Καλοί, κακοί, φτωχοί και πλούσιοι

Καλοί, κακοί, φτωχοί και πλούσιοι

3' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τη δεύτερή τους ταινία, «Το Κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο», ο Μιχάλης Ρέππας και ο Θανάσης Παπαθανασίου κατάφεραν να διατηρήσουν τη σχέση τους με το ευρύ κοινό. Χρησιμοποιούν τα κλισέ του «παλιού καλού» ελληνικού κινηματογράφου μέσα από την ιστορία της αντιπαράθεσης δύο οικογενειών, της πλούσιας Τζέλλας Δελαφράγγα και της φτωχιάς Λαυρεντίας Μπισμπίκη. Οι δύο βασικές πρωταγωνίστριες της ταινίας, Αννα Παναγιωτοπούλου και Μίρκα Παπακωνσταντίνου μας μίλησαν για τις υπερβολές των ρόλων τους και τη σχέση τους με εκείνες τις ταινίες.

– Οι ρόλοι σας είναι άσπρο-μαύρο; Η Λαυρεντία είναι μόνο καλή και η Τζέλλα μόνο κακιά;

Μ.Π. Η Λαυρεντία είναι πάρα πολύ φτωχιά. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της.

Α.Π. Υπάρχει το δεδομένο: Φτωχός-καλός, πλούσιος-κακός. Σε σχόλια όμως, η Λαυρεντία λέει τέρατα, έχοντας τις δικαιολογίες της.

– Η Τζέλλα είναι σαν την Τασσώ Καββαδία;

Μαζί: Είναι Μαίρη Χρονοπούλου σε κάποιες ταινίες… Θυμάσαι το «Κοινωνία ώρα μηδέν» με τον Κούρκουλο;… Κλείνει το μάτι σε πολλές ταινίες.

Α.Π.: Εγώ πάντως αισθάνθηκα ξανά σαν τα παιδιά που γυρνάνε από το σινεμά και παίζουν στον καθρέφτη αυτό που είδαν, φορώντας ένα κομπινεζόν της μαμάς τους και τακούνια. Οτι είμαι ένα μωρό παιδί, που παίζει ό,τι έχει δει στο σινεμά όλα αυτά τα χρόνια.

– Δουλεύετε ξανά μαζί με την ίδια ομάδα. Είναι ευκολότερη έτσι η δουλειά;

Μ.Π.: Ολοι ακουμπάμε σε κάτι που ξέρουμε και νιώθουμε ασφάλεια.

Α.Π.: Η ταινία έγινε από μια παρέα ανθρώπων. Δεν υπήρχε κανείς που να ντρέπεσαι να κάνεις μπροστά του αυτές τις αηδίες που κάναμε. Δεν σκέφτεσαι ότι σε παίρνει και μια κάμερα κι αυτό είναι μια νίκη των παιδιών (Ρέππα – Παπαθανασίου). Μετά σκεφτόμασταν ότι θα μας δει κι ο κόσμος.

– Τις γυναίκες που ενσαρκώνετε στην ταινία τις συμπαθείτε;

Α.Π.: Δεν έχεις περιθώρια να τις συμπαθήσεις ή όχι. Τις αγαπάς στον βαθμό που έχεις αγαπήσει το ελληνικό σινεμά και τις κοροϊδεύεις στον βαθμό που το έχεις κοροϊδεψει. Δεν πρόκειται για χαρακτήρες υπαρκτούς, αν και έχουν υπάρξει στο σινεμά. Κάναμε μια σκηνή με την Καβογιάννη (η τυφλή κόρη Μάρθα) και έλεγα ότι θα φάμε ξύλο. Και μετά είδα μια ταινία με τη Βούρτση, που έκανε ακριβώς τα ίδια. Τα έχουμε δει στις ταινίες και τα έχουμε αποδεχτεί.

Μ.Π.: Κάποιοι ηθοποιοί, ο Κατράκης, η Βούρτση, το υποστήριξαν το χάρτινο, το ακραίο, γιατί ήταν καλοί ηθοποιοί.

– Αυτές τις ταινίες όμως όλοι δεν τις έχουμε κοροϊδέψει;

Α.Π.: Εμείς δεν τα κοροϊδεύουμε αυτά. Είναι πράγματα που τα έχουμε αγαπήσει. Εχουμε γοητευθεί από αυτές τις ταινίες. Περνάει μέσα τους η ιστορία της Ελλάδας. Είναι βέβαια και πολλές που δεν βλέπονται.

Μ.Π.: Γελάς με το ακραίο του σεναρίου.

– Σαν θεατές, πώς βλέπετε τα μελό;

Α.Π.: Με νοσταλγία, όχι όμως γιατί δεν γυρίζονται πια τέτοιες ταινίες, αλλά επειδή είναι μια εποχή που έχει φύγει, που είχε πολλή αφέλεια. Δεν απευθύνονταν σε αφελείς ανθρώπους, η εποχή είχε αφέλεια. Τις βλέπω ακόμη στην τηλεόραση.

Μ.Π.: Κι εγώ τις βλέπω. Ορισμένες -κυρίως τις κωμωδίες- τις βλέπεις και διακόσιες φορές. Είναι διαμάντια.

Α.Π.: Και είναι ένα είδος, κυρίως και πάλι η κωμωδία, που δεν υπήρξε πουθενά αλλού στον κόσμο. Υπήρχε δημιουργία με βάση τους ηθοποιούς.

Μ.Π.: Κλείνουμε το μάτι στην αφέλεια και τις ακρότητες του σεναρίου, στις απανωτές συμπτώσεις που υπήρχαν για να δακρύσει ο θεατής. Η απανωτή δυστυχία του φτωχού, η κυριαρχία του πλούσιου, το χάπι εντ από έναν από μηχανής Θεό.

– Θα μπορούσατε να δείτε τον εαυτό σας σε ταινίες εκείνης της εποχής;

Α.Π.: Δεν μπορούμε να απαντήσουμε γιατί δεν ζήσαμε αυτές τις συνθήκες. Η Βούρτση για παράδειγμα είχε πει ότι αυτό της προτάθηκε στο σινεμά, αυτό έκανε, ενώ έπαιζε άλλα πράγματα στο θέατρο.

Μ.Π.: Στην εποχή τη δική μας όμως δεν κάναμε βιντεοκασέτες.

Α.Π.: Οι κασέτες ήταν εκ προοιμίου ξεφτίλες.

Μ.Π.: Για εκείνες τις ταινίες, εγώ πιστεύω ότι θα τις έκανα.

Α.Π.: Εμείς ξεκινήσαμε σε μια εποχή επαναστατική μέσα στη χούντα και χρειάστηκε να μεγαλώσουμε για να πούμε ότι εντάξει, μπορεί να κάνουμε και τηλεόραση. Είμασταν κόντρα σε ό,τι κατεστημένο. Αν είχαμε μεγαλώσει δέκα χρόνια πριν, δεν ξέρω πώς θα είχαμε διαμορφωθεί και πώς θα αντιμετωπίζαμε τη δουλειά.

– Τώρα σατιρίζετε το σινεμά της δεκαετίας του ’50. Σε 50 χρόνια τι θα μπορούσε να σατιρίσει κάποιος;

Α.Π.: Ο,τι συμβαίνει σήμερα στην τηλεόραση. Σε 50 χρόνια βέβαια μπορεί και να μας φαίνεται καλό το σήμερα, όμως οι ειδήσεις, τα τοκ σόου, το Big Brother, το σόου του Σεφερλή προφανώς αποτελούν αντικείμενο σάτιρας.

Μ.Π.: Θα μπορούσε να σατιρίσει κανείς και την Επίδαυρο ανετότατα.

– Ο τίτλος «Το Κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο» πώς προκύπτει;

Α.Π.: Δικαιώνει όλο το μελό σ’ έναν βαθμό. Εγώ πάντως τον Παράδεισο τον έχω στο μυαλό μου γελαστό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή