Ο καίριος λόγος του Αιμίλιου Χουρμούζιου

Ο καίριος λόγος του Αιμίλιου Χουρμούζιου

10' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κλείνουν σήμερα (16.9.2001) είκοσι οκτώ χρόνια από τότε που ο σημαντικός κριτικός της λογοτεχνίας και του θεάτρου, δημοσιογράφος, μεταφραστής και διανοητής Αιμίλιος Χουρμούζιος (1904-1973) έφυγε από κοντά μας. Η «K», σε συνεργασία με το Ιδρυμα Αιμ. Χουρμούζιου – Μ. Παπαϊωάννου (1985), το οποίο είναι υπεύθυνο για την καταγραφή και συντήρηση του αρχείου του και την εν γένει προβολή του έργου του, αναδημοσιεύει σήμερα ένα από τα τελευταία κείμενά του, το «Εγκώμιο της Σιωπής», θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη τού επί δεκαετίες εμπνευσμένου διευθυντή της. Το κείμενο που αποδεικνύει ότι ο Χουρμούζιος δεν «έφυγε», παραμένει παρών, επίκαιρος, και μπορεί να μας αγγίζει και να μας αφορά με έναν τρόπο που η χρονική απόσταση τον κάνει ακόμη πιο συνταρακτικό.

Ξεκινώντας από τη Λεμεσό της Κύπρου, από οικογένεια με δημοσιογραφική παράδοση (ο θείος κι ο πατέρας του διηύθυναν την εκεί εφημερίδα «Σάλπιγγα»), στα είκοσί του εκδίδει κιόλας την «Αβγή» -ναι, με βήτα!- (1924), που υπήρξε το πρώτο σημαντικό λογοτεχνικό περιοδικό της Κύπρου με αριστερό προσανατολισμό και ψυχαρική γλώσσα.

Ηρθε στην Ελλάδα το 1925 και από τότε δεν έπαψε να εκδίδει περιοδικά («Λογοτεχνική Επιθεώρηση» και «Νέα Επιθεώρηση»), να μεταφράζει έργα λογοτεχνικά και κοινωνικού προβληματισμού, να μελετά και να γράφει αδιάκοπα, είτε αρθρογραφώντας είτε εκδίδοντας βιβλία του.

Αφιέρωσε σχεδόν τέσσερις γόνιμες δεκαετίες της ζωής του στην «Καθημερινή», της οποίας υπήρξε αρχισυντάκτης (1931-40) και αργότερα διευθυντής, από το θάνατο του Γ. Βλάχου ώς το κλείσιμο της εφημερίδας από τη χούντα (1945-67).

Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος υπήρξε ακόμη ο άνθρωπος που λάτρευε το θέατρο (οι αναλύσεις και κριτικές του παρακολουθούν με ευαισθησία και οξυδέρκεια την πορεία του θεάτρου μας μεταπολεμικά) και που η θητεία του ως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου (1955-64), μια από τις λαμπρότερες εποχές του, συνδέθηκε με τη θεσμοθέτηση των Επιδαυρίων ως ετήσιου φεστιβάλ, με την αναβίωση της αριστοφανικής κωμωδίας, Αριστοφάνη -που δεν είχε ακόμη πάρει το δρόμο της, όπως η τραγωδία- και το άνοιγμα του Εθνικού προς νέους σκηνοθέτες, μουσικούς και ηθοποιούς.

Το πνευματικό του κύρος και η κριτική του ματιά πάνω στα λογοτεχνικά, θεατρικά αλλά και στα κοινωνικά πράγματα φανερώνονται καθαρά και πυκνά στα έργα του, όσα εκδόθηκαν στη διάρκεια της ζωής του: Ο Παλαμάς και η εποχή του, 1944 (1ος τ.), 1959-60 (2ος-3ος τ.) Ευγένιος Ο’ Νηλ, Ενας εικονοκλάστης του Θεάτρου, 1945 Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο εισηγητής του κοινωνιστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, 1946 Η δοκιμασία του Πνεύματος, 1950, ένας Ηθικός Απόλογος, όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει – ένα έργο για την ευρωπαϊκή κοινωνική και πνευματική πραγματικότητα μετά τους δύο μεγάλους πολέμους, ένα κείμενο μεγάλης τόλμης που αγγίζει το θέμα της ελευθερίας και της ευθύνης που αυτή συνεπάγεται.

Μετά το θάνατό του οι «Εκδόσεις των Φίλων» (από τις οποίες επανεκδόθηκαν και Η δοκιμασία του Πνεύματος -το 1976- και η μελέτη για τον K. Θεοτόκη -1979) εξέδωσαν μεγάλο μέρος από τα κατάλοιπά του, όπως τα συγκέντρωσε επιλεκτικά, από τις δημοσιεύσεις τους στην «Καθημερινή» ή αλλού και από χειρόγραφά του, ο Κώστας Τσιρόπουλος. Πρόκειται για μια σειρά τόμων που περιλαμβάνουν πολιτικά, φιλοσοφικά και κριτικά δοκίμια του Αιμ. Χ. (όπως συνήθιζε να υπογράφει) που είχαν, τα περισσότερα, δημοσιευτεί ως επιφυλλίδες ή είχαν παρουσιαστεί σε μορφή διαλέξεων.

Ο Χουρμούζιος στάθηκε ένας ασυμβίβαστος στοχαστής, ένας «νωρίς προδομένος» αριστερός, που έμεινε μόνος, και που κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στη σκοτεινή επταετία, όταν τον χτύπησε και η αρρώστια, είχε αποσυρθεί σε μια συνειδητή σιωπή, αρνούμενος να δημοσιεύει κείμενα και γενικά να συμμετέχει στο δημόσιο βίο. Η στάση του αυτή από πολλούς εκλήφθηκε ως παραίτηση, ως εγωκεντρισμός, ως προδοσία.

Κάποιοι, όπως ο K. Τσιρόπουλος, εκδότης του περιοδικού «Ευθύνη», δεν έπαψαν να τον «ενοχλούν» για να τον βγάλουν από την εθελουσία μόνωσή του, ζητώντας του να δημοσιεύσει κάτι. Το «Εγκώμιο της Σιωπής» είναι το δεύτερο και τελευταίο από αυτά τα κείμενα που ο Χουρμούζιος αποφάσισε να δώσει στην «Ευθύνη», και δημοσιεύθηκε τελικά το 1975, δύο χρόνια μετά το θάνατό του. Γραμμένο το 1968, πριν από τριάντα τρία ακριβώς χρόνια, το κείμενο αυτό μας αφήνει άφωνους με την προφητικότητά του και την τόσο ηχηρή, αλλά ποτέ κραυγαλέα σιωπή του.

Εβη Βασιλειάδη,

Φιλόλογος – ηθοποιός, υπεύθυνη του Αρχείου Αιμ. Χουρμούζιου

Εγκώμιο της σιωπής

Του Αιμίλιου Χουρμούζιου

Μέσα στον αλαλαγμό, ένας τρόπος αμύνης της ατομικής αξιοπρέπειας είναι, βέβαια, να σιωπάς. Αλλ’ ευθύς ανακύπτει το ερώτημα: ωφελεί η σιωπή τους άλλους, αυτούς που γίνονται τις πιο πολλές φορές η κόλαση και πολύ σπάνια η λύτρωσή σου; Η σιωπή είναι, το δίχως άλλο, ένας τρόπος αναχωρητισμού που συνήθως ασφαλίζει στο άτομο την περιοχή της πνευματικότητάς του με συρματόπλεγμα την αδιαφορία που θωρακίζει τη θέληση της μονώσεως. Εδώ το θέμα των άλλων δεν τίθεται ή αν τεθεί από τον ίδιο τον αναχωρητή, μηδενίζεται από την εγωϊστική διάθεση της αυτοπεριφρούρησης.

Εν τούτοις, όχι σπάνια, ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αυτοεγκλεισμός μέσα σε εθελούσια τείχη γίνεται γέφυρα επαφής, γίνεται προσκλητήριο ψυχικού συναγερμού των σιωπηλών. Τα στίγματα της σιωπής πληθαίνουν μέσα στον αλαλαγμό που τα περιβάλλει. Περισσότερη επιβολή, από οποιοδήποτε αγωνιστικό σύνθημα, είναι ικανή να έχει αυτή η ανοργάνωτη συμμαχία της σιωπής ανάμεσα στις τίμιες εκείνες συνειδήσεις που κατορθώνουν να νικήσουν τον πειρασμό της φωνής.

Ο στίβος των ιδεολογικών ανταγωνισμών διεκδικεί ασφαλώς τις τολμηρές παρουσίες. Αλλά οι παρουσίες ισοδυναμούν με θλιβερές αυτοχειρίες όταν είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι τα όπλα θα είναι άνισα. Και η εποχή μας, κυνική και ωφελιμιστική όσο πάει και πιο πολύ, δεν συγκινείται ούτε με τους ήρωες, ούτε με τους μάρτυρες, όταν οι ηρωϊσμοί και οι θυσίες μένουν χωρίς αντίκρισμα στην πρακτική δράση. Είναι περισσότερο πρόθυμη να δεχθεί και να χειροκροτήσει την τυφλή μαζική ανταρσία, παρά την ατομική καταβολή της ιδεολογικής πίστεως. Οι προφήτες, οι απόστολοι γίνονται δεκτοί μόνον ως «αγκιτάτορες». Η ανιδιοτέλεια της ιδέας έχει οριστικά καταργηθεί. Αυτός, άλλωστε, είναι και ένας από τους λόγους της παρακμής της φιλοσοφικής σκέψεως.

Ιδεολογική ανιδιοτέλεια

Η παρακίνηση προς τον ιδεολογικό αναχωρητισμό παρέχεται έντονη από τη συναίσθηση του αδύνατου της οργανώσεως των επί μέρους ιδεολογικών καταφάσεων και διότι οι καταφάσεις αυτές έχουν ως επί το πλείστον διαφορετικές αφετηρίες -οπότε η σύμπτωση των καθ’ έκαστα συμφωνιών είναι καθαρά περιστατική και τυχαία- και διότι τα σημεία της συναντήσεως διαρκώς μετατοπίζονται και μετατοπίζονται όχι ομοιομόρφως, ενώ οι εξωτερικοί παράγονες που ρυθμίζουν τις μετακινήσεις αυτές είναι συνήθως ταυτόσημοι. Τούτο σημαίνει ότι ακόμη και στον χώρο της ιδεολογίας υπεισέρχονται στοιχεία καθαρώς υποκειμενικά, οπότε θα ήταν βεβαίως δύσκολο να μιλήσει κανείς για ιδεολογική ανιδιοτέλεια.

Αλλά τι εννούμε ως ιδεολογική ανιδιοτέλεια; Οσοδήποτε κι αν επιχειρούσαμε μιαν αφαίρεση του προσωπικού ενδιαφέροντος, -ή ακόμη πιο θετικά: του προσωπικού συμφέροντος- θα υποχρεωθούμε τελικά να αναγνωρίσουμε ότι η οποιαδήποτε ιδεολογία προϋποθέτει μιαν ακραία επιδίωξη: την ανθρώπινη ευημερία. Ατομική και συλλογική. Η συλλογική ευημερία χαρακτηρίζει την ηθική ποιότητα της ιδεολογικής επιδιώξεως. Η ατομική ευημερία αντιπροσωπεύει ένα μόριο της συλλογικής ευημερίας. Αλλά όταν η ατομική ευημερία γίνεται αποκλειστικός σκοπός, η ιδεολογία σπανιώτατα αποχωρίζεται το εγωιστικό στοιχείο και βεβαίως χρωματίζεται έντονα από την ατομική ιδιοτέλεια. Ιδιοτέλεια υπάρχει και στην περίπτωση της επιδιώξεως της συλλογική ευημερίας αφού σε τελική ανάλυση το άτομο ωφελείται εξίσου με το σύνολο. Αλλά τότε η ιδιοτέλεια -που έστω υπάρχει- διαψεύδει τον ορισμό της. Ο ατομικός ευδαιμονισμός είναι θεμιτός μέσα στο θερμοκήπιο του ατομικού ευδαιμονισμού.

Ευδαιμονία και ύλη

Ωστόσο, από τα παλαιά χρόνια η έννοια της ευδαιμονίας είναι συνηρτημένη με πολύ αδρά και απτά χαρακτηριστικά. Η ύλη έχει αντιτεθεί αρκετά σχηματικά και κάπως χονδροκομμένα προς το πνεύμα. Οι λεγόμενες «απολαύσεις της ζωής» εκράτησε να ταυτίζονται με ό,τι το υλικά τερπνό προσφέρει ο ανθρώπινος βίος. Και η πνευματοφαγία του μηχανικού πολιτισμού, που σιγά σιγά υποτάσσει όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ζωής και τις διαποτίζει με τη δική του ηθική, διαλύει σταδιακά τον εσωτερικό κόσμο κι επιβάλλει έναν αυθάδη «εξιμπισιονισμό» που τείνει να καταργήσει τους μυστικούς εκείνους δεσμούς του κάθε ανθρώπου με το άλλο εγώ του, το ολοδικό του, το άλλοτε ζηλότυπα και σιδηρόφρακτα περιφρουρημένο. Η διεκδίκηση αυτού του εγώ γίνεται όλο ένα και πιο βασανιστική γιατί πολλές φορές παίρνει τον χαρακτήρα του επείγοντος, έπειτα από την απελπισμένη πάλη με τον οδοστρωτήρα του κονφορμισμού.

Αλλά αυτή, ακριβώς, η διεκδίκηση σύρει και τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο άτομο και το πλήθος, ανάμεσα στο εγώ και τους άλλους. Η προσπάθεια αυτή του διαχωρισμού, αυτός ο αγώνας για κάποια αυτονομία του ατόμου μέσα στο κοινωνικό σύνολο δεν είναι απλώς θεμιτός. Είναι η αναπνοή του σημερινού ανθρώπου στην ασφυκτική περίπτυξη του αγελαίου πνεύματος που επιβάλλει ολοένα και περισσότερο δεσποτικά ο μηχανικός πολιτισμός. Και εδώ πάλιν ο αγώνας είναι άνισος και οι αλλεπάλληλες ήττες δημιουργούν ποικίλες νευρώσεις και νοσηρότητες. Χρειάζεται αναντίρρητα μεγάλο θάρρος για να πορεύεται κανείς μόνος και πολλή αντοχή όχι για να μην υποκύπτει, αλλά για να προσαρμόζεται εκάστοτε προς τις αξιώσεις της ομαδικότητος χωρίς να προδίνη την περήφανη μοναξιά της ψυχής του.

Πνευματικός ασκητισμός

Μήπως, όμως, η μονήρης πορεία σε ατροπούς μονήρεις οδηγεί… στην έρημο; Εχει τότε κανείς το δικαίωμα να αξιώση τον οποιοδήποτε σύνδεσμο -και βεβαίως σύνδεσμο πνευματικό- με το κοινωνικό σύνολο; Η ειδική καταξίωση μιας τέτοιας ηθελημένης αποξενώσεως δεν είναι ο πνευματικός ασκητισμός; Ο αναχωρητής δεν απαλλοτριώνει εκουσίως την οποιαδήποτε διεκδίκηση πνευματικής επιρροής στην κοινωνική του περιοχή;

Το ερώτημα δεν έχει ασφαλώς άλλην απάντηση από εκείνη που θα συνεπήγετο η οποιαδήποτε απάρνησις της ολοκληρωτικής και απροσχημάτιστης αλληλεγγύης με το κοινωνικό σύνολο. Αλλά ο αναχωρητής το προεξοφλεί. Και αυτή η αγόγγυστη παραδοχή του αποχωρισμού και της μονώσεως εκφράζει την ανιδιοτέλεια της απαρνήσεως, εφόσον άλλωστε το κίνητρο της απαρνήσεως αυτής είναι η συναίσθηση της ριζικής ασυμφωνίας της ατομικής ψυχολογίας προς την κοινωνική της συγκεκριμένης ώρας. Η αδυναμία της προσαρμογής, αν αναχθή σε ζήτημα ευθύνης, είναι φανερό πως βαρύνει τον απροσάρμοστο.

Η «ενοχή» είναι ατομική, ανεξαρτήτως των ηθικών δικαιολογητικών της, η αξία των οποίων είναι επίσης υποκειμενική. Αλλά σε τι μπορεί να ενδιαφέρει τον αναχωρητή ο καταλογισμός της ευθύνης; Και τι νόημα μπορεί να έχει η ευθύνη του είδους αυτού όταν οι δεσμοί της ηθικής συναρτήσεως ατόμου και κοινωνικού συνόλου έχουν αποκοπή ακριβώς λόγω της εκπτώσεως, στη συνείδηση του ατόμου, των αξιών που είναι αξονικοί πυρήνες της ζωής του συνόλου;

Αδιαφορία για τους συμμάχους

Η λέξη «σύνολο» δεν πρέπει να νοηθεί αριθμητικά. Πρέπει μάλλον να νοηθεί ως το κοινωνικό εκείνο μέγεθος που προσδιορίζει την κοινωνική φυσιογνωμία. Και η αντίθεση του ατόμου προς την κοινωνική του περιοχή χαρακτηρίζει μιαν αφηρημένη αριθμητική σχέση. Η φυσιογνωμία των κοινωνιών δεν προϋποθέτει την ομαδική κατάφαση, αλλά την κυριαρχία των αξιών εκείνων που μπορούν να επιβάλλονται δυναμικά επάνω στις άλλες, αντίρροπες ή απλώς διάφορες. Ετσι, η περίπτωση του ατόμου που αποχωρίζεται από την κοινωνία και κατά κάποιο τρόπο αποκεντρούται, απαλλοτριώνει για τον εαυτό της την αντίθεση, ανεξαρτήτως των ενδεχομένων άλλων, ατομικών επίσης, αντιθέσεων.

Με άλλες λέξεις, ο απαρνούμενος τις κοινωνικές αξίες του καιρού του αδιαφορεί αν στην άρνησή του έχει ή δεν έχει συμμάχους. Το αντίθετο θα οδηγούσε στη δημιουργία αιρέσεων, δηλαδή ομάδων ατόμων με συγγενείς ή ταυτόσημες ιδεολογικές πεποιθήσεις – πράγμα ασφαλώς νόμιμο όταν οι αιρέσεις αυτές έχουν ως κίνητρο την ενεργητική τους προβολή και τη μαχητική δραστηριότητα με αντικειμενικό σκοπό την κοινωνική αλλαγή.

Αλλά ο αναχωρητής μένει δύσπιστος απέναντι των ομαδικών αυτών δραστηριοτήτων. Γνωρίζει από μακρότατη πείρα πως οι διαφοροποιήσεις και μέσα στις αιρέσεις καραδοκούν και οι πικρές απογοητεύσεις επακολουθούν. Αλλωστε, αυτές οι απογοητεύσεις και οι αλλεπάλληλες οδυνηρές διαψεύσεις παλαιών ιδεολογικών πίστεων έχουν οδηγήσει τον ταλαιπωρημένο θηρευτή του ιδεώδους στη θέση της εκουσίας παραίτησης. Ο αναχωρητής ανήκει στους θλιμμένους desperados της ιδέας.

Οι διαλαλητές της αγωνιστικής ιδεολογίας θα προσβλέπουν προς αυτή την ιδεολογία της παραίτησης, του αυτοεγκλεισμού, μεέσχατη περιφρόνηση.

Πιστεύουν παρά δυσπιστούν

Τα επιχειρήματα προσφέρονται εύκολα και ακόμα πιο εύκολα και πρόχειρα είναι τα συνθήματα της ομαδικής πάλης και του περίφημου engagement. Οι άνθρωποι στους καιρούς μας είναι περισσότερο πρόθυμοι να πιστεύουν παρά να δυσπιστούν. Βέβαια, η τραγική πείρα που έχει συγκομισθεί εδώ και μισόν αιώνα θα παρακινούσε μάλλον προς τη δυσπιστία παρά προς την εμπιστοσύνη.

Αλλά συνήθως πιστεύουν όσοι δεν είναι διατεθειμένοι να γίνουν μάρτυρες της πίστεώς των και θεωρούν τη στράτευσή των σε μιαν ιδεολογία σαν μια υποχρεωτική θητεία που βιάζονται να την εκτίσουν όπως όπως για να πάρουν όσο γίνεται πιο γρήγορα το απολυτήριό τους…

Υπό τους όρους αυτούς, η πίστη και η στράτευση στην πίστη -την οποιαδήποτε- είναι ένα διάλειμμα ζωής, που προσπορίζει χρήσιμους αγωνιστικούς τίτλους. Εκείνοι που δυσπιστούν και που αρνούνται να πιστεύουν και πάλιν -σ’ ο,τιδήποτε- είναι διότι πίστεψαν πολύ είχαν δεθεί με τον φανατισμό των ποντοπόρων που ώργωναν παρθένες θάλασσες.

Οι δύσπιστοι ίσως μένουν οι άνθρωποι του περιθωρίου. Δεν βλάπτει. Είναι πάντοτε η πολύ μικρή μειοψηφία. Και είναι προτιμότερον να απέχουν παρά να γίνονται διαλυτικά στοιχεία της συλλογικής προσπάθειας ή, στην ελαφρότερη περίπτωση, στρατιώτες χωρίς ιδεώδες και χωρίς πίστη. Οι άνθρωποι αυτοί ίσως να διανύσουν την τροχιά της ζωής τους χωρίς να περιμένουν τίποτε, χάνοντας όλες τις ευκαιρίες που είναι δυνατόν να προσπορίσει ο δημόσιος και κοινωνικός βίος. Ας έχουν την ικανοποίηση πως κέρδισαν την ψυχή τους. Είναι το κέρδος της σιωπής μέσα στον αλαλαγμό.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT