ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ

3' 44" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ναι, στο πέμπτο της μυθιστόρημα «Φτωχή Μάργκο», η Σώτη Τριανταφύλλου βρήκε, νομίζω, το σωστό ρυθμό – ένα ρυθμό που νανουρίζει και συγχρόνως εκμαυλίζει, ένα ρυθμό που καθησυχάζει και ταυτόχρονα οδηγεί στην καταστροφή.

Αφήνοντας πίσω της τη μεσογειακή λεκάνη του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα όπου εκτυλισσόταν η ιστορία του προηγούμενου μυθιστορήματος «Το εργοστάσιο των μολυβιών» (2000), η πεζογράφος μεταφέρεται τώρα στο χώρο των παλαιότερων βιβλίων της, στην απέραντη αμερικανική ήπειρο. Σχολιάζοντας το θέμα της μοναξιάς και της πλήξης, τα πρώτα αυτά έργα («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», 1996 και «Υπόγειος ουρανός» 1998) ήταν και τα ίδια αρκετά πληκτικά. Το «Φτωχή Μάργκο» κατορθώνει αντιθέτως να συμπαρασύρει τον αναγνώστη στο περιπετειώδες εσωτερικό ταξίδι της περιθωριακής, σκληροτράχηλης και ωστόσο τρυφερής ηρωίδας, που αδιάκοπα παλεύει αλλά αδυνατεί να υπερβεί το αφιλόξενο περιβάλλον, στο οποίο βρέθηκε αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.

Γραμμένη στα αγγλικά και μεταφρασμένη από την Αλεξάνδρα Κονταξάκη (Πατάκης, σ.σ. 387), η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση έχει τη μορφή του ημερολογίου – ενός ημερολογίου που συχνά διακόπτεται από μεταγενέστερες παρατηρήσεις της ηρωίδας, όταν πολύ αργότερα, θα ξαναδιαβάσει τα γραπτά της.

Πάνω στα χρόνια της άγριας εφηβείας, η μουσικά προικισμένη και άκρως αντισυμβατική Μάργκο εγκαταλείπει την πληκτική επαρχία και τη σκληρόκαρδη οικογένειά της για να βρεθεί στο Λος Αντζελες. Το ταλέντο και το πάθος της για τη σκληρή ροκ θα τη βοηθήσουν να κάνει φίλους και να βρει δουλειά. Παρά την ανακούφιση που νιώθει μακριά από την αποπνικτική της επαρχία, παρ’ ότι οι άνθρωποι που την περιβάλλουν είναι μάλλον καλόκαρδοι και τρυφεροί, παρ’ ότι και η ίδια αρχίζει, κάτω από αντίξοες είναι αλήθεια συνθήκες, να δημιουργεί σιγά σιγά μια καριέρα, η Μάργκο, ωστόσο, κατρακυλά. Το γιατί δεν είναι ξεκάθαρο, δείχνει ωστόσο αναπόφευκτο. Οι απειλές των δικών της μοιάζει εν τέλει να προσελκύουν τις καταστροφές από τις οποίες υποτίθεται ότι ήθελαν να την προφυλάξουν. Εξίσου δύσκαμπτη με αυτούς, η Μάργκο θα μείνει προσκολλημένη σε έναν ανεκπλήρωτο μεγάλο έρωτα που θα τη στρέψει προς το δρόμο των ναρκωτικών. Οκτώ χρόνια από τότε που εγκαταλείπει το σπίτι της, τη συναντάμε έτσι, σε αδυναμία να ζήσει ή να πεθάνει, να μπαινοβγαίνει από τις κλινικές αποτοξίνωσης.

Κείμενο σχοινοτενές σαν μπαλάντα, η «Φτωχή Μάργκο» είναι ένα μυθιστόρημα σκληρότητας, μοναξιάς, λύπης αλλά και τρυφερότητας και αγάπης. Αποτελείται από μια σύνθετη μουσική φράση που αδιάκοπα επαναλαμβάνεται σε διάφορες παραλλαγές. Την κορυφαία εκδοχή πλάι στην υπέρβαρη Τσάρλι, τον ομοφυλόφιλο Αλ και τον πρώην ρόουντι Γκρεγκ, την αποτελεί η ήπια, γλυκιά ξαδέλφη Γουάντα. Κι αν στην αρχή τα φουσκωτά μαλλιά και τα καλοβαμμένα νύχια, το πάθος της για τα σίριαλ και η ατελείωτη φλυαρία την παριστάνουν σαν μια συνηθισμένη σαχλή Αμερικάνα, η Γουάντα αναδεικνύεται σιγά σιγά στο alter ego της Μάργκο καθώς σε αντίθεση προς την ηρωίδα, τα καταφέρνει με ό,τι κι αν καταπιαστεί. Με τη χάρη έτσι του ψαριού μέσα στο νερό, η Γουάντα θα ανδειχτεί σε ένα μεγάλο αστέρι μουσικής, μεταμορφώνοντας τους πάντες και τα πάντα τριγύρω της.

Δύο μόνο πρώτα λόγια για το σημαντικό βιβλίο του George Steiner «Οι Αντιγόνες» (Καλέντης, μετ. Βασίλης Μάστορης – Πάρις Μπουρλάκης, σ.σ. 495). «Στον αστερισμό των επτά σωζόμενων τραγωδιών του Σοφοκλή, η «Αντιγόνη», παρατηρεί ο συγγραφέας, θεωρείται το λαμπρότερο αστέρι. Αυτή η υπερβολική συχνά εκτίμηση, αφορούσε άλλοτε τη μορφή της ηρωίδας, άλλοτε το ίδιο το έργο, άλλοτε έναν ασαφή συνδυασμό και των δύο. Στις διαλέξεις του για την Αισθητική, ο Χέγκελ έχει αποκαλέσει το έργο, ένα από τα υψηλότερα και πιο ολοκληρωμένα, από κάθε άποψη, έργα τέχνης που δημιούργησε ποτέ η ανθρώπινη προσπάθεια. Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, συνεχίζει ο George Steiner, δεν είναι τυχαίο κείμενο. Είναι από τις κινήσεις με διάρκεια και θέση στον κανόνα, στην ιστορία της φιλοσοφικής, λογοτεχνικής και πολιτικής μας συνείδησης. Και το στοιχείο που εμφανίζεται και κατέχει η κομβική θέση στη μελέτη τούτη, είναι η απόπειρα να απαντήσουμε στο ερώτημα, γιατί άραγε μια δράκα αρχαίων μύθων να συνεχίζουν να κυριαρχούν και να προσδίδουν ζωτικό σχήμα στη δική μας αίσθηση του Εγώ και του Κόσμου. Γιατί άραγε οι «Αντιγόνες» να είναι αληθινά αιώνιες και άμεσα παρούσες;

Υποτίθεται ότι μας αποκαλύπτουν αυτό που τόσο καιρό υποψιαζόμαστε (διότι από καταβολής κόσμου, από τον Ελληνα δεν ξεφεύγει καμία -μα καμία- κρυφή αλήθεια, πλεκτάνη ή συνωμοσία): τη «φασίζουσα Αμερική» με τα πολιτικά αδαή, αλαζονικά, ανιστόρητα «αμερικανάκια» (ενώ το μείζον ζήτημα σχετικά με το αν οι μουσουλμάνοι στη χώρα μας πρέπει ή όχι να αποκτήσουν τζαμί αποδεικνύει την εκπληκτική δημοκρατική μας κουλτούρα ή η αντιμετώπιση του «μακεδονικού ζητήματος», με τα συλλαλητήρια και τις υστερίες, αποδεικνύει πόσο σοφή αίσθηση της Ιστορίας έχει ο ελληνικός «περιούσιος» λαός που όλες οι «ξένες δυνάμεις» υπονομεύουν).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή