Είναι Σάββατο, αργά το πρωί, και η Εθνική Βιβλιοθήκη είναι γεμάτη κόσμο. Υπάρχουν οι φοιτητές που υποφέρουν πάνω από κάποιο λάπτοπ. Οι αναγνώστες που διαβάζουν χαλαρά στις πολυθρόνες. Οι κλασικοί περίεργοι που χρησιμοποιούν τους υπολογιστές. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι όλοι αυτοί είναι άνθρωποι που δεν έχουν έξυπνα κινητά, οπαδοί του χαζού τηλεφώνου, δική μου μετάφραση ενός όρου που δεν χρειάζεται να αναπαράγω (το αντίθετο του smartphone), τον οποίο βρήκα σε ένα άρθρο του New Yorker και έλεγε πως ο κόσμος θέλει να πετάξει το smartphone γιατί νιώθει να γίνεται πιο χαζός από ποτέ, και εξηγούσε πως μπαίνουν σε μεγάλο κόπο διάφοροι σοβαροί άνθρωποι ώστε να φτιάξουν κινητά που, π.χ., θα έχουν μέσα χάρτες, αλλά όχι και TikTok.
Η αλήθεια είναι πως οι θαμώνες της Βιβλιοθήκης συνήθως αράζουν στους υπολογιστές, επειδή έχουν κάποιο πρόβλημα με το Ιντερνετ ή το σπίτι τους (ζήτημα στο οποίο θα επανέλθω). Αρκετός κόσμος εναλλάσσεται μεταξύ καναλιού και Βιβλιοθήκης. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο από ένα ηχοτοπίο που περιλαμβάνει μόνο νερά, σελίδες που γυρίζουν και την υπόσχεση πολλών ανθρώπων να σιωπήσουν σε δημόσια θέα. Οποτε αποχωρώ από ένα τέτοιο μέρος, η πραγματικότητα με τους ήχους της εισβάλλει στο κεφάλι μου, τρυπάνια, κόρνες, φρένα αυτοκινήτων, και σκέφτομαι πως θα ήθελα λίγο ακόμη από το ηχοτοπίο της Βιβλιοθήκης, και μάλιστα της συγκεκριμένης Βιβλιοθήκης, επειδή όταν φυσάει εκτός από το ότι μυρίζει θάλασσα, μπορείς να ακούσεις και το νερό στο κανάλι να κάνει μικρούς παφλασμούς.
Εξω έχει εικοσικάτι βαθμούς και καθισμένη με το βιβλίο μου (το «Φυλαχτό» του Μπολάνιο) στο κανάλι πίνω καφέ και φτάνω διαβάζοντας κάπου στην πόλη του Μεξικού, ώσπου νιώθω να καίγομαι από τον ήλιο και τρυπώνω στη Βιβλιοθήκη. Μπαίνοντας συνειδητοποιώ ότι έχω καεί, αλλά η καθυστέρηση ήταν αναγκαία: έχω περάσει την ηλικία που έκρυβα τους καφέδες μέσα σε κάποιον τόμο ποινικού και την ηλικία που δεν ντρεπόμουν να πω απροκάλυπτα ψέματα στο πρόσωπο ενός άλλου ενηλίκου, παραμύθια σχετικά με το θερμός που φουσκώνει στην τσάντα μου. Εχω βρεθεί βέβαια σε βιβλιοθήκες που επιτρέπουν τον καφέ ή και το φαγητό (μια πανεπιστημιακή στην Ουτρέχτη), αλλά δεν με ενοχλεί και η καλλιέργεια μιας κουλτούρας διαλείμματος. Μια βιβλιοθήκη στο Αμβούργο μάλιστα είχε αυτές τις πολυσχιδείς γερμανικές αφίσες που σου μιλάνε φυτουκλίστικα για ένα κατά τα άλλα καθημερινό, ανέμελο ζήτημα. Η συγκεκριμένη έλεγε βήμα βήμα πώς να ξεκουράσεις τους μυς σου στο διάλειμμα, προκειμένου να το εκμεταλλευτείς στο έπακρον.
Η Αθήνα πάντως έχει σοβαρό πρόβλημα. Δεν έχει βιβλιοθήκες. Εχει δηλαδή τις πανεπιστημιακές, κι αυτό είναι όλο. Και οι πανεπιστημιακές δεν είναι στην καλύτερη κατάσταση, μα ούτε και ενημερωμένες θα τις έλεγες. Και γενικώς το κλίμα που επικρατεί εκεί διαφέρει από αυτό μιας βιβλιοθήκης ανοιχτής στο γενικό κοινό (ποιος θέλει πραγματικά να διαβάζει επιδεικτικά λογοτεχνία ανάμεσα σε αγχωμένους φοιτητές που ανταλλάσσουν σημειώσεις;). Για να είμαι δίκαιη, μάλλον πολλοί θα ήθελαν να διαβάζουν λογοτεχνία ανάμεσα σε αγχωμένους φοιτητές, αλλά οι περισσότερες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες δεν φτάνουν καλά καλά για τους ίδιους τους φοιτητές, δεν είναι πάντα καθαρά μέρη ή καλά φωτισμένα και δεν έχουν άνεση, ούτε καν λειτουργικές τουαλέτες με σαπούνι.
Επειτα, οι βιβλιοθήκες πρέπει να έχουν και βιβλία μέσα. Να αγοράζουν την καινούργια παραγωγή και να την προσφέρουν στους ανθρώπους που δεν μπορούν να αγοράσουν τα βιβλία οι ίδιοι, να επιμένουν δηλαδή σε μια δήλωση που ηχεί παράδοξη σήμερα: τα βιβλία ανήκουν σε αυτούς που τα διαβάζουν, όχι σε όσους τα κατέχουν κατά κυριότητα. Η δουλειά των βιβλιοθηκών είναι κυρίως αυτή, η εμπέδωση αυτής της ιδέας, αλλά μερικές φορές μπορεί να το ξεχνάμε και να τις βλέπουμε σκέτα σαν χώρους, όπως βλέπουμε σκέτα σαν χώρους τα μουσεία πηγαίνοντας από το πάρκινγκ στο εστιατόριο ή όπως βλέπουμε σκέτα σαν χώρους τα θέατρα, χωρίς να μας νοιάζει το περιεχόμενο, αρκεί να είναι καλή η ταράτσα και το ρουφτόπ μπαρ.
Ας τις δούμε όμως κι έτσι. Σκέτα. Σαν χώρους. Οι βιβλιοθήκες έχουν πολλά να προσφέρουν σε μια εποχή στεγαστικής κρίσης. Σώζουν τη σχέση με τον συγκάτοικο (ή τους συγκατοίκους) που θα διαλυθεί αν όλοι οι συγκάτοικοι είναι μαζί κάθε μέρα «ο ένας πάνω στον άλλον». Διαφυλάσσουν κάτι από την ψυχική ηρεμία των νέων ανθρώπων που γύρισαν στο παιδικό τους δωμάτιο. Είναι καταφύγια για τους κάθε λογής κατατρεγμένους, ένα ήσυχο μέρος με φως και θέρμανση ή κλιματισμό όπου μπορείς πραγματικά απλώς να αφουγκραστείς τη σιωπή και να βυθιστείς στο βιβλίο σου. Κι άμα δεν έχεις πολύ χώρο, αλλά δεν την έχεις δει και μποέμ καλλιτέχνης, σου επιτρέπουν να δουλεύεις ή να διαβάζεις σε ένα μέρος διαφορετικό από τον χώρο όπου κοιμάσαι και μαγειρεύεις. Μπορείς να πας και να σκεφθείς χωρίς να ενοχλείσαι, και αυτό έχει σημασία όσο τα ενοίκια εκτοξεύονται μαζί με το γενικό κόστος ζωής.
Θέλει κι άλλες βιβλιοθήκες η χώρα. Αλλά ξεκινώντας να γράψω αυτό το κείμενο είχα πάρει την απόφαση να είμαι αισιόδοξη παρά την πραγματικότητα, όπως οφείλει να είναι κανείς στις ερωτικές επιστολές. Δεν έχουμε δημόσιες βιβλιοθήκες, κανείς δεν ιεραρχεί ψηλά στην πολιτική του ατζέντα το ζήτημα, δεν αισθάνονται πως υπάρχει πολιτικό κόστος από το κλείσιμο των βιβλιοθηκών ή την εγκατάλειψή τους, και ούτε αγωνιούν για το ενδεχόμενο τα ράφια να μην είναι ενημερωμένα με την τελευταία λέξη της λογοτεχνίας. Ομως αυτό δεν επηρεάζει τα συναισθήματά μου για τις βιβλιοθήκες, ούτε το πώς νιώθω κατηφορίζοντας από το Νιάρχος προς τη θάλασσα, ανάμεσα σε ελιές και θάμνους, με το ηχοτοπίο του αναγνωστηρίου στο μυαλό μου και καθώς παραδίνομαι αργά στους μακρινούς θορύβους της πόλης που ανάβει τα φώτα της και τρέχει στον αυτοκινητόδρομο από και προς τον Πειραιά.
Μπορώ πάντα να επαναφέρω στη σκέψη μου αυτή τη γλυκιά εξάντληση μετά από μια μέρα στη βιβλιοθήκη. Δεν ξέρω αν θα υπάρξει κάποια άνθηση των βιβλιοθηκών, καθώς θα ψάχνουμε νησίδες να προστατευτούμε από τη μόνιμη ψηφιακή διαθεσιμότητα. Καθώς θα γυρεύουμε το μέρος όπου μπορούμε να επικαλεστούμε τον φύλακα ή έναν κανονισμό για να ξεμπερδεύουμε με το κινητό. Αναρωτιέμαι, όμως, πότε ήταν η τελευταία φορά που κάναμε κάτι απερίσπαστοι κι αυτό να μην έφερνε μαζί ενοχή ή έναν πραγματικά γλιτσερό φόβο πως κάτι χάθηκε, πως κάτι αληθινά τρομακτικό εκκρεμεί και δεν έχει γίνει, και θα ξεπεταχτεί να διαλύσει την ευτυχία μας μόλις πάμε να χαλαρώσουμε. Θέλω να πω, δεν χρειαζόμαστε πραγματικά όλες τις φλύαρες εφαρμογές που βγαίνουν για deep focus και «εμπειρίες self-love», ούτε meditation sessions, ούτε κάποια εκδρομή στην Πάτμο, την Ινδία και άλλα μέρη πνευματικότητας όπου καταναλώνεις ένα πακέτο χαλαρωτικών υποτίθεται εμπειριών, για να γλιτώσεις από το άλλο πακέτο, τη ζωή σου κάθε μέρα.