Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» αργά τη νύχτα. Οι ταξιδιώτες χαμηλού προϋπολογισμού κοιμούνται στο μικρό «μουσείο» και στο μπεργκεράδικο του πάνω ορόφου σαν επαγγελματίες. Ξέρουν ακριβώς πώς να τοποθετήσουν τους σάκους τους και τα υπάρχοντα τους, έχουν ακουστικά και μαξιλαράκια, χουχουλιάζουν εκεί που δεν έχει φως και βγάζουν τη νύχτα σε αυτοσχέδιους υπνόσακους, για να ταξιδέψουν με τις πρωινές πτήσεις χαμηλού κόστους.
Νομίζω υπάρχει μία ηλικία που πρέπει να την περάσει κανείς έτσι. Παριστάνοντας τον φλανέρ και πηγαίνοντας απλώς και μόνο για να δει. Ούτε τουρίστας. Ούτε επαγγελματίας. Περιπλανώμενη/ος. Σ’ αυτό το στάδιο που ταξιδεύεις για να ταξιδέψεις και, ιδανικά, για να δεις πώς ζει ο κόσμος αλλού. Βασικός σκοπός: απλώς να δεις, ένα ταξίδι ενηλικίωσης ή μία προσπάθεια να νιώσεις πως μπορείς να τα βγάλεις πέρα μόνη/μόνος σ’ ένα άγνωστο μέρος. Αυτό το διαρκές βλέμμα του παρατηρητή, του outsider, αυτό το βλέμμα που αποκτάς μετά από κάποιες περιπλανήσεις είναι σωτήριο, και καλό είναι να καλλιεργείται από νωρίς. Κοσμοπολιτισμός σε τιμή ευκαιρίας.
Φυσικά, η σχετική περιπλάνηση περιλαμβάνει άθλια χόστελ, που μπορεί κανείς να ανεχτεί μόνον με την κατάλληλη εσωτερική προετοιμασία και επαναλαμβάνοντας διαρκώς το ξόρκι: «20 ευρώ τη βραδιά» ή «ό,τι πληρώνεις παίρνεις» και άλλα. Η υποχρεωτική συμβίωση με αγνώστους δεν είναι εύκολη πίστα (ειδικά για τα κορίτσια, και οι κοιτώνες που έχουν μόνο κορίτσια είναι πιο ακριβοί, ένας σπάνιος αντικατοπτρισμός των ανώτερων συνηθειών προσωπικής υγιεινής των κοριτσιών στους σκληρούς οικονομικούς δείκτες). Αλλά όλα παλεύονται, αρκεί να θέλει κανείς να τα δει κάπως πιο ρομαντικά. Μπορείς να σπάσεις την ταξιδιωτική μοναξιά μιλώντας με τους συγκατοίκους σου, για να φαίνονται και λιγότερο τρομακτικοί. Μπορείς να φλεξάρεις αγγλικά, γαλλικά ή άλλη γλώσσα και ν’ ανταλλάξεις δυο αστείες ιστορίες (συνήθως με τη βοήθεια του αλκοόλ από κάποιο αυτόματο μηχάνημα ή σούπερ μάρκετ), ν’ ακούσεις μουσική από το κινητό του αγνώστου. Εχει κάτι το ν’ ακούς μουσική μ’ αγνώστους, σ’ άγνωστα μέρη, στις εισόδους άθλιων χόστελ. Μεγαλώνει ο κόσμος σ’ αυτές τις κακοφωτισμένες συνοικίες.
Μετά, ανάλογα με το μέρος, μπορείς να μάθεις λίγη ή πολλή Ιστορία. Υπάρχουν πόλεις που περπατάς και μαθαίνεις Ιστορία, και δεν εννοώ αυτές τις τουριστικές παγίδες με τη δραματοποίηση ιστορικών γεγονότων και τα ογδόντα διαφορετικά βίντεο πάνω στην ίδια μάχη, αλλά τους ίδιους τους δρόμους ή τα μουσεία με αρχειακό υλικό και το ξενέρωτο βάιμπ ερευνητικού κέντρου. Αρκεί να έχεις λίγη υπομονή να διαβάζεις τις ενημερωτικές στήλες μες στο κρύο, στη ζέστη ή τη βροχή, κι αρκεί να θέλεις να κοιτάξεις γύρω σου με τη γνήσια περιέργεια του ταξιδιώτη. Μερικές πόλεις έχουν δωρεάν μουσεία μεγάλου ιστορικού ενδιαφέροντος (το Βερολίνο ή το Δουβλίνο, για παράδειγμα) και πολλοί χώροι τέχνης έχουν ειδικές τιμές για τους κάτω των 25 ή τους φοιτητές – ειδικά εντός Ε.Ε. Οι γκαλερί είναι, παραδόξως ή όχι και τόσο, τόπος συνάντησης των παλιών χρημάτων με τους κοσμοπολίτες φτωχούς.
Μπορεί κανείς να λιμνάσει με τις ώρες μπροστά στους πίνακες και στα γλυπτά και να αποσυρθεί μόνον όταν δεν αντέχει πια απ’ τη σωματική εξάντληση. Ολόκληρες μέρες στο Λονδίνο ή το Παρίσι μπορούν να φύγουν έτσι, κοιτώντας όμορφα πράγματα και τρώγοντας ρυζογκοφρέτες με μπόλικο νερό. Ισως ακούγεται μίζερο, αλλά δεν είναι, ειδικά αν είσαι είκοσι και κάτι μηνών. Μάλλον πιο μίζερο είναι να μην έχεις δει από κοντά Χόκνεϊ, Μπονάρ ή τους ιμπρεσιονιστές και να φτάνεις στην τρίτη δεκαετία της ζωής σου χωρίς το ψυχικό και διανοητικό απόθεμα που σου δίνουν τα χρώματα και η ατμόσφαιρα σε τέτοιου είδους πίνακες. Πώς γίνεται να μεγαλώνεις χωρίς τη σκέτη χαρά και τη γλυκιά εξάντληση μετά από μία ήσυχη ημέρα στην πινακοθήκη; Πάνω σε ποια βάση θα χτίσεις; Τι καταφύγια θα έχεις;
Οι ταξιδιώτες χαμηλού προϋπολογισμού τις νιώθουν στο πετσί τους τις πόλεις. Σ’ αντίθεση με τους τουρίστες, συνήθως δεν μένουν στις περιοχές του γκλάμουρ, αλλά σε κάποια επικίνδυνη μέχρι πρότινος γειτονιά που εγκαινιάζει την είσοδό της στο τζεντριφικέσιον με το άνοιγμα κάποιου φθηνού χόστελ. Μπορεί να μένουν κοντά σε σταθμούς τρένων ή στα αεροδρόμια, σε σημεία μετάβασης δηλαδή, εκεί όπου η παρατήρηση των ανθρώπων έχει άλλη χάρη λόγω της διαρκούς ροής και της κάπως δραματικής συνθήκης που δημιουργείται από τις ανακοινώσεις, τα ρολόγια, τους πίνακες αναχωρήσεων. Οι ταξιδιώτες χαμηλού προϋπολογισμού μπορεί να τρώνε από το σούπερ μάρκετ ή να φορτώνονται σε κάποιον ντόπιο που γνωρίζουν ώστε να μαγειρέψουνε μαζί. Συνήθως επισκέπτονται γνωστούς τους που κατοικούν μόνιμα σε άλλες πόλεις (ενδεχομένως για να κάνουν και κανένα μπάνιο). Ετσι ρίχνουν κλεφτές ματιές στη ζωή όπως είναι πραγματικά στο άλλο μέρος.
Μαθαίνουν τις τιμές στα ράφια του σούπερ μάρκετ και ζουν μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Βλέπουν τις πόλεις να ξυπνάνε και να κοιμούνται, τους υπαλλήλους να προσέρχονται προς εργασία, και ρουφάνε καθισμένοι στη στάση του τραμ χίλιες δυο εντυπώσεις που δεν μπορώ να περιγράψω χωρίς να φανώ πραγματικά ρομαντική γύρω από το ζήτημα του ταξιδιού με χαμηλό μπάτζετ. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θέλω να πω είναι πως υπάρχουν πράγματα που τα βλέπεις μόνον άμα εκτεθείς στην άγνωστη πόλη, αν αφήσεις τα ενδεχόμενα ανοιχτά, αν χάσεις τον έλεγχο της εμπειρίας. Κι υπάρχει μία πολύ ειδική χαρά που έχει να κάνει με το λιώσιμο των παπουτσιών και με την τυχαία ανακάλυψη κάποιου πάρκου (δεν είναι το ίδιο αν το έχεις δει στο μαπς).
Πώς μού ’ρθε να καταπιαστώ με τη ρομαντικοποίηση των ταξιδιών χαμηλού προϋπολογισμού; Βλέπω σχολεία ή μικρά παιδιά να ταξιδεύουν σ’ αυτές τις πτήσεις χαμηλού κόστους (που όλο και ακριβαίνουν) ή φοιτητές που ξεκουνιούνται, να πηγαίνουν κάπου, σε μια ξένη χώρα λίγους μήνες, και σκέφτομαι πως όλ’ αυτά, μαζί με την ικανότητα των ανθρώπων να ερωτεύονται και να στηρίζουν ο ένας τον άλλον, είναι τα πράγματα που φέρνω στον νου μου όταν οι ειδήσεις με χαστουκίζουν. Σκέφτομαι, δηλαδή, εντελώς ρομαντικά, πως κάποιοι θα περιπλανηθούν στα μεγάλα μουσεία και θα μορφώσουν μία γνήσια αγάπη για τα μεγάλα έργα και πως άλλοι θα περπατήσουν σε πόλεις σημαδεμένες από την ιστορία και θα πασχίσουν να βγάλουν συμπεράσματα. Και πως γενικά, καθώς θα μεγαλώνουν, αυτοί οι ταξιδεμένοι νεολαίοι θα διατηρούν μία μητροπολιτική αίσθηση μες στο μυαλό τους ακόμη και στο πιο απόμακρο νησί.
Νομίζω αυτό ήταν το όραμα κάποτε, όχι και τόσο παλιά: ειρήνη, κινητικότητα (χαζή λέξη, αλλά ακριβής) και ανοιχτά σύνορα/μυαλά. Μήπως αυτό υποχωρεί; Ο Γιόσεφ Ροτ, τεράστιος δημοσιογράφος, συγγραφέας και πλάνητας πριν αυτό γίνει κουλ, περιπλανιέται στην Ευρώπη που σκοτεινιάζει, μεταναστεύει οριστικά όταν ο Χίτλερ αναγορεύεται καγκελάριος του Ράιχ και γράφει από σημεία που βρίσκονται σ’ ένα μόνιμο «ενδιάμεσα». Λέει στο Hotel Savoy (έργο εξ ολοκλήρου δομημένο γύρω από τη ζωή σ’ ένα ξενοδοχείο που όμως λέει κάτι για τη ζωή σε μία Ευρώπη κατακερματισμού): «Ακόμα γεύομαι τη γλυκιά τελευταία τζούρα ενός κλεμμένου αποτσίγαρου, τα χρόνια της περιπλάνησης, την πίκρα των εξοχικών δρόμων – ακόμα νιώθω τα πόδια μου να πονούν[…]». Μήπως προσπαθώντας να εξαλείψουμε τον πόνο και το ξεβόλεμα που φέρνει η περιπλάνηση σ’ άγνωστες λεωφόρους, έχουμε χάσει την αληθινή γεύση των πραγμάτων; Και δεν αναφέρομαι στη γεύση των πόλεων ακριβώς, αλλά περισσότερο στη γεύση της ιδέας πως ο κόσμος είναι μια πόρτα ανοιχτή.