Μπούρμαν: Δεν ανήκω στους κορυφαίους

Μπούρμαν: Δεν ανήκω στους κορυφαίους

6' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χθες η ημέρα ανήκε στον Τζον Μπούρμαν, δηλαδή στην αυθεντική κινηματογραφική δημιουργία. Ενας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους σκηνοθέτες, με διεθνή αναγνώριση, δηλώνει χωρίς ίχνος ψευτομετριοφροσύνης: «Είμαι σκηνοθέτης δεύτερης κατηγορίας». Ενας δεξιοτέχνης «αυτόφωτος», όπως είπε και ο Μισέλ Δημόπουλος που τον παρουσίασε -σκηνοθέτης- ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς που «γοητεύεται από τη σύγκρουση του καλού με το κακό», με οικολογική ευαισθησία και συνείδηση, μιλάει με μεγάλη καθαρότητα και ευθύτητα, όπως και κινηματογραφεί: «Προσπαθώ να δημιουργήσω ένα ονειρικό στοιχείο στις ταινίες μου αλλά δεν τα καταφέρνω όπως οι μεγάλοι σκηνοθέτες. Οταν συγκρίνω το έργο μου με το έργο κορυφαίων δημιουργών, είναι σαφές ότι δεν ανήκω στους κορυφαίους».

Ο 68χρονος Μπούρμαν, μιλώντας για τη σημερινή κατάσταση του κινηματογράφου, σχολίασε: «Εχει γίνει πολύ δύσκολο να γυρίσει κανείς σοβαρές ταινίες. Οταν ξεκινούσα, το ’60, τα στούντιο προωθούσαν τον πειραματισμό και η κινηματογραφική τέχνη βρισκόταν σε εξέλιξη. Οι δύο μεγαλύτερες καταστροφές ήταν ο Σπίλμπεργκ και ο Λούκας. Τότε όμως, τα στούντιο συνειδητοποίησαν ότι το κοινό τους ήταν 14χρονο αγόρια και άρχισαν να προσαρμόζουν τις ταινίες στα μέτρα τους. Σκηνοθέτες όπως και εγώ, έως την εμφάνιση του Σπίλμπεργκ και του Λούκας, μπορούσαμε να κρύβουμε το γεγονός ότι γυρίζαμε σοβαρές ταινίες. Ομως τότε μας… έπιασαν στα πράσα. Ολο και πιο πολύ μπαίνουμε πλέον στο περιθώριο, το οποίο γίνεται ολοένα και πιο στενό». Αν έβλεπε όμως κανείς την αίθουσα που φιλοξενεί το αφιέρωμα στον Τζον Μπούρμαν, προχθές το βράδυ, δεν θα καταλάβαινε τι σημαίνει «περιθώριο». Ασφυκτικά γεμάτη στην προβολή της ταινίας «Οταν ξέσπασε η βία» (στην οποία αναμειγνύει αριστοτεχνικά την περιπέτεια με τη φρίκη, εκφράζοντας και την οικολογική αγωνία του), καθώς και σε όλες τις υπόλοιπες ταινίες της ρετροσπεκτίβας: από το «Εξκάλιμπερ» έως τον «Στρατηγό» και την πιο πρόσφατη «Ο ράφτης του Παναμά». Θερμά, θερμότατα, υποδέχτηκαν οι θεατές και την είσοδο του Τζον Μπούρμαν στην προχθεσινή προβολή, δηλώνοντας έτσι με τον τρόπο τους ότι τα «σκηνοθετικά μεγέθη» κρίνονται στην αίθουσα.

Το Κέντρο Κινηματογράφου αναμορφώνεται

«Ποιος είπε ότι ο εμπορικός κινηματογράφος δεν μπορεί να είναι και ποιοτικός;». Κατηγορηματικός στις θέσεις του και αποφασισμένος για τις επιλογές του -έστω και αν δεν τις ανακοίνωσε επίσημα- ήταν ο νέος πρόεδρος του Κέντρου Κινηματογράφου στην πρώτη του συνέντευξη Τύπου, χθες το μεσημέρι στο Φεστιβάλ, παρουσία της αντιπροέδρου Δέσποινας Μουζάκη και της υπεύθυνης για τη Hellas Film Βούλας Γεωργακάκου.

Στις προτεραιότητες του κ. Χρονόπουλου είναι η αναμόρφωση του Κανονισμού των προγραμμάτων χρηματοδότησης του Κέντρου Κινηματογράφου. «Δεν είναι δυνατόν να έρχονται 70 άνθρωποι και να ζητούν χρήματα για σενάρια. Πρέπει να αλλάξουν κάποια πράγματα», διευκρίνισε. «Οφείλουμε να συντελέσουμε στη δημιουργία ενός πιο ενδιαφέροντος ελληνικού κινηματογράφου. Θέλουμε να παράγουμε ταινίες που να βρίσκονται κοντά στο κοινό και όχι να ακολουθούμε την επετηρίδα», συμπλήρωσε. Ορμητικός και έτοιμος για αλλαγές ο νέος πρόεδρος αρνήθηκε να δώσει απάντηση στο βασικό δίλημμα: «Λίγα χρήματα σε πολλούς ή πολλά σε λίγους», αλλά άφησε να εννοηθούν οι προθέσεις του: «Η προηγούμενη πολιτική του Κέντρου εφάρμοσε το «λιγότερα χρήματα σε πολλούς». Δεν είμαι σίγουρος ότι είναι η καλύτερη λύση. Το δίλημμα είναι καίριο και θα συζητηθεί στο διοικητικό συμβούλιο. Να υποθέσουμε ότι η επόμενη κίνηση θα είναι «περισσότερα χρήματα σε λίγους»;

«Σώσε με»: μαύρο χιούμορ και τρυφερότητα

Δεύτερη έκπληξη του Φεστιβάλ, μετά την απρόσμενη «Πες στη μορφίνη ότι ακόμα την ψάχνω» του Χρήστου Φάγκρα, ήταν η ταινία του Στράτου Τζίτζη «Σώσε με». Ο σκηνοθέτης, που πριν από δύο χρόνια γύρισε μια αδιάφορη σεξοκωμωδία «Η αγάπη είναι ελέφαντας», φέτος υπέγραψε ένα μικρό διαμάντι, το «Σώσε με», διαψεύδοντας κάθε προκατάληψη. Η ηρωίδα υπακούει στο τρίπτυχο: «Γυναίκα, μόνη, ψάχνει». Τι; Τα βασικά συστατικά της ζωής: αγάπη, μια στοιχειώδη οικονομική δυνατότητα για να τα βγάζει πέρα. Αντ’ αυτών, ο κλοιός γύρω της γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτικός. Βοηθούν και οι αντιξοότητες. Ο πρώην σύζυγος δεν πληρώνει το δάνειο του σπιτιού, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να βρεθεί στον δρόμο, χάνει τη δουλειά της, διαλύεται η σχέση της… Απώλειες, η μία μετά την άλλη, και εκείνη να προσπαθεί, να πρέπει, να σταθεί όρθια. «Ούτε να πεθάνω δεν μπορώ», ψιθυρίζει. Πίεση, άγχος, ανατροπές, ελάχιστες διαφυγές, η χαμένη ευκαιρία (η φυγή και ο έρωτας που περιμένουν στην Αμερική). Γρήγοροι, νευρώδεις ρυθμοί, μαύρο χιούμορ, τρυφερότητα, γλυκύτητα και στο τέλος ανακούφιση. Αχτίδα ζωής. «Πάντα υπάρχει χαρά», ακούγεται το τραγούδι της Γιοβάνας στην ταινία.

Γενναία μάχη

Ο Στράτος Τζίτζης παρακολουθεί την πρωταγωνίστριά του (εξαιρετική η Μαρία Ζορμπά, υποψήφια για βραβείο ερμηνείας) στις αντιδράσεις της, στις προσωπικές της εκρήξεις (χορεύει, κλαίει, σπάει, καταστρέφει), στη μοναχικότητά της, στις μύχιες σκέψεις της. Την κατανοεί, δεν την μετατρέπει σε θύμα. Η γυναίκα στο «Σώσε με» διατηρεί την αξιοπρέπειά της, μάχεται γενναία, λυσσαλέα, για να κρατηθεί και στο τέλος, έτσι από ένα παιχνίδι της τύχης (από ένα μπαούλο που βρίσκει τον παραλήπτη του) ανοίγει την πόρτα της στην ευτυχία ή σε μια υπόσχεση ευτυχίας.

Ο Φρέντυ Βιανέλλης στο «Είδωλο και ρόλος», επιχειρεί να «δέσει» δύο παράλληλες δράσεις. Μια θεατρική παράσταση και μια προσωπική ιστορία. «Το μελτεμάκι» του Παντελή Χορν (που παρουσίασε το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη), η ανάλαφρη εκδοχή της συζυγικής απιστίας και η γυναίκα – ηθοποιός και απατημένη σύζυγος που βιώνει τραγικά, ως απόρριψη και εγκατάλειψη, την απιστία του άντρα. Οι «δημόσιοι» ρυθμοί της παράστασης αντιπαρατίθενται αλλά και συνδέονται με τους «ιδιωτικούς» ρυθμούς της γυναίκας. Η κωμική, εύχαρις ατμόσφαιρα της παράστασης και το βουβό δράμα της ηρωίδας, η οποία είναι και πρωταγωνίστρια του θεατρικού έργου. Ενδιαφέρον το εγχείρημα του Φρ. Βιανέλλη, αλλά μοιάζει αδύναμος να το οργανώσει και να το εξελίξει κινηματογραφικά. Επιπλέον, φορτώνει με περιττούς συμβολισμούς (όπως τη φωνή της Κάλλας ως Μήδειας), κοινοτοπίες και κλισέ την ταινία, καταστρέφοντας την αρχικά καλή ιδέα. Διασώζεται η Υβόνη Μαλτέζου, ηθοποιός μεγάλης ευαισθησίας και εσωτερικότητας.

Κοινωνικές ανησυχίες και ανακαλύψεις αγνώστων μας δημιουργών

Ενα από τα πιο αξιόλογα, ιδιαίτερα προγράμματα του Φεστιβάλ, είναι πάντα τα «3×3» που με αξιοθαύμαστη «εξερευνητική» ικανότητα προτείνει ο Δ. Εϊπίδης. Τρεις δημιουργοί, με τρία φιλμ ο καθένας, από διαφορετικές χώρες και ουσιαστικά άγνωστοι στην Ελλάδα. Συνήθως, οι σκηνοθέτες αυτοί έχουν ήδη προσφέρει έργο μακράς πνοής και με πολλές ταινίες που έχουν εκτιμηθεί παγκόσμια. Να, λοιπόν, η ευκαιρία, ακόμη και για τους ειδήμονες.

Λογικά, δεν φαντάζεται κανείς πως από το καθιερωμένο πια Ιράν θα μπορούσαμε να έχουμε αληθινή έκπληξη και μάλιστα από γυναίκα σκηνοθέτη. Και όμως, η Ράχσαν Μπάνι – Ετεμάντ, 47 χρόνων σήμερα, δουλεύει «πυκνά» στο ντοκιμαντέρ από τη δεκαετία του ’70.

Εδώ και δεκαπέντε χρόνια έχει γυρίσει πολλές μυθοπλασίες συνήθως για ηρωίδες γυναίκες, δυνατές γυναίκες που αντιμάχονται δυσχερείς κοινωνικές συνθήκες, και μάλιστα άκαμπτα ήθη αιώνων. Γυναίκες που συζούν «αστεφάνωτες», ανισότητες ηλικιακές και ταξικές, φτώχεια και απαγορευμένες αγάπες. Τρεις από τις καλύτερες ταινίες παρουσιάζονται: «Ναργκές» (1992), «Η γυναίκα με το πέπλο» (1995) και «Το πετσί της πόλης» (2001). Ενα καίριο φεμινιστικό βλέμμα.

Ο Τσέχος Γιαν Χρέμπεκ, 34 χρόνων, με τέσσερις δημοφιλείς επιτυχίες, που βασίζονται συχνά στη μουσική και στη σύγκρουση των ειδών της, ιδίως στις καρδιές της νεολαίας: «Big Beat» (1993) για την είσοδο του ροκ εντ ρολ στην Τσεχία, «Μια ζεστή φωλιά» (1999) και «Ιστορίες διχασμού και… εγκυμοσύνης» (2000) που ήταν υποψήφια για Οσκαρ ξένης ταινίας.

Ο Κινέζος Στάνλεϊ Κούαν, 44 χρόνων, είναι ήδη ένας βετεράνος του σινεμά του Χονγκ Κονγκ, από τη δεκαετία του ’80, με περισσότερα από δώδεκα φιλμ στο ενεργητικό του και αρκετά βραβεία στα διεθνή φεστιβάλ. Κεντρικά θέματά του η κρίση της ερωτικής ταυτότητας, η ομοφυλοφιλία και η κοινωνική απόρριψη – αποδοχή – εκμετάλλευση: «Η θεατρίνα» (1992) αξιοποιεί τη νεαρή, κομψότατη μορφή της Μάγκι Τσενγκ, στο «Σφιχταγκάλιασμα» (1997) τέσσερα άτομα ζητούν συγγραφέα (και έρωτα). Το «Λαν Γιου» (2001) συμμετείχε στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών.

Το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα αντανακλά «επίπονα» τα αδιέξοδα των νέων δημιουργών σεολόκληρο τον κόσμο. Τα κοινωνικά προβλήματα και οι συγκρούσεις «μπαίνουν» σε έτοιμα κοστούμια, τα ψυχοκοινωνικά ξεστρατίζουν, η πνοή, η έμπνευση λείπουν. Ακόμη και οι διάρκειες «κατεβαίνουν» στα 70′ – 80′ σαν τηλεταινίες, τα πρόσωπα περιορίζονται, οι αξίες παραγωγής φτωχαίνουν. Η τουρκική «Φωτογραφία» του Καζίμ Οζ, παρακολουθεί δύο άγνωστους μεταξύ τους νέους σε ταξίδι με λεωφορείο. Θα καταλήξουν αντίπαλοι, Κούρδος και στρατιώτης στα βουνά. Εμβάθυνση ταινίας μικρού μήκους. Πιο δημιουργικό φαίνεται να είναι το «Σαν Αντρας» του Γαλλο-σενεγαλέζου Αλέν Γκομί, για τον διχασμό ανάμεσα στην πατρίδα και το Παρίσι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή