Το ΝΒΑ θεωρείται, και όχι άδικα, το κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ στον κόσμο. Υπόδειγμα οργάνωσης, αθλητικού και οικονομικού μάρκετινγκ, η λίγκα των Ηνωμένων Πολιτειών μπήκε σε μια νέα εποχή τη δεκαετία του ’80 εξαιτίας της κόντρας (αθλητικής και μόνο) του Ερβιν «Μάτζικ» Τζόνσον και του Λάρι Μπερντ.
Από τη μία, οι Λος Αντζελες Λέικερς του «Showtime» και του πάντα χαμογελαστού πλέι μέικερ ύψους δύο μέτρων (πρωτόγνωρο εκείνη την εποχή) από το Λάνσινγκ του Μίσιγκαν. Και, από την άλλη, οι σκληροτράχηλοι Μπόστον Σέλτικς του χαρισματικού, ψυχρού εκτελεστή χωριατόπαιδου από το Φρεντς Λικ της Ιντιάνα.
Τη δεκαετία του ’80, μία από τις δύο μυθικές ομάδες ήταν πάντα παρούσα στον τελικό του ΝΒΑ, με τους Λέικερς να κατακτούν πέντε πρωταθλήματα και τους Σέλτικς τρία. Αμφότερες έχουν συνολικά από 17 έκαστη και είναι οι πλέον πολυνίκεις ομάδες της λίγκας.
Μεταξύ τους μονομάχησαν σε τρεις τελικούς μέσα σε τέσσερα χρόνια (από το 1984 έως το 1987), με την ομάδα του Λος Αντζελες να κατακτά δύο τίτλους, έναντι ενός της ομάδας της Βοστώνης.
Η κόντρα Μάτζικ Τζόνσον – Λάρι Μπερντ, η οποία εκτόξευσε την εμπορικότητα του πρωταθλήματος και τηνδημοτικότητα του αθλήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες (και όχι μόνο), γεννήθηκε στον τελικό του κολεγιακού πρωταθλήματος.
Με αφορμή τη διεξαγωγή του Φάιναλ Φορ σε Ανδρες και Γυναίκες τις τελευταίες ημέρες, ο Τζόνσον θυμήθηκε με ανάρτηση στα social media εκείνο τον τελικό, επισημαίνοντας ότι «δεν υπάρχει συναίσθημα που να μπορεί να συγκριθεί με την κατάκτηση ενός εθνικού πρωταθλήματος!».
Εχουν περάσει 45 χρόνια από τότε που οι Σπαρτιάτες του Μίσιγκαν Στέιτ λύγισαν τα Πλατάνια του Ιντιάνα Στέιτ (75-64), στον αγώνα που είχε μέχρι τότε τα υψηλότερα ποσοστά τηλεθέασης από οποιοδήποτε μπασκετικό παιχνίδι στην Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ολος ο κόσμος ήθελε να δει τους δύο επίδοξους σούπερ σταρ, οι οποίοι κυριάρχησαν στο παγκόσμιο μπάσκετ τα επόμενα χρόνια. Και, τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο χαρισματικός αθλητής που απέκτησε το παρατσούκλι «Μαγικός» για τα πεπραγμένα του με το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν Στέιτ, αποδεικνύεται μαγικός και στον κόσμο των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με το οικονομικό περιοδικό «Forbes», ο 64χρονος πλέον επιχειρηματίας έγινε ο τέταρτος αθλητής (νυν ή πρώην) που μπαίνει στο εκλεκτό κλαμπ των δισεκατομμυριούχων. Είχε προηγηθεί ο καλός του φίλος Μάικλ Τζόρνταν, ο κορυφαίος κατά πολλούς μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, ο ακόμα εν ενεργεία στα 39 του ΛεΜπρόν Τζέιμς, ο οποίος διεκδικεί και αυτός με αξιώσεις τον τίτλο του GOAT (Greatest Of All Times), αλλά και ο κορυφαίος γκόλφερ Τάιγκερ Γουντς.
Πώς κατάφερε, όμως, να αυγατίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό την περιουσία του ο Τζόνσον; Ο ίδιος, αθλητής ακόμα, είχε δηλώσει στο περιοδικό «Sports Illustrated» ότι θα ήθελε στο μέλλον να έχει περιουσία που να αγγίζει τα 200 εκατ. δολάρια, ώστε να μπορέσει να αγοράσει μια ομάδα.
«Είμαι φίλαθλος των σπορ. Δεν είναι απαραίτητο αυτή η ομάδα να είναι οι Λέικερς», έλεγε. Και το έκανε. Σήμερα, ο Μάτζικ έχει μετοχές στους Ουάσινγκτον Κομάντερς, ομάδα του NFL (φούτμπολ), στους Λος Αντζελες Ντότζερς του MLB (μπέιζμπολ), στους Λος Αντζελες Σπαρκς του WNBA (μπάσκετ Γυναικών) και στους Λος Αντζελες FC του MLS (ποδόσφαιρο).
Ναυαρχίδα των επιχειρήσεών του και μιας περιουσίας που αγγίζει πλέον τα 1,2 δισ. δολάρια, η εταιρεία «Magic Johnson Enterprises», η οποία περιλαμβάνει κινηματογραφικές αίθουσες, αλυσίδες γρήγορου φαγητού, ακίνητα, ιατρική φροντίδα και τον προμηθευτή ασφαλειών ζωής EquiTrust, ο οποίος αποτελεί το πιο σημαντικό μέρος της περιουσίας του.
Και να σκεφτεί κανείς ότι ο Τζόνσον, σε αντίθεση με τα άλλα τρία μέλη του κλαμπ των δισεκατομμυριούχων αθλητών, δεν είχε σημαντικά κέρδη από την αθλητική του καριέρα, αφού τα συνολικά έσοδά του από τους Λέικερς έφτασαν τα σαράντα εκατ. δολάρια τότε, 110 αν τα προσαρμόσουμε με βάση τον πληθωρισμό.
Μιλάμε, δηλαδή, για… ψιλικοκό, εάν συγκριθούν με τα 479 εκατ. δολάρια που έχει βγάλει (και συνεχίζει) ο ΛεΜπρόν Τζέιμς, οι ετήσιες αποδοχές του οποίου φέτος θα φτάσουν τα 70 εκατ. δολάρια, όταν στα καλύτερά του χρόνια ο Μάτζικ έβγαζε… τέσσερα.
Μια μυθική καριέρα που διεκόπη απότομα και άδοξα το 1991, όταν ο Τζόνσον προσβλήθηκε από τον ιό HIV, με τον οποίο συμβιώνει εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια ως φορέας. Δεν τον πτόησε, γύρισε και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη.
Με αυτή την αισιόδοξη στάση προσεγγίζει και την ενασχόλησή του με τις επιχειρήσεις, με μέντορα τον σούπερ ατζέντη Μάικλ Οβιτς και στενό συνεργάτη τον Πίτερ Γκούμπερ, ο οποίος λέει για τον παλαίμαχο μπασκετμπολίστα ότι «γεννήθηκε με αυτό το ξεχωριστό ταλέντο για τα πάντα. Εάν ήξερα ακριβώς τι είναι, θα το έκλεινα σε ένα μπουκάλι και θα το έδινα σε εμένα και σε όλους στην εταιρεία μου».
Ο Τζόνσον γνώρισε τον Γκούμπερ στη διάρκεια ενός αγώνα στο θρυλικό «Forum», όπου έδιναν το «παρών» οι πιο ισχυροί άνθρωποι του Λος Αντζελες, σε κινηματογράφο, μουσική και επιχειρήσεις, για να θαυμάσουν τον Μάτζικ και την παρέα του την εποχή της παντοκρατορίας της.
Ο Τζόνσον, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, του ζήτησε να τον βοηθήσει να μπει στον κόσμο των επιχειρήσεων και, κάπως έτσι, μπήκε το νερό στο αυλάκι. Ο Οβιτς, ο οποίος δεν ασχολούνταν τότε με αθλητές εξαιτίας των περιορισμένων αποδοχών τους (και όμως…), έκανε μια εξαίρεση με τον Μάτζικ, ο οποίος τον κέρδισε με την ευστροφία του και το χάρισμά του με τους ανθρώπους.
Ο επιχειρηματίας Μάτζικ Τζόνσον ήταν πλέον μια γλυκιά, εντυπωσιακή πραγματικότητα. Ενας επιχειρηματίας που κατάφερε να μετατρέψει σε… ουδέτερο έδαφος την κινηματογραφική αίθουσα που έχτισε στην προβληματική και γεμάτη βία γειτονιά Μπάλντουιν Χιλς, αφού πρώτα συναντήθηκε με εκπροσώπους των δύο βασικών συμμοριών της περιοχής, τους Crips και τους Bloods.
Εξι χρόνια αργότερα, η αίθουσα είχε πωλήσεις ύψους πέντε εκατ. δολαρίων σε εισιτήρια και ήταν μία από τις πρώτες σε εισπράξεις σε ολόκληρη τη χώρα, όπου ο Μάτζικ έχτισε σινεμά σε Χιούστον, Ατλάντα, Νέα Υόρκη και Ουάσιγκτον, ως επί το πλείστον σε γειτονιές μαύρων. Εδινε δουλειά σε ντόπιους και τους πρόσφερε μια αφορμή για ψυχαγωγία, ώστε να ξεχνούν για λίγο τα προβλήματα της καθημερινότητας.
Ακολούθησε μια συνεργασία με τη Starbucks για την κατασκευή εκατό καφετεριών σε γειτονιές μαύρων σε όλη τη χώρα, αλλά και επενδύσεις δεκάδων εκατομμυρίων σε ακίνητα. Ουδείς, βεβαίως, δεν είναι τέλειος. Και ο Μάτζικ, τόσο ως αθλητής όσο και ως επιχειρηματίας, απέρριψε κατά καιρούς εμπορικές προτάσεις που θα μπορούσαν να του είχαν αποφέρει ακόμα μεγαλύτερη κέρδη.
Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδισε να χτίσει μια μυθική περιουσία, πάντα με το ξεχωριστό, μοναδικό χαμόγελο στα χείλη…