας στη δημοσιότητα ηχογραφημένες συνομιλίες στις οποίες η Βάργκα, τότε γυναίκα του (και τότε υπουργός), του περιέγραφε με λεπτομέρειες πώς συγκεκριμένος υπουργός της κυβέρνησης παραποιούσε έγγραφα σε μια υπόθεση διαφθοράς. Εδωσε την πρώην σύζυγό του, τη μάνα των παιδιών του, στεγνά. Αποκαλύπτοντας στην πορεία τη βαθιά διαφθορά στους κόλπους της κυβέρνησης του Ορμπαν. Με ποιο κίνητρο; Μα, φυσικά, επειδή ο ίδιος τώρα θέλει να φτιάξει ένα νέο κόμμα. Ενα κόμμα «κατά της διαφθοράς».
Πώς απάντησε σε αυτές τις κατηγορίες η Βάργκα, η οποία με την παραίτησή της τον περασμένο Φεβρουάριο δήλωνε ότι «αποχωρεί από τη δημόσια ζωή»; Ισχυρίστηκε πως ό,τι ακουγόταν στην ηχογράφηση ήταν προϊόν πίεσης, ότι ο πρώην σύζυγός της την είχε βάλει να τα πει και πως κατά τη διάρκεια του τέλειου, πολυφωτογραφημένου γάμου τους, την κακοποιούσε και την εκβίαζε.
Το αν αυτά τα σκάνδαλα θα καταφέρουν να ρίξουν τον έως τώρα πανίσχυρο Ορμπαν, ο οποίος έχει κερδίσει τέσσερις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και είναι ακόμη μόνο 60 χρόνων, δεν είναι γνωστό. Ολα αυτά τα χρόνια έχει διαβρώσει ολοκληρωτικά το πολιτικό σύστημα της χώρας του, έχει κόψει και ράψει το εκλογικό σύστημα στα μέτρα του, έχει χειραγωγήσει όλους τους «αρμούς της εξουσίας» (που έλεγαν και κάτι άλλοι) και το λαϊκιστικό του brand έχει ποτίσει βαθιά την κοινωνία. Στις τελευταίες εκλογές πήρε 53%. Αν είναι να πέσει από κάτι κάποτε, όμως, πιθανότατα θα είναι από κάτι τέτοιο. Από σκάνδαλα που αποκαλύπτουν τη γύμνια και την υποκρισία των δήθεν «παραδοσιακών αξιών» τους τόσο λαμπερά και κραυγαλέα, που να μην μπορούν πια ούτε οι πιο πρόθυμοι και ευάλωτοι τρόφιμοι του λαϊκισμού να συνεχίζουν να κοροϊδεύουν τον εαυτό τους.