Η ιδέα ότι το ανθρώπινο είδος είναι ένα είδος εξερευνητών, και ότι είμαστε φτιαγμένοι για να ταξιδέψουμε στ’ άστρα και να κατακτήσουμε μακρινούς πλανήτες, είναι ελκυστική σε φιλοσοφικό και πολιτισμικό επίπεδο. Γίνονται ωραίες ταινίες και γράφονται ωραία βιβλία με αυτήν ως αφετηρία. Κατά τη γνώμη μου είναι, επίσης, λανθασμένη. Τα ανθρώπινα όντα δεν είναι εξερευνητές. Εχουν εξοντωτικά περιοριστικούς βιολογικούς περιορισμούς που τα κάνουν να μην πολυθέλουν να ζήσουν ακόμα και σε μέρη με λίγο διαφορετικό καιρό από αυτόν που έχουν συνηθίσει. Ναι, διαφόρων ειδών κίνητρα και ανάγκες μας έσπρωξαν να επεκταθούμε σε μεγάλο μέρος του πλανήτη και μέχρι και 400-500 χιλιόμετρα ψηλά στην ατμόσφαιρα (και εφτά φορές πήγαμε και στη Σελήνη) αλλά μας πήρε κάμποσες χιλιάδες χρόνια να ξεκουνηθούμε. Η συντριπτική πλειονότητα των 50-55 δισεκατομμυρίων ανθρώπων που υπήρξαν ποτέ, έζησαν ολόκληρες τις ζωές τους λίγο πολύ στο μέρος όπου γεννήθηκαν. Ο λόγος δεν είναι ότι είμαστε τεμπέληδες, νομίζω, αλλά κυρίως αυτοί οι βιολογικοί περιορισμοί. Είμαστε κατασκευασμένοι για να ζούμε ακριβώς σε αυτόν εδώ τον πλανήτη, με ακριβώς αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες. Και μάλιστα, μόνο σε κάποιες συγκεκριμένες περιοχές του. Δεν μπορεί κανένας άνθρωπος να ζήσει απάνω στο Εβερεστ ή στην Ανταρκτική για πολύ μεγάλο διάστημα. Δεν την παλεύουμε, ως βιολογικές οντότητες, μακριά από πολύ στενές και συγκεκριμένες παραμέτρους θερμοκρασίας, υγρασίας, ηλιοφάνειας και, βεβαίως, χωρίς εύκολη πρόσβαση σε τροφή και νερό ή με έστω και ελάχιστα διαφορετική σύσταση του αέρα. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπορεί να ονειρεύεται ταξίδια (και, βεβαίως, κι αυτός έχει όρια ικανοτήτων, χωρητικότητας) αλλά το ανθρώπινο σώμα λίγα πράγματα αντέχει.
Είδα πρόσφατα αυτό το βίντεο, που μου θύμισε το παράδοξο του Φέρμι.
Το παράδοξο του Φέρμι, το οποίο από ό,τι φαίνεται το θυμάμαι κάθε τέσσερα πέντε χρόνια περίπου (2019, 2015) λέει πως λογικά και βάσει των πιθανοτήτων ο γαλαξίας μας θα έπρεπε να είναι γεμάτος με ζωή. Τόσα δισεκατομμύρια ηλιακά συστήματα, τόσοι πλανήτες, τόσες πιθανότητες να εμφανίστηκε ζωή και έλλογα όντα, δεν θα έπρεπε κάποια από αυτά να έχουν ήδη φθάσει σε ένα επίπεδο ανάπτυξης που να τους επιτρέπει να ταξιδεύουν στα άστρα; Δεν θα έπρεπε κάποιους από αυτούς τους πολιτισμούς να μπορούμε εμείς, οι πιο πρωτόγονοι, να τους εντοπίσουμε κάπως, κάπου στο διάστημα; Υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις στο γιατί δεν έχουμε εντοπίσει κανένα σημάδι πουθενά, αν και ψάχνουμε τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Από το ότι τα δείγματα ύπαρξης τόσο εξελιγμένων πολιτισμών μπορεί να μην μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τα δικά μας υποτυπώδη μυαλά, μέχρι το «Μεγάλο Φίλτρο». Η υπόθεση δηλαδή ότι κάθε μορφή ζωής έχει ένα τεράστιο εμπόδιο στην εξέλιξή της που δεν της επιτρέπει να εξελιχθεί τόσο ώστε να καταφέρει να ξεπεράσει τα σύνορα του ηλιακού συστήματος, να φθάσει στα αστέρια και να συναντήσει άλλους πολιτισμούς. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, είτε τα νοήμονα όντα στο σύμπαν είναι όντως πάρα πολύ σπάνια είτε είναι πολλά, δεν φθάνουν ποτέ στο στάδιο εξέλιξης που να τους επιτρέπουν να φύγουν από το σπίτι τους. Μια άλλη απάντηση, ακόμα πιο δυσάρεστη, είναι η υπόθεση του «Σκοτεινού Δάσους», που έχει διατυπωθεί από διάφορους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας, αλλά έγινε διάσημη από το «The Three Body Problem» του Κινέζου συγγραφέα Λιου Σισίν (πρόσφατα έγινε και σειρά από το Netflix). Σύμφωνα με αυτήν, το σύμπαν είναι όντως γεμάτο με ζωή, και όντως κάποιες μορφές ζωής φθάνουν σε ένα επίπεδο εξέλιξης που μπορούν όχι μόνο να επικοινωνήσουν με άλλες αλλά και να ταξιδέψουν στα αστέρια. Δεν το κάνουν όμως και κρύβονται επίτηδες. Επειδή με το να κάνουν την ύπαρξή τους γνωστή στο σύμπαν, ξέρουν ότι σχεδόν σίγουρα θα προσελκύσουν άλλους επιτιθέμενους πολιτισμούς που θα έρθουν για να τους καταστρέψουν –πράγμα που γίνεται στο βιβλίο. Ενας άλλος συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, ο Γκρεγκ Μπεάρ, το περιέγραψε ωραία στο «The Forge of God»: «Ηταν κάποτε ένα βρέφος χαμένο στο δάσος, που έκλαιγε γοερά, και αναρωτιόταν γιατί κανείς δεν απαντά, ενώ προσέλκυε προς το μέρος του τους λύκους». Μπορεί να ισχύει αυτό. Εμείς να στέλνουμε ραδιοσήματα και διαστημόπλοια με χαιρετίσματα και τραγούδια φαλαινών, και αυτοί να έρχονται για να μας εξαφανίσουν.
Πιο πειστική εγώ βρήκα μιαν άλλη εξήγηση. Προέρχεται και πάλι από την επιστημονική φαντασία, που είναι και το κύριο όχημα για την ανθρωπότητα για να σκέφτεται και να εξετάζει τέτοια πράγματα. Η φιλοσοφία ή οι κοινωνικές επιστήμες δεν ενδιαφέρονται πάρα πολύ για τέτοια. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα. Η εξήγηση που μου αρέσει περισσότερο είναι η εξής: η ζωή δεν είναι ένα απλό όχημα για τη νοημοσύνη, αλλά κάτι αμιγώς εξαρτημένο από το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεται. Αυτοί που λένε ότι η ανθρωπότητα θα κατακτήσει τους πλανήτες και κάποτε θα ζούμε σε αποικίες στον Αρη σχεδόν σίγουρα κάνουν λάθος. Δεν γίνεται. Τα ανθρώπινα όντα, αν τα αντιλαμβανόμαστε ως μυαλά και σώματα, δεν μπορούν να μακροημερεύσουν μακριά από το σπίτι τους. Στον Αρη η θερμοκρασία, η ακτινοβολία, ο αραιός αέρας, η τοξική, καρκινογόνος σκόνη, η αβάσταχτη ελαφρότητα της βαρύτητας, το κρύο, η νέκρα, τα πάντα είναι ακατάλληλα για το ανθρώπινο σώμα. Εδώ σε λίγο ο κόσμος δεν θα μπορεί να ζει στη Μέση Ανατολή και περιοχές της Ινδίας, στον Αρη θα πάμε; Ισως σε πολλές δεκαετίες, ίσως σε αιώνες, αλλά όχι ως «άνθρωποι». Οχι ως Homo sapiens. Ως ανθεκτικά στις αντίξοες συνθήκες ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη; Μπορεί, γιατί όχι. Αλλά εμείς; Με τις τριχούλες μας που ορθώνονται όποτε κάνει ψύχρα; Εμείς, που μας πιάνει βήχας και τα ματάκια μας τσούζουνε όποτε έρχεται αφρικανική σκόνη και ο ουρανός βάφεται πορτοκαλής; Να πάμε να ζήσουμε στον Αρη και την Αφροδίτη; Με τίποτε.
Αυτή είναι η πιο πειστική απάντηση στο παράδοξο του Φέρμι, φρονώ. Οτι η ζωή είναι ένα πλανητικό φαινόμενο. Ξεκινά σε έναν πλανήτη και είναι μέρος αυτού του πλανήτη. Αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ειδικά για να προσαρμόζεται σε αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες, όχι σε άλλες. Εξελίσσεται και αποκτά διάφορες μορφές όλες προσαρμοσμένες για να ζουν ακριβώς εδώ. Πουθενά αλλού. Στο μυθιστόρημα «Aurora» του Κιμ Στάνλεϊ Ρόμπινσον το οποίο περιγράφει με ενάργεια και επιστημονική τεκμηρίωση μια ιστορία αποτυχίας της ανθρωπότητας να αποικίσει το διάστημα (από τον συγγραφέα, μάλιστα, του «Κόκκινου Αρη») βρήκα αυτήν την απάντηση στο παράδοξο του Φέρμι. Είναι ίσως η ακριβέστερη. «Οταν μια μορφή ζωής φθάσει στο σημείο να γίνει αρκετά έξυπνη για να ταξιδέψει μακριά από τον πλανήτη της», λέει ένας χαρακτήρας προς το τέλος, «έχει γίνει και αρκετά έξυπνη να μη θέλει να φύγει. Γιατί καταλαβαίνει ότι δεν γίνεται. Δεν μπορεί να γίνει. Οπότε μένει στο σπίτι της. Το απολαμβάνει. Γιατί όχι; Δεν κάνει καν τον κόπο να επικοινωνήσει με καμιά άλλη μορφή ζωής. Γιατί να το κάνει; Δεν θα έπαιρνε ποτέ απάντηση».