Οταν γυριζόταν ο «Νονός», η ζωή του σκηνοθέτη Φράνσις Φορντ Κόπολα δεν πήγαινε πολύ καλά. Ο Κόπολα δεν ήταν η πρώτη επιλογή της εταιρείας παραγωγής για την ταινία (ο Ιταλός Σέρτζιο Λεόνε ήταν, μα αρνήθηκε), τα γυρίσματα ήταν επεισοδιακά και δύσκολα, τα στελέχη της εταιρείας είχαν διαρκή παράπονα για την επιλογή των ηθοποιών και για τις σκηνές που γυρίζονταν, και ο Κόπολα είχε μικρά παιδιά στο σπίτι, οικονομικά προβλήματα και τεράστιο άγχος για το τελικό αποτέλεσμα της ταινίας από την οποία περίμενε από στιγμή σε στιγμή ότι θα απολυθεί. Ξέρετε, φαντάζομαι, πώς πήγε αυτό στη συνέχεια.
Πώς δημιουργείται η τέχνη στην εποχή μας; Πώς φτιάχνει έργα τέχνης ένας καλλιτέχνης σήμερα; Αυτά δεν είναι μικρά ή ασήμαντα ερωτήματα. Η τέχνη είναι ο τρόπος με τον οποίο επεξεργαζόμαστε τον κόσμο και αποκωδικοποιούμε την όποια σημασία βρίσκουμε γύρω μας. Τα έργα τέχνης, όμως, δεν χρειάζονται μόνο τη φαντασία και τη δημιουργικότητα των καλλιτεχνών, αλλά και άλλα πολύ σημαντικά πράγματα: χρόνο και χρήμα. Πώς φτιάχνεται μια κινηματογραφική ταινία; Κάποιος ή κάποια αφιερώνει χρόνο για να γράψει ένα σενάριο. Μπορεί να μην πληρώνεται από κανέναν, μπορεί να επενδύει τον προσωπικό της/του χρόνο γι’ αυτό. Για να μετατραπεί το σενάριο αυτό σε ταινία, θα χρειαστεί να συνεργαστούν εκατοντάδες άλλοι άνθρωποι: σκηνοθέτης, μοντέρ, ηθοποιοί, φωτιστές, ηχολήπτες, ηλεκτρολόγοι, σκηνογράφοι, οδηγοί, σχεδιαστές, προγραμματιστές, μάγειρες, γραμματείς, βοηθοί παραγωγής, λογιστές, δικηγόροι, κάθε λογής τεχνικοί, μια ολόκληρη εταιρεία που στήνεται ειδικά για να γυριστεί η ταινία μέσα σε μερικούς μήνες. Αυτό σημαίνει: λεφτά. Για να μετατραπεί το όραμα και η ιδέα ενός καλλιτέχνη (ή το συλλογικό όραμα μιας ομάδας καλλιτεχνών) σε οπτικοακουστικό προϊόν χρειάζονται λεφτά. Τα οποία κάποιοι πρέπει να επενδύσουν, είτε ποντάροντας στην εμπορική επιτυχία του προϊόντος για να πάρουν πίσω την επένδυσή τους, είτε επειδή αναγνωρίζουν την καλλιτεχνική αξία του τελικού προϊόντος και επιθυμούν να το προσφέρουν στον κόσμο για φιλανθρωπικούς ή άλλους λόγους. Πολλά κράτη χρηματοδοτούν τέτοιου είδους έργα, επειδή η καλλιτεχνική δημιουργία βελτιώνει την ποιότητα ζωής μιας χώρας και αυξάνει το επίπεδο του κοινωνικού διαλόγου, ενώ σε όλες τις χώρες του κόσμου υπάρχουν εταιρείες παραγωγής που επενδύουν σε τέτοια έργα με σκοπό το εμπορικό όφελος. Παρόμοιες αλυσίδες αξίας υπάρχουν σε όλες τις μορφές τέχνης.
Το σημερινό νιουζλέτερ έχει για θέμα του έναν άλλο τρόπο χρηματοδότησης της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ενα πείραμα που έγινε πρόσφατα, το αποτέλεσμα του οποίου δεν ξέρουμε ακόμα.
Το 1983 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα άρχισε να γράφει το σενάριο μιας ταινίας που ήδη επεξεργαζόταν και σκεφτόταν χρόνια. Ηταν μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, η υπόθεση της οποίας διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη του μέλλοντος μετά από μια μεγάλη καταστροφή. Το όνομά της είναι «Megalopolis». Ο δημιουργός έκτοτε προσπάθησε πολλές φορές να βάλει μπρος το σχέδιο, χωρίς επιτυχία όμως. Είχε κάποιες πολύ διάσημες εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες, τις οποίες ασφαλώς γνωρίζετε (από τους «Νονούς», την «Αποκάλυψη Τώρα» και τη «Συνομιλία» μέχρι τον «Δράκουλα» του 1992). Κάποιες εμπορικές αποτυχίες ταινιών στις οποίες συμμετείχε ως παραγωγός (και αναλάμβανε επιχειρηματικό ρίσκο) τον ανάγκαζαν να δώσει προτεραιότητα σε άλλες ταινίες πιο «σίγουρες» εμπορικά για να γλιτώσει από τα χρέη. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου τον ανάγκασαν να αλλάξει το σενάριο στο «Megalopolis» και να ξανασκεφτεί το πρότζεκτ από την αρχή για χρόνια. Πολλά άλλα πράγματα μεσολάβησαν. Μεταξύ άλλων, ασχολήθηκε με μια σειρά από επιχειρήσεις, όπως ξενοδοχεία στην Κεντρική Αμερική, σάλτσες μαγειρικής και ένα διάσημο οινοποιείο. Κάτι άλλο που άλλαξε σε αυτό το διάστημα –ή μάλλον, που χειροτέρεψε πολύ– ήταν η σχέση του με τα επίσημα, μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο του Χόλιγουντ. Οι εταιρείες που χρηματοδοτούν τις ταινίες έχουν άποψη και, συχνά, και τον τελικό λόγο για το καλλιτεχνικό περιεχόμενο των ταινιών τους, κάτι που για δημιουργούς όπως ο Κόπολα μπορεί να είναι από ενοχλητικό μέχρι ασφυκτικό. Ολες οι ταινίες (και οι σειρές) που βλέπουμε στους κινηματογράφους και στις streaming υπηρεσίες σήμερα δεν είναι σχεδόν ποτέ το αποτέλεσμα της δημιουργίας και της έμπνευσης ενός ανθρώπου, αλλά το αποτέλεσμα πολυάριθμων συμβιβασμών ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους (κάποιοι εκ των οποίων δεν είναι καλλιτέχνες), που έχουν γνώμη, συμφέρον και ισχύ.
Πριν από λίγα χρόνια ο Φράνσις Φορντ Κόπολα πούλησε το οινοποιείο του για πολλά, πολλά χρήματα. Δεν έχει πια οικονομικά προβλήματα ή χρέη. Τα παιδιά του είναι μεγάλα. Κουρασμένος από το σύστημα του Χόλιγουντ, είχε να σκηνοθετήσει ταινία από το 2011. Αλλά πλέον είναι πολύ πλούσιος. Πώς θα ήταν αν ένας καλλιτέχνης είχε τα μέσα και τη δυνατότητα να επιστρατεύσει όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό, να το πληρώσει μόνος του, από την τσέπη του, και να το χρησιμοποιήσει για να μετατρέψει το όραμά του σε καλλιτεχνικό προϊόν χωρίς κανένα συμβιβασμό, χωρίς κανείς άλλος να του ζητήσει να αλλάξει το οτιδήποτε; Μήπως αυτό θα ήταν μια καλύτερη, καθαρότερη αποτύπωση του καλλιτεχνικού του οράματος; Μια πιο ατόφια και ουσιαστική τέχνη;
Η ταινία για την οποία ανυπομονώ περισσότερο από όλες το 2024 δεν είναι η καινούργια του Λάνθιμου ή το «Deadpool 3», αλλά το «Megalopolis», το οποίο ο Φράνσις Φορντ Κόπολα τελικά γύρισε το 2023, σε ηλικία 84 ετών. Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούν η Νάταλι Εμάνουελ, ο Ανταμ Ντράιβερ, ο Τζιανκάρλο Εσπόζιτο, ο Σάια Λεμπάφ, ο Ντάστιν Χόφμαν, ο Τζον Βόιτ και πολλές και πολλοί άλλοι, κόστισε περίπου $120 εκατομμύρια, είχε κι αυτή πολλά προβλήματα στα γυρίσματα, αλλά τελικά φτιάχτηκε ακριβώς όπως την ήθελε ο δημιουργός της, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, χωρίς άσχετους παραγωγούς να του βάζουν εμπόδια και όρια. Είναι εμπνευσμένη από την εμμονή του σκηνοθέτη με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και από τα βιβλία του αναρχικού ανθρωπολόγου Ντέιβιντ Γκρέιμπερ (αυτό και αυτό είναι καταπληκτικά) και είναι, λέει, «ιδιαίτερη».
Πριν από λίγες ημέρες ο Κόπολα οργάνωσε μια προβολή της ταινίας, την πρώτη, για φίλους, συγγενείς και στελέχη της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ο λόγος που ήταν προσκεκλημένα και τα στελέχη των εταιρειών, είναι το ότι οι ταινίες, αφού γυριστούν, χρειάζονται και έναν τρόπο να φτάσουν στους κινηματογράφους. Τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο προσφέρουν την υπηρεσία της διαφήμισης και της διανομής των ταινιών στις αίθουσες εξ ορισμού σε όσες ταινίες έχουν χρηματοδοτήσει, αλλά και σε άλλες, ανεξάρτητες, τα δικαιώματα διανομής των οποίων αγοράζουν. Ενας σκοπός αυτής της προβολής ήταν να δουν έτοιμο το «Megalopolis» τα στελέχη των εταιρειών, για να αποφασίσουν αν θα αγοράσουν τα δικαιώματα διανομής της. Δεν πήγε πολύ καλά αυτό. Αν και κάποιοι είχαν καλά λόγια να πουν, άλλοι ήταν πιο μαζεμένοι. Μέχρι σήμερα, καμία εταιρεία δεν έχει αγοράσει τα δικαιώματα διανομής της ταινίας. Ενας από τους λόγους είναι ότι ο Κόπολα θέλει η διανομή (που έχει ένα κόστος) να συνοδευτεί και από μια επένδυση για τη διαφήμιση και την προβολή της ταινίας που είναι της τάξης των δεκάδων εκατ. δολαρίων, όσο κοστίζουν οι διαφημιστικές καμπάνιες μπλοκμπάστερ ταινιών όπως το «Dune 2» ή η «Barbie». Από ό,τι φαίνεται, οι εταιρείες, οι οποίες δεν είχαν έλεγχο στη δημιουργία της ταινίας, δεν φαίνονται πρόθυμες να επενδύσουν αυτά τα λεφτά. Μια εναλλακτική πορεία θα μπορούσε να είναι η παρουσίαση της ταινίας σε κάποιο από τα μεγάλα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά φεστιβάλ κινηματογράφου, όπου οι περισσότερες ανεξάρτητες παραγωγές πηγαίνουν για να βρουν διανομή. Αλλά εφόσον τα «μεγάλα κεφάλια» των εταιρειών την έχουν ήδη δει και δεν έχουν σπεύσει να την αγοράσουν, τίποτε δεν υποδηλώνει ότι μια προβολή στις Κάννες (όπου χθες μάθαμε ότι θα παιχτεί στο διαγωνιστικό τμήμα, στις 17 Μαΐου) θα τους κάνει να αλλάξουν γνώμη.
Αλλά αυτό είναι ένα θέμα που αφορά κυρίως τον Φράνσις Φορντ Κόπολα. Εμένα μια άλλη απορία με απασχολεί περισσότερο: θα είναι αυτή μια καλή ταινία; Θα είναι η αυθεντική αποτύπωση του οράματος ενός φιλόδοξου και έμπειρου δημιουργού καλύτερη και από τις καταπληκτικές ταινίες που ο ίδιος έβγαλε μέσα από το «σύστημα» των στούντιο, με όλους τους συμβιβασμούς και τις αναπόφευκτες υποχωρήσεις; Ή μήπως η τέχνη χρειάζεται τριβή και αμφισβήτηση; Γι’ αυτό ανυπομονώ να δω το «Megalopolis» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, το οποίο, παρεμπιπτόντως, εύχομαι να αποδοθεί στα ελληνικά ως «Μεγαλόπολη» και να κάνει την ελληνική πρεμιέρα του σε θερινό σινεμά στη Μεγαλόπολη, με φόντο τα φουγάρα του εργοστασίου της ΔΕΗ. Θα είναι κάτι καινοτόμο και φρέσκο, το απόσταγμα της καριέρας μιας ιδιοφυίας ή μια επιβεβαίωση ότι μερικές μορφές τέχνης πρέπει να παραμένουν συμμετοχικές, και ότι τα εμπόδια, οι συμβιβασμοί και οι γκρίνιες είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας;