ΠΡΟΣΩΠΑ

5' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τις τελευταίες ημέρες βρέθηκα να ξεφυλλίζω το βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Ρόμπερτ Κάπλαν, «Η Επερχόμενη Αναρχία» (εκδόσεις Ροές). Ενα βιβλίο αρκετά επίκαιρο, κυρίως όμως αρκετά προφητικό, καθώς ο συγγραφέας μ’ έναν εξαιρετικά σπάνιο για νέο άνθρωπο ρεαλισμό, περιγράφει τον τρόπο που ο πλανήτης μας θα εισέλθει -αν δεν έχει ήδη εισέλθει- σε περίοδο αναρχίας, με τα σύνορα να διαλύονται και τους εθνικισμούς να ενισχύονται.

Ο Κάπλαν που έγινε γνωστός στην Ελλάδα μέσα από το βιβλίο του «Το Φάντασμα των Βαλκανίων», ανατρέπει τις εκτιμήσεις των ιδεαλιστών με έναν τρόπο που φαντάζει κυνικός, γράφει ο καθηγητής Χουλιάρας που υπογράφει το εισαγωγικό σημείωμα. Η δημοκρατία, λέει ο Κάπλαν, δεν αποτελεί λύση για τα προβλήματα των φτωχών χωρών. Τα τελευταία δεν χρειάζονται δημοκρατικά καθεστώτα, αλλά πεφωτισμένες δεσποτείες! Η δημοκρατία έπεται και δεν προηγείται της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ σε συνθήκες φτώχειας δρα αποσταθεροποιητικά.

Ισως για όλους εμάς που από τα πρώτα χρόνια στα θρανία γαλουχηθήκαμε με την ιδέα του αγαθού της δημοκρατίας -που στη συνέχεια βέβαια το ποδοπατήσαμε ή ασελγήσαμε σε βάρος του προκλητικά, αγγίζοντας τα όρια της ασυδοσίας- οι σκέψεις του Κάπλαν να λειτουργούν ανασταλτικά. Ωστόσο, φοβάμαι πως ο συγγραφέας έχει απόλυτο δίκιο, στο σημείο που λέει ότι ζούμε σ’ έναν πλανήτη διαιρεμένο ανάμεσα σε κοινωνίες, όπως οι δικές μας που παράγουν αγαθά, τα οποία ο υπόλοιπος κόσμος επιθυμεί και σε κοινωνίες που είναι βυθισμένες σε διάφορες μορφές χάους. Ωστόσο, η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού κατοικεί σε αυτές τις χαοτικές κοινωνίες. Γι’ αυτό και η αναρχία, η επερχόμενη αναρχία, θα πρέπει να απασχολήσει πάραυτα εκείνους που σκιαγραφούν τον πλανητικό πίνακα, τις περισσότερες φορές στην πίσω πλευρά ενός πακέτου τσιγάρων.

Οχι για να μας δώσουν απαντήσεις. Ούτε βέβαια για να προλάβουν την αναρχία. Αλλά για να συνειδητοποιήσουν αυτό που δεν συνειδητοποίησαν οι μεταναπολεόντειοι ηγέτες, οι οποίοι ύστερα από κάποιες δεκαετίες ειρήνης στην Ευρώπη έχασαν την τραγική αίσθηση του παρελθόντος και σύρθηκαν χωρίς ενδοιασμούς στους μεγάλους παγκοσμίους πολέμους του 20ού αιώνα.

Γι’ αυτό κι εμείς δεν κάνουμε τίποτ’ άλλο από το να αναζητούμε μικρά φωτεινά διαλείμματα. Καταπραϋντικά της σκέψης, προωθητικά της ελπίδας που ο καθένας κρύβει μέσα του και που μπορεί να υπάρχει σ’ ένα ξεχασμένο έργο τέχνης, σε μια πινελιά στον τοίχο της γειτονιάς του, σε μια κινηματογραφική ταινία που δεν καταφέρνει να γεμίσει ασφυκτικά την αίθουσα.

Σ’ αυτήν τη λογική θα μπορούσε να σταθεί η έκθεση στο Μουσείο Καλών Τεχνών στο Μπορντό της Γαλλίας. Μια έκθεση με έργα Αμερικανών καλλιτεχνών που αποτελεί μικρό δείγμα γραφής της τέχνης που αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες σε ανύποπτους ειρηνικούς χρόνους, τότε που η Ευρώπη έπλεε σε πελάγη δημιουργικής φαντασίας.

Η αλήθεια είναι ότι η Ευρώπη με τις ακαδημίες της, τις σχολές της, τους ζωγράφους και τους γλύπτες της είχε την πρωτοκαθεδρία στην τέχνη. Φαίνεται όμως ότι λίγο μετά την έλευση του 20ού αιώνα, η Αμερική έκανε τη δική της υπέρβαση και σφυρηλάτησε μέσα από τα δικά της βιώματα, νέες τεχνοτροπίες που ασχέτως αν ταιριάζουν στο μάτι το φιλότεχνου παρατηρητή, από μόνες τους αποτελούν τον καθρέφτη μιας ολόκληρης γεωγραφικής έκτασης, κυρίως όμως τον καθρέφτη της ψυχής των ανθρώπων της. Ετσι, τις τελευταίες ημέρες, μια έκθεση στο Μπορντό της Γαλλίας με έργα Αμερικανών καλλιτεχνών των αρχών του 20ού αιώνα -80 πίνακες, 35 γκράφιτι, πολλές φωτογραφίες και μερικά γλυπτά είναι η απάντηση στην ευρωπαϊκή ιστορία της τέχνης. Εργά λιτά, βγαλμένα από την καθημερινή ζωή του Αμερικανού αγρότη, όπως το έργο του Γκραντ Γουντ «Η Ανοιξη στην Εξοχή», αλλά και δείγματα της κυοφορούμενης τότε αστικής ανάπτυξης, όπως το έργο του Ράιμον Τζόνσον που δεν επιχειρούν να συναγωνιστούν έναν Πικάσο ή έναν Ρενουάρ. Μιλάνε όμως εκείνη την άλλη γλώσσα της αλήθειας. Αυτήν που σήμερα, κάτω από το αγχωτικό κλίμα ενός απροσδόκητου πολέμου, αποκτά τη σημασία που μπορεί να έχει η εξιλέωση ενώπιον του παγκόσμιου κοινού ένας καλλιτέχνης. Ζωντανός ή νεκρός.

Ζωντανός ή νεκρός, λοιπόν. Οπως ακριβώς έχει ζητήσει ο πρόεδρος Μπους να του φέρουν τον Οσάμα Μπιν Λάντεν. Τον Σαουδάραβα Κροίσο, του οποίου ένας από τους αδελφούς διερρήγνυε μεσοβδόμαδα τα ιμάτιά του, φοβούμενος μην τύχει και τον πάρουν κι αυτόν για τρομοκράτη. Ομως, ζωντανές και νεκρές, χωρίς να το έχει ζητήσει κανείς, είναι οι δύσμοιρες γυναίκες του Αφγανιστάν. Πάμφτωχες, πεινασμένες, άρρωστες, χωρίς λίγες σταγόνες νερού να βρέξουν τα διψασμένα χείλη τους, ετοιμόγεννες και μόνες στα καραβάνια των προσφύγων, δεν υπομένουν απλώς τον πόλεμο, δεν εκτείθενται ανεπανόρθωτα στις αμερικανικές βόμβες, υπόκεινται και στη βαρβαρότητα των συμπατριωτών τους. Εχει γραφτεί ότι στα θρησκευτικά σχολεία του Αφγανιστάν και του Πακιστάν, εκεί όπου μικρά παιδιά διδάσκονται την τέχνη του πολέμου και του μίσους, ένα από τα σπουδαιότερα μαθήματα έχει να κάνει με τη μορφοποίηση του εχθρού. Και ο εχθρός δεν είναι απλώς ο ξένος, ο Δυτικός πολίτης. Είναι η γυναίκα της Δύσης. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι οι ίδιες οι δικές τους γυναίκες.

Σήμερα, όπως γράφουν οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», στο Αφγανιστάν κάνει δειλά την εμφάνισή του ο Επαναστατικός Σύνδεσμος για τις Γυναίκες. Μια οργάνωση που φαίνεται να αντιτίθεται τόσο στη βία των Ταλιμπάν όσο και σ’ αυτήν της Βορείου Συμμαχίας (είπε κανείς ότι αυτοί οι κατσαπλιάδες είναι καλύτεροι;). Στις μεταξύ τους συζητήσεις οι γυναίκες της οργάνωσης αναζητούν απαντήσεις στον μισογυνισμό και τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα των ανδρών και οι λίγες που μπορούν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, προσπαθούν να πείσουν τους συνομιλητές τους ότι το Αφγανιστάν δεν χρειάζεται μια ακόμη θεοκρατική κυβέρνηση. Γιατί, αν πράγματι η μετα-Ταλιμπάν εποχή αποδειχθεί εξίσου διαβρωμένη από ένα διαστρεβλωμένο Κοράνι, τότε, τα λιγοστά σχολεία με τις, σαν γαλάζια οπτασία, κοπέλες θα κλείσουν. Η απουσία ιατρικής βοήθειας θα οδηγήσει στον θάνατο εκατομμύρια γυναίκες και τα παιδιά τους και το μέλλον θα διαγραφεί διά παντός από το κακοτράχαλο Αφγανιστάν, αυτό το νεόφερτο -πλην παμπάλαιο τελικά- πεδίο ανταγωνιστικής αντιπαράθεσης της Δύσης.

Κάποιος είχε πει πως σημασία έχει η δύναμη του πολεμιστή. Το ψυχικό του σθένος, καθώς βρίσκεται εκτεθειμένος στη σφαίρα του εχθρού. Κι αυτός είναι που αξίζει κάθε βοήθεια, κάθε προστασία. Ναι, αλλά λησμονούμε κάτι πολύ σημαντικό: από τη γυναίκα εκπορεύεται η ίδια η ζωή, ο ίδιος ο πολεμιστής, ο ίδιος ο φιλήσυχος πολίτης του κόσμου. Κι αν αυτή η ανώνυμη εργάτρια της ζωής δεν προστατευτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τότε ποιος θα μπορεί να μιλάει για ειρήνη και για πόλεμο στον πλανήτη Γη;

Τα κοστούμια υπογράφει ο πεπειραμένος Γιώργος Πάτσας. Προσεγμένες δημιουργίες που μιλάνε όμως μια άλλη γλώσσα από αυτήν την αυστηρή, απέριττη του Γιάννη Κουνέλλη. Δύο αισθητικά διαφορετικοί κόσμοι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή