Οι ξένοι μετανάστες, οι μειονότητες κι εμείς

Οι ξένοι μετανάστες, οι μειονότητες κι εμείς

5' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

1) «Μετανάστες, ρατσισμός, ξενοφοβία. Από τη θεωρία στην πράξη». Επιμέλεια: Γιάννης Κτιστάκης, Εκδόσεις Αντ. N. Σάκκουλα, 2001, σελ. 165.

2) «Μετανάστες στην Ελλάδα». Επιμέλεια: Αθ. Μαρβάκης, Δ. Παρσάνογλου, M. Παύλου. Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Εταιρεία Πολιτικού Προβληματισμού «Νίκος Πουλαντζάς», 2001, σελ. 463.

Χρειαζόμαστε πράγματι τα στοιχεία της στατιστικής (και δεν εννοώ όσα απορρέουν από πρόχειρες, εντυπωσιοθηρικές δημοσκοπήσεις, αλλά όσα προκύπτουν από μεθοδικές, επιστημονικά υποστηριγμένες έρευνες γνώμης) για να συμφωνήσουμε ότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας, ότι όσο περνάει ο καιρός βαθαίνει το χάσμα που χωρίζει τη συμπεριφορά μας από τις ιδέες μας για τα ανθρώπινα (ή ό,τι νομίζαμε πως είναι ιδέες μας αναπαλλοτρίωτες); Χρειαζόμαστε τους ολοένα και πιο δυσάρεστους αριθμούς για να πειστούμε ότι, ακόμη κι αν κάποτε ήμασταν όντως φιλόξενοι και ανεκτικοί (πότε; όταν το πρόβλημα δεν υπήρχε καν ή δεν ήταν τόσο οξύ), σήμερα πια δεν δικαιούμαστε να κρυβόμαστε πίσω από τα μυθικά γονίδιά μας ούτε να καυχιόμαστε σαν γνήσια τρισέγγονα του Ξενίου Διός και ταυτόχρονα σαν κληρονόμοι του χριστιανικού περί αγάπης κελεύσματος;

Αρκούν οι συζητήσεις με τους διπλανούς μας -και με τον εαυτό μας-, αρκεί μια «επίσκεψη» στα δελτία ειδήσεων, στα σίριαλ, στις λαϊκές εφημερίδες και στα στερεότυπα που διακινούνται εκεί, για να καταλάβουμε ότι η αρχική αντανακλαστική φοβία έχει παγιωθεί (σε ικανές κοινωνικές μερίδες) σε σύνδρομο. Από το πάντοτε ολισθηρό «ναι μεν αλλά» μετατοπιστήκαμε -άλλοι σταδιακά κι άλλοι ραγδαία- στο αδιάλλακτο όχι, στην άρνηση που ιδεολογικοποιεί προχείρως τα πιο οξυμμένα αισθήματα: δεν θέλουμε τους ξένους -παρά για να μας υπηρετούν-, δεν νιώθουμε άνετα μαζί τους στη λαϊκή, στο μετρό, στον κινηματογράφο, στο Ζάππειο, παντού όπου τους συναντάμε. Μόνο στα αντιρατσιστικά φεστιβάλ μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει θαλπωρή, ιδεολογικής εκπόρευσης, αλλά εκεί λείπουν οι ξένοι, οι λαϊκοί ξένοι, ή εν πάση περιπτώσει είναι κι αυτοί με τα γιορτινά τους όπως κι εμείς.

Ξενιζόμαστε λοιπόν, παραδινόμαστε στην καχυποψία και αγριεύουμε. Ας το σκεφτούμε όμως: Πώς θα μπορούσαμε να φερθούμε ανοιχτόκαρδα στους ξένους-ξένους, όταν δυσφορούσαμε και συνεχίζουμε να δυσφορούμε (τουλάχιστον) απέναντι στους δικούς μας, τους εσωτερικούς ξένους, όταν μας έχει γίνει συνήθεια (που ακόμα κρατεί) να μεταχειριζόμαστε τους Ελληνες τσιγγάνους, τους Ελληνες μουσουλμάνους, τους Ελληνες καθολικούς είτε σαν παρακατιανούς είτε ακόμη ακόμη και σαν εγκαθέτους κάποιων μυστηριωδών «κακών» που συνωμοτούν νυχτόημερα εναντίον μας;

Καλά σημάδια υπάρχουν βέβαια. Υπάρχει η αυθόρμητη και γενναιόδωρη τρυφερότητα με την οποία οι άνθρωποι των νησιών υποδέχονται όσους μετανάστες πετιούνται στα κύματα από τους λαθρεμπόρους. Υπάρχουν, παντού στην Ελλάδα, οι γιορτές υπέρ της αλληλεγγύης και κατά της μισαλλοδοξίας, έστω με ολιγάριθμο κοινό. Και υπάρχουν, όλο και περισσότερες, όλο και διεισδυτικότερες και αυστηρότερες, οι κοινωνιολογικές έρευνες, τα συνέδρια, οι ημερίδες και τα τυπωμένα πρακτικά τους. Τέτοια βιβλία-καρποί της δοκιμής να επιτευχθεί μια έντιμη αυτοαναγνώριση στάθηκαν αφορμή για τούτες τις αράδες. Και πρώτα το βιβλίο «Μετανάστες, ρατσισμός, ξενοφοβία: Από τη θεωρία στην πράξη», στις σελίδες του οποίου αναπαράγονται οι εισηγήσεις σε συνάντηση με θέμα την «ελληνική περίπτωση».

Πολιτικοί, κοινωνικοί επιστήμονες, νομικοί και δημοσιογράφοι στέκονται ακριβώς στο πρόβλημα που προσδιορίζει ο υπότιτλος του βιβλίου: πώς θα ισχύσει στο πεδίο της σκληρής καθημερινότητας αυτό που θεωρητικά ισχύει στο -ούτως ειπείν- εποικοδόμημα. Αντιγράφω από τον πρόλογο του Νίκου Φραγκάκη, διευθυντή του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών Μελετών και Ερευνών: «H δημοκρατία, το κράτος δικαίου, το κράτος πρόνοιας, οι νομοθετικές και υπερνομοθετικές ρυθμίσεις, εξασφαλίζουν, θ ε ω ρ η τ ι κ ά, λίγο-πολύ, ένα θεσμικό περιβάλλον όπου (πάντα θεωρητικά) φαινόμενα όπως ο ρατσισμός και η ξενοφοβία θα έπρεπε να μη γίνονται ανεκτά και η θέση των μεταναστών να είναι εξασφαλισμένη. […] H θέσπιση και στη συνέχεια η επίκληση και η εφαρμογή κανόνων αποτρεπτικών και κυρωτικών είναι απαραίτητες, υπό τον όρο να λειτουργούν κ υ ρ ί ω ς προληπτικά. Αλίμονο αν χρειάζονται ως μέσα (καθημερινής) καταστολής».

Αλίμονο, πράγματι, αν ο Πολιτισμός ταυτιστεί με την Ανάγκη και τη Βία. Αλίμονο αν η ανθρωπιά μπορεί να υπάρξει μόνο καθ’ υπαγόρευση και με την απειλή ποινής. Αλίμονο επίσης αν φτάσουμε να πιστεύουμε ότι η πολιτεία -που σε πολλά κωφεύει ιδιοτελώς και σε άλλα νομοθετεί πρόχειρα- έχει ετοιμάσει ασπίδα ικανή να προστατέψει τις μειονότητες, εσωτερικές και εισερχόμενες, από το καθεστώς των διακρίσεων και του αποκλεισμού. Το πλούσιο, αυστηρό υλικό ενός άλαλου τόμου, με τίτλο «Μετανάστες στην Ελλάδα», σχεδόν ισότιμα μοιρασμένο στον επιστημονικό λόγο, τον λόγο των μεταναστών και δεκατριών κοινοτήτων τους και τον λόγο της αλληλεγγύης (όπου γίνεται αναφορά στις προσπάθειες των αντιρατσιστικών ομάδων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων), δεν επιτρέπει τις αυτοαπαλλακτικές ψευδαισθήσεις. «Τα ψέματα τέλειωσαν», και οι μύθοι μαζί τους? από τη χθεσινή μα τόσο μακρινή περίοδο της ανοχής (έως τα τέλη του ’80), και μετά τη φάση της ποινικοποίησης, φτάσαμε στην εποχή της «εγκληματοποίησης της μετανάστευσης», και το συγκεκριμένο συμπέρασμα δεν το ασπάζονται μόνο οι νομικοί και οι κοινωνιολόγοι.

Οι εκδόσεις αυτού του περιεχομένου δεν αποβλέπουν στη μαζική και άκριτη ενοχοποίησή μας, αλλά στο να αναδείξουν σε όλη του την οξύτητα ένα πολυδιάστατο πρόβλημα που δεν μπορεί να βρει τη λύση του μόνο από το κράτος ή μόνο από τα δίκτυα προστασίας των δικαιωμάτων των μεταναστών – η ύπαρξη των οποίων ωστόσο δεν είναι γνωστή στη συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών, και κάθε άλλο παρά μικρή είναι και ως προς αυτό η ευθύνη των Μέσων, των «λαθρεμπόρων του φόβου», όπως δίκαια χαρακτηρίζονται σε μία από τις συμβολές του τόμου.

Δυστυχώς, ο επιστημονικός λόγος, οποιαδήποτε περιοχή της γνώσης κι αν αφορά, δεν έχει ιδιαίτερες ελπίδες να γίνει πλειοψηφικός, ή έστω να καταφέρει ν’ ανοίξει μικρές ρωγμές στον συμπαγή κυρίαρχο λόγο. H βιβλιογραφία για την αλλοφοβία, για τους μετανάστες, για τις ιθαγενείς μειονότητες, για τα πάθη τους, θα πληθαίνει συνεχώς, είναι βέβαιο (όπως θα πληθαίνουν και οι σχετικές λογοτεχνικές «αναπλάσεις», είτε από Ελληνες είτε από ξένους), η τάξη όμως δεν θα διασαλευτεί και η βασιλεία των στερεοτύπων της μισαλλοδοξίας δεν θα απειληθεί. Και κάπως έτσι, απολύτως πεπεισμένοι πως ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει με τον αντιρατσισμό δεν κόβεται ποτέ, φτάσαμε να απειλούμε τα παδιά μας όχι πια με τον Εβραίο ή τον Γύφτο της παράδοσης (που κι αυτήν θέλουμε να τη βλέπουμε φωτεινή και μόνο) αλλά με τον Αλβανό.

Εν πάση περιπτώσει, ας σημειωθούν εδώ ορισμένοι ακόμη τίτλοι της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής που αφορά τους αλλοδαπούς και ημεδαπούς ξένους: «Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη. Διαδρομές ευημερίας και παραδρομές δημόσιας εικόνας» του Λόη Λαμπριανίδη και της Αντιγόνης Λυμπεράκη, εκδ. «Παρατηρητής», 2001. «Το κατοικείν των Τσιγγάνων. O βιο-χώρος και ο κοινωνιο-χώρος» των Τσιγγάνων» της Εφης Καραθανάση, εκδ. Gutenberg, 2000. «Εκτός «τάξης» το «διαφορετικό»; Τσιγγάνοι, μειονοτικοί, παλιννοστούντες και αλλοδαποί στην ελληνική εκπαίδευση» του Χρήστου Κάτσικα και της Εύας Πολίτου, εκδ. Gutenberg, 1999. «Κατασκευάζοντας ταυτότητες για τους μουσουλμάνους της Θράκης. Το παράδειγμα των Πομάκων και των Τσιγγάνων» της Σεβαστής Τρουμπέτα, εκδ. Κριτική/ Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων, 2001. «Ελληνες Τσιγγάνοι: περιθωριακοί και οικογενειάρχες» της Αλίκης Βαξεβάνογλου, εκδ. «Αλεξάνδρεια», 2001. Δίκην εξορκισμού…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή